Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η διάλυση της ολλανδικής αποικιοκρατίας στις Ανατολικές Ινδίες
Του Douglas Ford
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε την κορύφωση ενός κινήματος για την ανεξαρτησία, που στηριζόταν από τον γηγενή πληθυσμό της Ινδονησίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου και η ιαπωνική κατοχή ήταν οι δύο καθοριστικοί παράγοντες οι οποίοι έδωσαν στις παρατάξεις που είχαν ταχθεί υπέρ της ανεξαρτησίας την απαιτούμενη δυναμική για τη διεξαγωγή μιας αποτελεσματικής εκστρατείας. Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, τον Αύγουστο του 1945, η Ολλανδία, όπως πολλές ακόμα ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν αυτοκρατορικές κτήσεις στην Ασία, αντιλήφθηκαν ότι δεν διέθεταν τους πόρους ούτε απολάμβαναν τη στήριξη του τοπικού πληθυσμού, απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να ανακτήσουν την κυριαρχία τους. Επιπλέον, οι Ολλανδοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αποδοκιμασία σε διεθνές επίπεδο, καθώς κυρίως οι ΗΠΑ εκφράζονταν πλεον ανοικτά κατά τη συνέχισης της αποικιοκρατίας και έθεταν ζήτημα διάλυσης των ευρωπαϊκών υπερπόντιων αυτοκρατοριών.
Ενίσχυση του αγώνα των εθνικιστών
Αν και το εθνικιστικό κίνημα στην Ινδονησία διατηρούνταν σε εμβρυακό επίπεδο μέχρι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ωρίμανσή του άρχισε τη δεκαετία του ’20 χάρη στην ανάδυση μιας υψηλού μορφωτικού επιπέδου ηγεσίας στους κόλπους του. Κατά μήκος της νοτιοανατολικής Ασίας, οι ηγέτες των κινημάτων για την ανεξαρτησία προέρχονταν από τις μορφωμένες ελίτ, τα μέλη των οποίων είχαν εκτεθεί σε δυτικά ιδεώδη, όπως αυτό της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και σε πολλές περιπτώσεις επιδίωξαν να τα «εισαγάγουν» στις χώρες τους. Στην Ινδονησία, ο Μοχάμεντ Χάτα ίδρυσε το κόμμα Indonesia Merdeka (Κόμμα της Ελεύθερης Ινδονησίας) το 1924, ενώ ο Σουκάρνο, ο οποίος έμελλε να γίνει ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ινδονησίας, ίδρυσε το Εθνικιστικό Κόμμα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Σουκάρνο διακήρυττε μέσα από τους λόγους και τα γραπτά του ότι ο λαός της Ινδονησίας, από τους μουσουλμάνους μέχρι τους κομμουνιστές και φυσικά τους εθνικιστές, είχε έναν κοινό στόχο: την ανατροπή του ολλανδικού ιμπεριαλισμού.
Ηταν ο Πόλεμος του Ειρηνικού και η ιαπωνική κατοχή που έδωσαν τη δυνατότητα στους Ινδονήσιους εθνικιστές να δώσουν ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στον αγώνα τους. Η κατάρρευση της ολλανδικής διοίκησης, στον απόηχο της εισβολής του ιαπωνικού στρατού στις Ανατολικές Ινδίες το 1942, έπληξε την αξιοπιστία των ευρωπαϊκών δυνάμεων και γέννησε βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητά τους να διαφυλάξουν την κυριαρχία τους. Οι Ιάπωνες, από την πλευρά τους, ενθάρρυναν την άνοδο των κινημάτων για την ανεξαρτησία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκστρατείας για τον τερματισμό του δυτικού ιμπεριαλισμού και τη δημιουργία μιας «Ασίας για τους Ασιάτες». Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εισβολής, ο διοικητής του ιαπωνικού στρατού στις Ανατολικές Ινδίες, στρατηγός Ιμαμούρα, υποσχέθηκε στον Σουκάρνο ότι ο λαός του θα απολάμβανε μεγαλύτερες πολιτικές ελευθερίες και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης απ’ ό,τι υπό τους Ολλανδούς. Ο Ιμαμούρα, ωστόσο, αντικαταστάθηκε πριν προλάβει να πείσει το Τόκιο να ανάψει το «πράσινο φως» για κινήσεις στην κατεύθυνση της ανεξαρτησίας της Ινδονησίας και ο Σουκάρνο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει την παραμικρή παραχώρηση από την ιαπωνική διοίκηση έως τον Σεπτέμβριο του 1944. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός της Ινδονησίας αναγνώρισε τις προσπάθειες των Σουκάρνο και Χάτα και για πρώτη φορά ο ινδονησιακός εθνικισμός εκφράστηκε κατά τρόπο οργανωμένο.
Ο ρόλος των Βρετανών
Με τη λήξη του Πολέμου του Ειρηνικού, το 1945, και την παράδοση της Ιαπωνίας, οι Ολλανδοί συνειδητοποίησαν ότι η μεταπολεμική οικονομική και στρατιωτική τους κατάσταση δεν τους άφηνε το παραμικρό περιθώριο ανάκτησης του ελέγχου στις Ανατολικές Ινδίες και πως οι κινήσεις του τοπικού πληθυσμού στην κατεύθυνση της ανεξαρτησίας ήταν αναπόφευκτες. Παρά ταύτα, οι Ολλανδοί επιθυμούσαν διακαώς να διαφυλάξουν τις κτήσεις τους στο αρχιπέλαγος καθότι τους παρείχαν πρώτες ύλες, όπως πετρέλαιο, κασσίτερο και καουτσούκ, τις οποίες είχαν ανάγκη για να υποστηρίξουν το πρόγραμμα ανοικοδόμησης της χώρας τους και για να διασφαλίσουν ότι θα διατηρούσαν ένα υγιές εμπορικό ισοζύγιο.
Τη μεταπολεμική διακυβέρνηση των Ανατολικών Ινδιών ανέλαβε η Βρετανική Διοίκηση της νοτιοανατολικής Ασίας με επικεφαλής των ναύαρχο, λόρδο Λούις Μάουντμπατεν. Η αρωγή των Βρετανών ήταν αναγκαία προκειμένου οι Ολλανδοί να ανακτήσουν τις Ανατολικές Ινδίες. Οι Βρετανοί, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όσον αφορά ενέργειες που θα μπορούσαν να εξοργίσουν τους εθνικιστές, ιδιαίτερα μετά την κίνηση του Σουκάρνο να διακηρύξει την ίδρυση της Δημοκρατίας της Ινδονησίας στις 17 Αυγούστου. Επιπλέον, οι δυνάμεις του βρετανικού στρατού στην περιοχή ήταν ανεπαρκείς και το πρώτο βοηθητικό σώμα δεν αφίχθη στην Ιάβα πριν από τον Νοέμβριο.
Μολονότι οι Ολλανδοί ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν μια συμβιβαστική πρόταση βάσει της οποίας η Ινδονησία θα απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας, παραμένοντας ωστόσο αναπόσπαστο τμήμα της κοινοπολιτείας τους, ο Σουκάρνο εμφανιζόταν ανικανοποίητος με τέτοιου τύπου περιορισμένες παραχωρήσεις. Ακολούθησε σύγκρουση μεταξύ των εθνικιστών και των ολλανδικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες είχαν ενισχυθεί μετά τον επαναπατρισμό μεγάλου αριθμού στρατιωτών από τα ιαπωνικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου και των Ινδονήσιων εθνικιστών. Τον Νοέμβριο του 1946 επετεύχθη εκεχειρία, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεργαστούν για την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ινδονησίας. Οι Ολλανδοί, μάλιστα, αναγνώρισαν τη Δημοκρατία της Ιάβας και της Σουμάτρας.
Απεργίες και συγκρούσεις με τις ολλανδικές δυνάμεις
Στην πραγματικότητα, ούτε οι Ολλανδοί ούτε οι Ινδονήσιοι ήταν ικανοποιημένοι με τον συμβιβασμό. Σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τις πετρελαιοπηγές και τις φυτείες στην Ιάβα και τη Σουμάτρα, άρα και τους απαιτούμενους πόρους για την ανοικοδόμηση, οι Ολλανδοί ανέπτυξαν τον Ιούλιο του 1947 δύναμη εκατό χιλιάδων ανδρών με το πρόσχημα της αστυνόμευσης. Οι ινδονησιακές δυνάμεις, οι οποίες στερούνταν στρατιωτικής εκπαίδευσης και οπλισμού, κατέληξαν να απολέσουν τον έλεγχο των περισσότερων λιμένων και εγκαταστάσεων για την άντληση πετρελαίου. Παρά την επιτυχία της, η δράση της αστυνόμευσης πυροδότησε αντιδράσεις στα Ηνωμένα Εθνη, όπου Αυστραλία και Ινδία ζητούσαν επίμονα τη διευθέτηση του ζητήματος διά της οδού των διαπραγματεύσεων. Αν και αρχικά δεν έδειξε ενδιαφέρον για το ζήτημα, η αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να παραμείνει αδρανής, καθώς το κύμα της διεθνούς καταδίκης των Ολλανδών αποκτούσε διαστάσεις. Εν τέλει, οι Αμερικανοί άσκησαν πιέσεις στους Ολλανδούς, καλώντας τους να μετριάσουν τη στάση τους. Οντας εξαρτημένοι από τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ, οι Ολλανδοί συμφώνησαν σε μια νέα εκεχειρία τον Αύγουστο. Τον Ιανουάριο του 1948, κατόπιν μαραθώνιων διαπραγματεύσεων στην κανονιοφόρο «Renville» του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού επήλθε κατ’ αρχήν συμφωνία για την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ινδονησίας.
Αμερικανικές πιέσεις
Παρά τη συμφωνία, η κατάσταση δεν εξομαλύνθηκε πριν από τον Νοέμβριο του 1948. Οι Ολλανδοί επέμεναν ότι ένα ομόσπονδο ινδονησιακό κράτος στενά συνδεδεμένο με τη Χάγη ήταν η πλέον αποδεκτή λύση. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Ινδονησίας οι φωνές που απαιτούσαν την ίδρυση μιας πλήρως ανεξάρτητης δημοκρατίας αυξάνονταν. Τα πράγματα πήραν τροπή προς το χειρότερο όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας (PKI) άρχισε να διοργανώνει απεργιακές κινητοποιήσεις οι οποίες κατέληγαν σε συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι Ολλανδοί αντέδρασαν «παγώνοντας» τις διαπραγματεύσεις και ξεκινώντας μια δεύτερη «εκστρατεία αστυνόμευσης» τον Δεκέμβριο. Αν και είχαν ουσιαστικές επιτυχίες στον περιορισμό της δράσης των εθνικιστών, οι Ολλανδοί υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις όταν οι ΗΠΑ ανέβαλαν τη χορήγηση οικονομικής βοηθείας ύψους 80 εκατ. δολαρίων που προβλεπόταν από το σχέδιο Μάρσαλ, απειλώντας μάλιστα να διακόψουν κάθε οικονομική υποστήριξη αν δεν τερματιζόταν άμεσα η στρατιωτική επιχείρηση. Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι η συνέχιση της ολλανδικής κυριαρχίας στην Ινδονησία θα ενίσχυε την αντιπάθεια προς τη Δύση και κατά συνέπεια τις πιθανότητες κατάληψης της χώρας από ακραία στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών. Κρίθηκε, λοιπόν, ότι η μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ινδονησίας θα υπονόμευε τους μετριοπαθείς, κάτι που ενδεχομένως να έθετε σε κίνδυνο την πρόσβαση της Δύσης στους ζωτικής σημασίας πόρους της νοτιοανατολικής Ασίας. Επειτα από διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν στη Χάγη μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου, η Δημοκρατία της Ινδονησίας αναγνωρίστηκε, με τον Σουκάρνο να αναλαμβάνει την προεδρία και τον Χάτα την πρωθυπουργία.
*Ο κ. Douglas Ford είναι λέκτωρ Αμυντηκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.