Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ Η κρίση γεμίζει τις μάντρες με καυσόξυλα


Σε αναβίωση επαγγελμάτων του παρελθόντος οδήγησε εκτός των άλλων η οικονομική κρίση, ενώ πολλοί έμποροι που έπαψαν να έχουν κέρδη από την προηγούμενη δραστηριότητά τους έχουν στραφεί στην πώληση καυσόξυλων.

 Του Φώτη Κουτσαμπάρη
Οι αρτοζαχαροπλάστες, οι μοδίστρες, οι τσαγκάρηδες, οι επισκευαστές ποδηλάτων και οι πωλητές καυσόξυλων επανήλθαν στην καθημερινότητα των πολιτών, που αναζητούν πλέον φθηνές λύσεις για την αντιμετώπιση των αναγκών θέρμανσης, διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και μετακίνησης.
Οι έμποροι υλικών οικοδομών γεμίζουν τις μάντρες με καυσόξυλα, καθώς ο οικοδομικός κλάδος έχει καταρρεύσει. Επιπλοποιοί συνεργάζονται πλέον με τους εμπόρους ξυλείας για μεταπώληση καύσιμης ύλης. Με τη δραστηριότητα αυτή άρχισαν να ασχολούνται και πρώην έμποροι ειδών υγιεινής και πλακιδίων, ακόμη και έμποροι αυτοκινήτων, που έχουν μετατρέψει τις μάντρες τους σε αποθηκευτικούς χώρους ξυλείας. Ακόμη και αγρότες χρησιμοποιούν πλέον εκτάσεις τους, για να στοιβάξουν καυσόξυλα.
«Καθημερινά δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις πώλησης καυσόξυλων, γιατί βλέπουν ότι δεν υπάρχει άλλη δουλειά με έσοδα. Ειδικά οι μάντρες υλικών οικοδομών βάζουν και ξύλα, αφού πουλούν περισσότερο», περιγράφει στη «ΜτΚ» ο Μιχάλης Ισαακίδης, πρόεδρος του σωματείου ξυλέμπορων Δράμας. «Φτάσαμε στο σημείο στην Ελλάδα να γίνονται καυσόξυλα τα χοντρά ξύλα, δηλαδή κορμοί οι οποίοι γίνονταν έπιπλα και παλέτες, διότι έκλεισαν οι περισσότερες βιοτεχνίες επίπλων», σύμφωνα με τον ίδιο. Η αύξηση των εμπόρων καυσόξυλων ωστόσο δεν συνεπάγεται και επάρκεια σε ξυλεία, οι μεγαλύτερες ποσότητες της οποίας προέρχονται από τη Βουλγαρία. «Το 90% των καυσόξυλων που θα κάψει η Ελλάδα φέτος προέρχεται από τη Βουλγαρία. Δυστυχώς, ενώ έχουμε πολλά δάση και καλή ξυλεία, δεν διατίθενται κονδύλια για υλοτομία, δεν υπάρχει υποδομή και τα δασαρχεία υπολειτουργούν, αφού δεν έχουν ούτε πετρέλαιο να βάλουν στα τζιπ και να πάνε στα δάση οι υπάλληλοι. Έτσι δεν κόβει κανένας ξύλα και οι υλοτόμοι μας είναι άνεργοι, δουλεύουν μόνο τρεις μήνες το χρόνο. Μόνιμα μας λέει η πολιτεία ότι δεν υπάρχουν πιστώσεις», αναφέρει ο κ. Ισαακίδης. Σημειώνεται ότι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εφαρμόζει ευρωπαϊκό μέτρο για την επιχορήγηση μικρών επιχειρήσεων που ασχολούνται με τη δασοκομία και την υλοτομία σε ποσοστό 65% της επένδυσης αναβάθμισης υποδομών. Η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων από τους ενδιαφερόμενους λήγει στις 19 Οκτωβρίου.

Έλλειψη καυσόξυλων, αύξηση τιμών
Οι τεράστιες ποσότητες καυσόξυλων που εισάγονται από τη Βουλγαρία προκάλεσαν πρόβλημα στο γειτονικό κράτος, το οποίο, αν συνεχίσει τις εξαγωγές, θα αδυνατεί να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες. Έτσι «οι Βούλγαροι άρχισαν πλέον να διαμαρτύρονται ότι δεν θα έχουν ξύλα και θα σταματήσουν για ένα χρονικό διάστημα τις εξαγωγές. Θα εξετάσουν την εγχώρια ζήτηση και, εφόσον καλυφθεί η αγορά τους, τότε μόνο θα μπορούμε να ξαναπάρουμε ξύλα», εξηγεί ο κ. Ισαακίδης. Ωστόσο μεγάλες ποσότητες καυσόξυλων από τη Βουλγαρία δεν είναι καλής ποιότητας, γι’ αυτό οι έμποροι προτιμούν προϊόντα από τα νότια της χώρας, τη Μαύρη Θάλασσα και την περιοχή Μπουργκάς. Οι ειδικοί πάντως συστήνουν στους καταναλωτές να προτιμούν την ελληνική ξυλεία, παρότι είναι ακριβότερη, και να ελέγχουν τα παραστατικά προέλευσης.
Καυσόξυλα εισάγονται στη χώρα μας και από την Αλβανία αλλά μόνο στις περιοχές των Ιωαννίνων και της Άρτας, ενώ έμποροι διαθέτουν ξυλεία και από τη Σερβία.
Η προβλεπόμενη έλλειψη καυσόξυλων έχει προκαλέσει αύξηση των τιμών. Ήδη στη Δράμα από 110 ευρώ που πωλούταν ο τόνος ανέβηκε στα 125, στη Θεσσαλονίκη κυμαίνεται μεταξύ 140 και 150 ευρώ, στη Φλώρινα μεταξύ 90 και 120. «Οι τιμές θα αυξάνονται, όσο δεν υπάρχουν ποσότητες», προειδοποιεί ο κ. Ισαακίδης. Παράλληλα ανησυχητικές διαστάσεις λαμβάνει το φαινόμενο της λαθροϋλοτομίας κυρίως στις περιοχές που διαθέτουν δάση αλλά και σε όσες βρίσκονται στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Οι φούρνοι στη γειτονιά
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης έχει παρατηρηθεί ότι αυξάνεται η κατανάλωση του ψωμιού λόγω του χαμηλού κόστους του. Έτσι τα αρτοποιεία διατηρούν την πελατεία τους και αυξάνεται ο αριθμός των φούρνων στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Το κέρδος από την πώληση του άρτου είναι ελάχιστο, όπως αναφέρουν οι αρτοποιοί, και μειώνεται συνεχώς λόγω της αύξησης της τιμής των αλεύρων. Για το λόγο αυτό εμπλουτίζουν τα καταστήματα με προϊόντα ζαχαροπλαστικής, τα οποία μπορούν να αποδώσουν κέρδος. «Τα περισσότερα καταστήματα που ανοίγουν είναι ζαχαροπλαστεία με παρασκευαστήριο παρά αρτοποιεία. Είναι ένας κλάδος που έχει μία δυναμική ανάπτυξης», αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Νεόφυτος Παπαδόπουλος, πρόεδρος του σωματείου αρτοποιείων Θεσσαλονίκης «Ο Προφήτης Ηλίας». «Το ψωμί δεν έχει κέρδος, καθώς έχει σταθερή τιμή τα τελευταία χρόνια. Απορροφήσαμε όλες τις αυξήσεις και ειδικά τις τελευταίες που γίνονται στα άλευρα, της τάξης του 18%. Στις 15 Οκτωβρίου θα έχουμε νέα αύξηση στα άλευρα, επιπλέον 15% με 20%. Αν δεν πουλήσουμε τα υπόλοιπα είδη, τυρόπιτα, κουλουράκια, είδη ζαχαροπλαστικής, τα μαγαζιά μας δεν θα είναι βιώσιμα», τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος. Στο νομό Θεσσαλονίκης υπάρχουν 650 αρτοποιεία, εκ των οποίων τα 460 εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος, με τον αριθμό των εργαζομένων να ξεπερνά τα 2.000 άτομα. Συνολικά στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 133.000 οικογενειακοί φούρνοι.

Ο τσαγκάρης και η μοδίστρα
Σε άλλες περιόδους ένα ξεκόλλημα της σόλας αρκούσε, για να αγοράσει κάποιος ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Σήμερα οι συνήθειες άλλαξαν και οι πολίτες προσπαθούν να διατηρήσουν σε καλή κατάσταση τα παπούτσια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έτσι τα τσαγκαράδικα έχουν αναβιώσει, με την επιστροφή στο επάγγελμα και κάποιων παλιών τεχνιτών. Επίσης έχουν δημιουργηθεί αλυσίδες καταστημάτων επιδιορθώσεων παπουτσιών με πρόσθετες παροχές κατασκευής κλειδιών. Οι πολίτες πηγαίνουν τα παλιά τους παπούτσια, για να αλλάξουν σόλα, τακούνια, ακόμη και χρώμα, ώστε να φαίνονται σαν καινούργια. Ωστόσο οι τσαγκάρηδες παραπονιούνται ότι δεν έχουν κέρδος. «Με τη φορολογία που έχουμε, τα ενοίκια, τις ασφαλιστικές εισφορές, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Έρχεται κόσμος, αλλά κάνει παζάρια ακόμη και για ένα μικρό κόλλημα σόλας», σημειώνει ο Αλέξανδρος Δούμας, τσαγκάρης εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Εκτός από τους τσαγκάρηδες πλέον αναζητούνται ράφτες και μοδίστρες για επιδιορθώσεις ρούχων. Τα ραφεία αναβίωσαν, ενώ πολλές γυναίκες που γνωρίζουν την τέχνη εργάζονται στο σπίτι. «Κυρίες που έχουν στην ντουλάπα παλιά ρούχα, τα οποία δεν φορούσαν, έρχονται και τα επιδιορθώνουμε, τα τροποποιούμε. Δεν υπάρχουν χρήματα για καινούργια ρούχα. Οι μητέρες φροντίζουν και για τα παιδιά, για παράδειγμα στενεύουμε και κονταίνουμε ένα παντελόνι του μεγάλου γιου, για να το φορέσει ο μικρός», περιγράφει η Αγγελική Παπαδοπούλου, μοδίστρα.