Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Ημέρα μνήμης: Οι διωγμοί και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού του Πόντου. Μαρτυρία Χαράλαμπου Μητσόγλου


Παραθέτουμε ένα μέρος της αφήγησης του Χαράλαμπου Μητσόγλου όπως αυτή καταγράφηκε στο βιβλίο του συγγραφέα Χρήστου Γιαννακίδη με τίτλο Μαρτυρίες: Από τον ξεριζωμό στον εμφύλιο και την κατοχή.


«Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων, οι Τούρκοι κάλεσαν να πάνε οι δικοί μας στρατιώτες. Δυο γαμπρούς δικούς μας τους πήραν και τους πήγαν στην περιοχή της Τοκάτης και εκεί τους σκότωσαν και τους έριξαν στη θάλασσα, γιατί δεν ήθελαν να υπηρετήσουν τον τουρκικό στρατό. Οι Τούρκοι τους είπαν: «Καθαρίσαμε το σιτάρι από τα μαύρα, αλλά ακόμα υπάρχουν πέτρες». Εννοούσαν ότι καθαρίζουμε τους Έλληνες, αλλά υπάρχουν και άλλοι. Το 1916 φεύγουμε από το χωριό και πάμε στα βουνά μέχρι το 1918.

 Όταν βγήκαμε για πρώτη φορά στο βουνό είχε άφθονα φρούτα και χόρτα, έτσι ζούσαμε. Φτιάχναμε πρόχειρες καλύβες και όταν έρχονταν οι Τούρκοι φεύγαμε σε άλλη περιοχή και πάλι φτιάχναμε άλλες καλύβες. Βάζαμε τρία ξύλα με τσατάλες και επάνω ρίχναμε φτέρες. Στο πολύ κρύο και το χιόνι κοιμόμασταν τέσσερα άτομα μαζί με τα πόδια στο κέντρο για να ζεσταινόμαστε. Το 1918 κατεβήκαμε από τα βουνά. Την περίοδο εκείνη οι Τούρκοι έψαχναν να σκοτώσουν τον καπετάνιο Αντών Τσαούς (Αντώνης Χατζηελευθερίου). Μια μέρα πήγα με τον πατέρα μου στη Σαμψούντα, μείναμε το βράδυ εκεί και το πρωί καθόμασταν έξω στην αυλή εγώ και ο πατέρας μου. Έρχεται ένας τσανταρμάς, χωροφύλακας, και λέει στον πατέρα μου, «γκιαούρ –έτσι μας έλεγαν– γνωρίζεις τον Αντών Τσαούς;». «Πώς δεν γνωρίζω, λέει ο πατέρας μου, έρχεται στο σπίτι μου, τρώει, πίνει και φεύγει». Ο χωροφύλακας μαζί με τον πατέρα μου πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί του έδειξαν ένα κεφάλι. «Αυτό είναι του Αντών Τσαούς;» τον ρώτησε. «Ναι», είπε ο πατέρας μου. Τον είχε προδώσει ο κουμπάρος του για να πάρει τις λίρες από την επικήρυξη που είχαν εκδώσει οι Τούρκοι για τη σύλληψή του. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο χωριό. Εκεί ο κόσμος έκλαιγε και έλεγε, «τον Αντών σκότωσαν, τον Αντών σκότωσαν». Μετά, δεν πάει πολύς καιρός, διαταγή δίνεται να πάμε σε συγκέντρωση. Εκεί κοντά ήταν ένα χωριό, το έλεγαν Σούρμελο, ελληνικό χωριό, είχε αστυνομία. Όποιος έρθει στην αστυνομία, έλεγε η διαταγή, δεν θα τον σκοτώσουμε. Όποιον όμως δεν θα έρθει, θα στείλουμε εξορία. Στην εξορία, μέχρι που θα πας νηστικός και φτάνοντας σε μια γέφυρα που περνά ποτάμι με πολύ νερό, ρίχνουν τα ρούχα σου και τα πράγματά σου και ό,τι άλλο έχεις μαζί σου. Εμείς δεν πήγαμε, αν και ήταν κοντά τα χωριά μας. Πήγε πολύς κόσμος με παιδιά, οικογένειες. Όσοι δεν πήγαν στο Σούρμελο έφυγαν στην πόλη, την Μπάφρα. Ο γαμπρός μου, ο Λευτέρης Κιοσέογλου, με την αδελφή μου τη Δέσποινα, πήραν το κάρο με τα βόδια και ένα βουβάλι και πήγαν στην Μπάφρα. Εκεί βρήκε μια γνωστή, τη χήρα τη Δέσποινα, η οποία μετά ήρθε στην Ελλάδα, έζησε και πέθανε στο χωριό Προφήτη. Του είπε: «Λευτέρη, σήκω και φύγε. Τα μπουντρούμια είναι μέχρι το ταβάνι γεμάτα σκοτωμένους». Παίρνουν την απόφαση το βράδυ να φύγουν. Το απόγευμα αρμέγουν το βουβάλι και τρώνε. Μόλις βραδιάζει, ξεκινούν να φύγουν, όμως η αγωνία τους ήταν πώς θα περά[1]σουν τα φυλάκια. Για καλή τους τύχη, εκείνο το βράδυ έβρεχε και τα φυλάκια ήταν άδεια. Πέρασαν το ένα χωριό μετά το άλλο χωρίς να βρουν εμπόδια. Όλα τα χωριά καμένα και ερειπωμένα. Φτάνουν στο χωριό Σούρμελο. Εκεί ο γαμπρός μου ακούει βογκητά. Λέει στην αδελφή μου τη Δέσποινα, «εσύ στάσου εδώ να πάω να δω τι είναι αυτό που ακούγεται». Δεν ήξερε τι είχε προηγηθεί. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει σκοτωμένους όλους τους άνδρες που είχαν μαζέψει. Ακόμα υπήρχαν άνθρωποι που ψυχορραγούσαν ανάμεσα στους σκοτωμένους. Με θερι[1]στική βολή σκότωσαν όλους τους άνδρες. Τους είπαν ψέματα ότι δεν θα τους πειράξουν. Φεύγουν γρήγορα για το χωριό, πριν τους δουν οι Τούρκοι. Φτάνουν στο χωριό. Όλα ήταν νεκρά. Ο κόσμος είχε φύγει στα βουνά. Στο Σούρμελο, όπως μάθαμε, τις γυναίκες και τα παιδιά τα έβαλαν στα σπίτια και τους έκαψαν. Το 1918 κατεβήκαμε από τα βουνά και τον ίδιο χρόνο πάλι πήγαμε στα βουνά και κατεβήκαμε το 1921, δεν μπορούσαμε να αντέξουμε άλλο από την πείνα. Τον τελευταίο μήνα κατέβηκα με την αδελφή μου την Αναστασία και την ανιψιά μου τη Θεοδώρα στο χωριό. Φτάνοντας στο ποτάμι κοντά σε μια πέτρα βρήκαμε μια χελώνα. Την πήραμε και την φάγαμε. Ο κόσμος πέθαινε στα βουνά από την πείνα. Φύγαμε και πήγαμε στην πόλη, την Μπάφρα. Όσοι πήγαν λίγες ημέρες νωρίτερα από εμάς και φάγανε ψωμί και όσπρια πέθαναν, γιατί τα έντερά τους από την πείνα είχαν κολλήσει. Εκεί δουλεύαμε σε διάφορες δουλειές σε Τούρκους, μέχρι το 1924. Πώς φύγαμε από την Μπάφρα Από την Μπάφρα φύγαμε για τη Σαμψούντα με κάρο, το οποίο είχαμε αγοράσει εμείς μαζί με τον ξάδελφό μας, τον Ανέστη Κωνσταντινίδη. Οι μεγάλοι σε ηλικία άνδρες αγόρασαν ρούχα όπως αυτά που φορούσαν οι μουσουλμάνοι, για να μην τους γνωρίσουν και να φτάσουν στη Σαμψούντα κρυφά, γιατί οι Τούρκοι θα τους σκότωναν. Φτάσαμε στο λιμάνι στη Σαμψούντα και ανεβήκαμε στο πλοίο και ήρθαμε στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη.

Πώς ζούσαμε στον Πόντο

Με ρωτούν πώς ζούσαμε εκεί στην Πατρίδα, στον Πόντο. Εμείς ζούσαμε εκεί πολύ καλά. Ασχολούμασταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σπέρναμε καλαμπόκια, σιτάρια και καπνά. Είχαμε τα καλύτερα καπνά της Μπάφρας. Στο χωριό μας κοντά είχαμε και τέσσερις οικογένειες Τούρκων. Την Κυριακή, μετά την εκκλησία, έρχονταν και μαζί τρώγαμε και πίναμε. Στην αρχή με τους Τούρ[κους ήμασταν καλά. Όταν άρχισαν οι διωγμοί, άρχισαν και τα προβλήματα. Το μεγάλο κακό έγινε όταν μια γυναίκα Ελληνίδα πρόδωσε στην αστυνομία τη νύχτα που πήγαιναν οι Έλληνες να πάρουν από τους Ρώσους όπλα. Η γυναίκα αυτή είπε στην αστυνομία ότι ο Αντών Τσαούς εφοδιάζεται με όπλα στο τάδε σημείο. Πήγε ο τούρκικος στρατός και έγινε μεγάλη μάχη. Ανάμεσα στην Μπάφρα και τη Σαμψούντα υπάρχει ένα ποτάμι. Από την πλευρά της Σαμψούντας όλα τα χωριά οι Τούρκοι τα έκαψαν. Τα ζώα των Ελλήνων τα σκότωναν και τα έτρωγαν. Μια μέρα σκότωσαν ένα ζώο και έφεραν στο δικό μας μαγαζί ένα μπούτι, το ψήσανε και το φάγανε. Εκεί ήμουν εγώ και ο Λευτέρης Τακματζίδης, ο οποίος ήταν πιο μεγάλος από εμένα. Τον έβαλαν να τραγουδήσει. Είχε καλή φωνή. Το χωριό του Λευτέρη, το Κετμέ, ήταν το πρώτο που έκαψαν οι Τούρκοι, γιατί ήταν κοντά εκεί που έγινε η προδοσία με τα όπλα. Από το 1916 ξεκίνησαν οι διωγμοί και συνέχεια φεύγαμε στα βουνά. Μια μέρα, θυμάμαι, όργωνα με τα βουβάλια με ξύλινο αλέτρι και κατά τις τρεις με τέσσερις το απόγευμα βλέπω άλογα να περνάνε από τον δρόμο. Ήταν ο Τοπάλ Οσμάν με τα παλικάρια του. Σταμάτησε στην άκρη του χωριού. Εκεί όργωνε ο πατριώτης μας ο Ανανίας. Αυτός βοηθούσε πολύ τον κόσμο που ήταν στο βουνό, με τρόφιμα. Τον πιάνουν και με το ξίφος τον σκοτώνουν, αφού για ώρα τον βασάνισαν. Εγώ ήμουν κρυμμένος και τα έβλεπα όλα. Τι να σου πω! όπου περνούσε έκαιγε και σκότωνε. Όλα τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας της Μπάφρας τα έκαψε. Μεγάλο κακό μάς έκαναν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι καλούσαν τους νέους να πάνε φαντάροι, τους μάζεψαν στο Ερζερούμ και όσοι αρνιόνταν τους εκτελούσαν. Εγώ έχασα δυο γαμπρούς. Κάλεσαν να πάει φαντάρος και τον μεγάλο μου αδελφό. Υπήρχε διαταγή, όσοι πληρώσουν δεν θα πάνε φαντάροι. Πήγε στη Σαμψούντα, πλήρωσε 600 λίρες και ήρθε πίσω. Στη συνέχεια πήγε ο συμπέθερός μας, πλήρωσε και αυτός, αλλά μέχρι να έρθει από την Μπάφρα στο χωριό μας τον σκότωσαν. Και πλήρωσε και τον σκότω[1]σαν. Τον μεγάλο μου αδελφό τον σκότωσαν όταν το 1921 κατεβήκαμε από τα βουνά. Κατεβαίνοντας και περνώντας από ένα τούρκικο χωριό, το Ρένγγελου, ένας Τούρκος ζήτησε να πάει ο αδελφός μου να δουλέψει κουβαλώντας κοπριά. Πού να φανταστεί ότι θα τον σκότωναν. Αν καταλάβαινε κάτι κακό, θα έφευγε για την Μπάφρα, κοντά ήταν. Εμείς για δυο χρόνια πήγαμε σε αυτό το χωριό και φυτέψαμε καπνά. Εκεί είδαμε τα ρούχα του αδελφού μου να τα φορεί ένας Τσερ[1]κέζος. Σκότωσε τον αδελφό μου για να πάρει τα ρούχα του. Αυτά τα μάθαμε μετά. Την ημέρα που ήταν να φύγουμε για την Μπάφρα ήρθε πολύς στρατός στην περιοχή. Πήγε ο στρατός και στο χωριό που ήταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, η μικρή αδελφή μου, η Δέσποινα, και αδελφός μου ο Γιώργος. Ο πατέρας μου πέ[1]θανε εκεί στο χωριό και οι Τούρκοι τον έθαψαν εκεί. Την υπόλοιπη οικογένεια την πήραν και την πήγαν στη Σαμψούντα. Εκεί τους πήγαν στις φυλακές, μαζί με άλλους Έλληνες. Τους έδωσαν να φάνε ξερά φασόλια χωρίς νερό. Όσοι έφαγαν τα φασόλια πέθαναν, γιατί δεν τους έδιναν νερό και έπαθαν αφυδάτωση. Εκεί πέθανε και η μάνα μου. Τον μικρό τον αδελφό μου, τον Γιώργο, τον σκότωσαν γιατί πήγε να πάρει νερό. Ήταν το σχέδιο για να εξοντώσουν τους Έλληνες.

Γιατί δεν μιλούσαμε ελληνικά

Πριν ξεκινήσουν οι διωγμοί, οι Τούρκοι είχαν στείλει διαταγή να επιλέξουμε γλώσσα ή θρησκεία. Εμείς τη γλώσσα αλλάζουμε, τη θρησκεία δεν την αλλάζουμε. Πηγαίναμε στην εκκλησία και η λειτουργία ήταν στα ελληνικά. Μετά που ήρθε η διαταγή, γίνονταν στα τούρκικα. Τα ίδια λόγια, αλλά στα τούρκικα. Όποιος δεν υπάκουε στη διαταγή, τον σκότωναν».

Χρήστος Γιαννακίδης
emvolimanea.blogspot.com