Δηλαδή μια συζήτηση περί πολιτικών ευθυνών που κάλλιστα θα μπορούσε να διεξαχθεί αν στο μεταξύ δεν είχε αποκαλυφθεί πως υπήρξε αλλοίωση της Λίστας Λαγκάρντ, δηλαδή νόθευση, δηλαδή ποινικό αδίκημα, οι ένοχοι διάπραξης του οποίου προέχει να αποκαλυφθούν.
Η αδιαφορία για την πάταξη της (εγκληματικής) φοροδιαφυγής, την ώρα που επιβάλλονται σκληρά μέτρα στον λαό, συνιστά πολιτικό αδίκημα, αλλά αυτό είναι άλλο και άλλο είναι η τέλεση συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος.
Οι πολιτικές ευθύνες διερευνώνται από εξεταστικές επιτροπές.
Τα ποινικά αδικήματα διερευνώνται από προκαταρκτικές – και αυτή τη στιγμή μιλούμε για προκαταρκτική.
Όποιοι αυτή τη στιγμή επιχειρούν – για καθαρά λόγους πολιτικής και κομματικής σκοπιμότητας – να αναμίξουν πολιτικές και ποινικές ευθύνες, αποσκοπούν στην αποσταθεροποίηση της χώρας χωρίς τελικά να τιμωρηθεί κανείς.
Δηλαδή, η ανάμιξη πολιτικών και ποινικών ευθυνών μπορεί να καταλήξει συγχρόνως και στην αποσταθεροποίηση και στην ατιμωρησία.
Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.
Και φουμάρουν και τον λαό, ο οποίος μέσα στη σύγχυση που του έχει προκαλέσει η βίαιη αναπροσαρμογή, δεν είναι σε θέση να δει αυτές τις λεπτές διαφορές – και τον κίνδυνο να μην τιμωρηθεί κανείς.
Άλλωστε, στη χώρα αυτή υπάρχει πολύ μεγάλη παραγωγή πολιτικών ευθυνών – διαφορετικά δεν θα χρεοκοπούσαμε.
Επομένως, αν κάποιοι ήθελαν να διερευνηθούν οι πολιτικές ευθύνες και ό,τι προέκυπτε (δηλαδή ακόμη και ποινικές) θα έπρεπε να ζητούν εξεταστική επιτροπή.
Και όποιοι θα ήθελαν να διερευνηθούν ποινικές ευθύνες, θα έπρεπε να ζητούν προανακριτική επιτροπή, αλλά αποδεχόμενοι ότι αυτή μπορεί να ασχοληθεί μόνο με πιθανολογούμενα ποινικά αδικήματα.
Και τα δύο μαζί – και προκαταρκτική και πολιτικές ευθύνες – δεν κολλάνε.
Δεν θέλουν να το κάνουν, όμως, διότι αντιλαμβάνονται πως η νόθευση αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Και έχουν βραχυκυκλώσει.
Διότι τα Νομικά είναι πολύ σοβαρή και πολύ συγκεκριμένη επιστήμη.
Και διδάσκονται στις νομικές σχολές και όχι στην Βίλα Αμαλία – όπου, όπως καταλάβαμε, διδάσκεται η… ανακύκλωση.
Μέσα σ’ αυτό το μπουρδούκλωμα, εκεί που το αντικυβερνητικό μέτωπο (που αποτελούμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝ.ΕΛ και τη Χρυσή Αυγή βρίσκεται από καιρό σε συμφωνία και στενή κοινοβουλευτική συνεργασία, κι’ ας μην το επισημαίνει και ας μην το γράφει κανείς), συντονιζόταν για άλλη μια φορά προκειμένου να χτυπηθεί η κυβέρνηση, να πέσει και να καταρρεύσει η χώρα (διότι αυτό θα συνέβαινε σε περίπτωση τρίτων εκλογών), ζει τώρα τις συνέπειες του μπούμερανγκ.
Αντί, λοιπόν, να διαλυθεί το κυβερνητικό μέτωπο, αυτοδιαλύεται το αντικυβερνητικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που γνωρίζει πως πήγε από το 3 στο 30% χάρη στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε να μην περιλάβει στην πρότασή του τον Γ. Παπανδρέου, αφήνοντας τον πρώην πρωθυπουργό στο απυρόβλητο των ασαφών και γενικόλογων διακηρύξεων, πλην όμως της σαφούς, σαφέστατης πολιτικής σκοπιμότητας.
Αλλά οι ΑΝ.ΕΛ, που έχουν διαλυθεί στην κοινωνία αλλά διατηρούν τη δύναμή τους στη Βουλή καθώς οι βουλευτές τους, όλοι σχεδόν καινούργιοι, εξαρτώνται απόλυτα από τον αρχηγό, επιτίθενται τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αυτοί θέλουν στο κάδρο τον Παπανδρέου.
Και ξεκαθάρισαν πως δεν θα στηρίξουν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αν αυτή δεν περιλαμβάνει τον Παπανδρέου, τον οποίο όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να αγγίξει για τους δικούς του λόγους.
Το κόμμα τους διαθέτει όμως 18 βουλευτές και για να γίνει αποδεκτή η πρότασή τους και να μπει σε ψηφοφορία, πρέπει να εξασφαλίσει τις υπογραφές τριάντα βουλευτών, που δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλίσει, εκτός αν αποδεχθεί ή ενώσει τις υπογραφές του με αυτές της Χρυσής Αυγής!
Με τη σειρά της, η Χρυσή Αυγή «κατεβάζει» δική της πρόταση για προκαταρκτική που περιλαμβάνει τον κ. Παπανδρέου και απηύθυνε επιστολή στους βουλευτές του κ. Καμμένου και στους ανεξάρτητους, ζητώντας τις υπογραφές τους.
Οπότε, η υπόθεση περιορίζεται στο αν οι ΑΝ.ΕΛ θα ψηφίσουν την πρόταση της Χρυσής Αυγής ή η Χρυσή Αυγή την πρόταση των ΑΝ.ΕΛ.
Όσο για τον κ. Τσίπρα, φαίνεται πως ζει ακόμη στους ρυθμούς του αργεντίνικου ταγκό.
Οπότε με μια βιρτουόζικη φιγούρα ουσιαστικά υποβαθμίζει την υπόθεση της νόθευσης, λέγοντας πως η Λίστα Λαγκάρντ είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Επομένως, μιλά ουσιαστικά για πολιτικές ευθύνες, διότι αναφέρεται γενικά στο «σύστημα της κλεπτοκρατίας» - χωρίς όμως να παραπέμπει τον πολιτικώς υπεύθυνο -και συγχρόνως ζητά να διερευνηθούν οι ποινικές, επειδή μόνο έτσι μπορεί να βάλει στο κάδρο τον Βενιζέλο παραλείποντας τον Παπανδρέου.