Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Η απόφαση της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Αμερικανικής Βουλής να στείλει στην ολομέλεια του σώματος την πρόταση για αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας έχει φέρει, εκ νέου, στην επιφάνεια το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται στις ΗΠΑ ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πολιτικοποίηση της Ιστορίας. Κατά το παρελθόν, το ζήτημα της Αρμενικής Γενοκτονίας απασχόλησε ακόμη τρεις φορές την Αμερικανική βουλή. Το 1975 και το 1985, παρόμοια ψηφίσματα της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων για αναγνώριση της Γενοκτονίας απερρίφθησαν από την ολομέλεια, ενώ το 2000 η πρόταση (Η.Res.596) απεσύρθη αιφνιδίως από τον τότε πρόεδρο της Βουλής, Ντένις Χάστερτ, για να αποκαλυφθεί αργότερα (2005) από την πρώην υπάλληλο του FBI, Σιμπέλ Έντμοντς, μέσω ηχητικών ντοκουμέντων που προήλθαν από παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ότι ο πρόεδρος της Αμερικανικής Βουλής έλαβε το ποσό των 500.000 δολαρίων, υπό τη μορφή της εισφοράς για την προεκλογική του εκστρατεία, προτού προχωρήσει στην απόσυρση της πρότασης. Αυτή η αλυσίδα πολιτικοδιπλωματικής συμπεριφοράς από τις Αμερικανικές κυβερνήσεις είναι στενά συνυφασμένη με την, από δεκαετίες, συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να αποτρέψει, τη μοιραία για την ίδια, αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας από την Ουάσιγκτον. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η δεύτερη γενιά των Αρμενίων που επεβίωσαν της γενοκτονίας του 1915 άρχισε μία συντονισμένη προσπάθεια σε δύο κυρίως πεδία: στην συστηματική οργάνωση κάθε Απρίλιο ανοιχτών εκδηλώσεων, που δεν περιορίζονταν μόνο στους κύκλους των Αρμενίων, (πολιτικών μνημοσύνων, διαλέξεων κτλ.) για τη Γενοκτονία και στην προβολή των ιστορικών τεκμηρίων της (με την επανέκδοση παλαιότερων έργων ή την κυκλοφορία νέων). Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ολοκληρώθηκε ο εξοβελισμός από τα σχολικά βιβλία της χώρας της αρμενικής παρουσίας από την ιστορία της Μικράς Ασίας, ακόμη και της βυζαντινής περιόδου. Από την άλλη, γενικεύτηκε η ηρωοποίηση των Νεότουρκων που ενέχονταν στη Γενοκτονία, ιδιαίτερα του πρωτεργάτη της Ταλαάτ Πασά. Στο εξωτερικό οι τουρκικές αντιδράσεις αρχικά απέβλεπαν στη ματαίωση του επίσημου χαρακτήρα των αρμενικών εκδηλώσεων του Απριλίου, ώστε να επανέλθουν στην προγενέστερη περιθωριοποίησή τους στον μικρόκοσμο των παροικιών. Το πιο σημαντικό βήμα που επεχειρήθη από την Άγκυρα ήταν η τακτική των κατευθυνόμενων κρατικών ιστορικών εκδόσεων που διοχετεύονταν σε δημοσιογραφικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους προκειμένου να εξουδετερωθεί η ευρεία γνωστοποίηση των τεκμηρίων της Γενοκτονίας. Επίσης, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι αρμενικές πρωτοβουλίες χαρακτηρίσθηκαν «ελληνικές μηχανορραφίες» που απέβλεπαν να πλήξουν την διεθνή εικόνα της Τουρκίας. Η ιστοριογραφική αντεπίθεση συνεχίστηκε τη δεκαετία του '70 με «ανεπίσημες» πια εκδόσεις τούρκων ιστορικών (Karal, Uras, Sonyel κ.ά.), που συνδυάζουν τις διαθέσιμες σε αυτούς οθωμανικές πηγές με σαφώς επιλεγμένες δυτικοευρωπαϊκές αρχειακές μαρτυρίες. Στηριζόμενη η Άγκυρα στην επιχειρηματολογία των έργων αυτών ¬ σε συνδυασμό βέβαια με άλλες διπλωματικές μεθοδεύσεις της ¬ κατάφερε να επιτύχει το 1978 την τελική απάλειψη μιας καθαρά ιστορικής αναφοράς στις αρμενικές σφαγές που είχε περάσει στις εισηγήσεις της Υποεπιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ το 1973 και το 1975. Σε αντιστάθμισμα, οι Αρμένιοι προσέφυγαν στο Διαρκές Δικαστήριο των Λαών, το οποίο, ύστερα από καταθέσεις ιστορικών και νομικών, κατέληξε το 1984 σε μια απόφαση που δικαιώνει τους «ενάγοντες». Η απόφαση αυτή είχε συμβολικό μόνο χαρακτήρα. Οι πιο συστηματικές προσπάθειες τις Άγκυρας, προκειμένου να επιβάλει την τουρκική εκδοχή όσον αφορά την ιστορία της Γενοκτονίας, έγιναν στις ΗΠΑ. Θεωρώντας ότι η εγχώρια ιστοριογραφία επέφερε κορεσμό και άρχισε να γελοιοποιείται, στράφηκε σε δαπανηρότερες αλλά λυσιτελέστερες μεθοδεύσεις: με γενναιόδωρες χορηγίες ¬ μέσω του ιδρυμένου για τον σκοπό αυτό, από το 1982, Ινστιτούτου Τουρκικών Σπουδών της Ουάσιγκτον ¬ επιχορήγησαν πολλά ερευνητικά προγράμματα και «υπηρεσίες» δεκάδων καθηγητών της οθωμανικής και σύγχρονης τουρκικής και Ιστορίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Τα κέρδη της επένδυσης αυτής δεν άργησαν να φανούν: όταν τον Απρίλιο του 1985 οι Αρμένιοι προσπάθησαν να επιτύχουν απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου η οποία να καθιέρωνε την 24η Απριλίου ως ημέρα μνήμης των θυμάτων της αρμενικής γενοκτονίας, 69 επιστήμονες, που εκπροσωπούσαν 47 ακαδημαϊκά ιδρύματα των ΗΠΑ, απηύθυναν ¬ με πληρωμένες καταχωρίσεις στους «New York Times» και στη «Washington Post» ¬ ανοιχτή δήλωση προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων ζητώντας την απόρριψη μιας τέτοιας απόφασης. Το βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι τα γεγονότα της «υποτιθέμενης» Γενοκτονίας (alleged genocide) ήταν αμφιλεγόμενα· συνεπώς η εκτίμησή τους ανήκε μόνο στους αρμόδιους ιστορικούς, δηλαδή στους ίδιους, που αυτοαναγορεύονταν σε καθαυτό ειδικούς για το θέμα. Με άλλα λόγια υποστήριζαν ότι η απόφαση του Κογκρέσου θα ήταν καθαρώς πολιτική για ένα θέμα που μόνο επιστήμονες θα μπορούσαν να αποφασίσουν. Στην τελική απόρριψη του αρμενικού αιτήματος (που επαναλήφθηκε και το 1987) συνετέλεσε βέβαια η παρέμβαση της τότε κυβέρνησης Ρήγκαν και των μανδαρίνων του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, που αιτιολογήθηκε με τις πασίγνωστες πια και στερεότυπες αναφορές στην προστασία των αμερικανικών συμφερόντων, στον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή κ.ά. Ωστόσο τα δημοσιεύματα εκείνα λειτούργησαν ως άλλοθι πολλών μελών του Κογκρέσου που απέσυραν την υποστήριξή προς τη φιλοαρμενική πρόταση.