Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Οι μυστικές πόλεις κάτω από τη Θεσσαλονίκη.

879698759_2.jpg
Πάνω από 100 αρχαιότητες και µνηµεία, από τα προϊστορικά έως τα µεταβυζαντινά χρόνια, βρίσκονται θαµµένα κάτω από την πόλη.

Θαμμένες για αιώνες κάτω από όγκους χωµάτων, ασφαλίζουν µνήµες από περιόδους πλήρους ευηµερίας ή ένδειας, άλλοτε ήρεµες και άλλοτε ταραγµένες, και διηγούνται µικρές και µεγάλες ιστορίες στα έγκατα της γης. Πάνω από 100 -σύµφωνα µε κάποιες πληροφορίες έως και 130- αρχαιότητες και µνηµεία, από τα προϊστορικά έως τα µεταβυζαντινά χρόνια, βρίσκονται θαµµένα κάτω από τη Θεσσαλονίκη, συνθέτοντας «µια πόλη κάτω από την πόλη».

Αρκετοί από αυτούς τους αρχαιολογικούς θησαυρούς έχουν καταχωθεί, άλλοι βρίσκονται σχεδόν καλυµµένοι από χώµατα και θάµνους, αλλά όλα τα κινητά ευρήµατα έχουν µεταφερθεί, καθαριστεί και µελετηθεί. Όλες οι «αρχαιότητες εν υπογείω» δείχνουν ότι σε βάθος µερικών εκατοστών, έως και δεκάδων µέτρων, τεκµηριώνονται επάλληλες φάσεις, που διδάσκουν, παράλληλα µε τις γραπτές πηγές, την ιστορία και τη σηµασία της πόλης, η οποία ιδρύθηκε το 316/315 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο και φέρει το όνοµα της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Θεσσαλονίκης. 
Οι μυστικές πόλεις κάτω από τη Θεσσαλονίκη (pics)
Από τη νεολιθική εγκατάσταση που αποκαλύφθηκε στις αρχές του 1990 στους χώρους της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης -κάτω από το σηµερινό Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης»- και αποτελεί την αρχαιότερη θέση που έχει έως τώρα εντοπιστεί στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, µέχρι την πεντάκλιτη βασιλική, που χρονολογείται στον 5ο µ.Χ. αιώνα, κάτω από τον ναό της Του Θεού Σοφίας, η Θεσσαλονίκη κρατά κρυµµένα µυστικά και θησαυρούς ανυπολόγιστης αξίας.

Στο υπόγειο οικοδοµής στη Χαριλάου έχει βρεθεί µακεδονικός τάφος, στη διασταύρωση των οδών Ιασωνίδου και Αρριανού ένα µεγάλο παλαιοχριστιανικό κτίριο, στην Παναγία Ελεούσα βυζαντινή κινστέρνα εντυπωσιακών διαστάσεων, στην πλατεία Αντιγονιδών τµήµα ρωµαϊκών λουτρών µε ψηφιδωτό δάπεδο, στην οδό Απελλού το θέατρο της ρωµαϊκής Θεσσαλονίκης, στην οδό Γρηγορίου Παλαµά ψηφιδωτό µαινάδας µε τύµπανο και ο κατάλογος µοιάζει ατέλειωτος.

«Η Θεσσαλονίκη είναι ένας µεγάλος αρχαιολογικός χώρος, µε αρχαιότητες ιστάµενες και άλλες που έρχονται στο φως, ούσες κρυµµένες. Σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή άλλου τύπου διάσωση, όπως εµφανής διατήρηση ή διατήρηση σε υπόγεια οικοδοµών, προχωράµε στην κατάχωση» λέει στο «Έθνος της Κυριακής» ο προϊστάµενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σκιαδαρέσης, και προσθέτει: «Η κατάχωση είναι µια µορφή διατήρησης αν σκεφτούµε µάλιστα ότι οι αρχαιότητες επανέρχονται στο “περιβάλλον” που βρίσκονταν για αιώνες πριν τις αποκαλύψουµε».

Με αφορµή τις εργασίες για την κατασκευή του µετρό και τις αρχαιότητες που «µπλόκαραν» για κάποια χρόνια το έργο αλλά και πιο πρόσφατα τον θόρυβο που δηµιουργήθηκε µε την κατάχωση -έστω και προσωρινή- του ρωµαϊκού µε υστεροαρχαϊκά στοιχεία ναού της Αφροδίτης στην πλατεία Αντιγονιδών, οι αρχαιολόγοι επισηµαίνουν πως οποιαδήποτε κατάχωση γίνεται πάντα ύστερα από γνωµοδότηση του Τοπικού Συµβουλίου Μνηµείων Κεντρικής Μακεδονίας και σε κάποιες περιπτώσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου.

Τονίζουν επίσης πως επιστηµονικά ο καλύτερος τρόπος προστασίας των αρχαιοτήτων είναι η κατάχωση, διαφορετικά αυτές υφίστανται φυσικές και ανθρωπογενείς φθορές.

Οι καχώσεις

«Οι παράµετροι µιας απόφασης κατάχωσης είναι πολλές και λαµβάνονται υπόψη κατά περίπτωση η κατάσταση και η έκταση διατήρησης των αρχαιοτήτων. Αν δηλαδή είναι “λίγες”, φθαρµένες και ευπαθείς, η κατάχωση είναι µονόδροµος. Επίσης το µεγάλο βάθος ανεύρεσης, η ανάβλυση υπόγειων υδάτων, η πολιτιστική και η επιστηµονική σηµασία των αρχαιοτήτων, αν λ.χ. ένας τοίχος δεν µπορεί να συσχετιστεί µε κάποιο γνωστό κτίσµα, τότε επιλέγεται η κατάχωση» µας λέει ο προϊστάµενος του τµήµατος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της ΕΦΑΠΟΘ, Αστέριος Λιούτας.

Πλήθος αρχαιογνωστικού υλικού χάθηκε ήδη από τα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια, όταν η Θεσσαλονίκη γνώρισε µια έντονη οικιστική ανάπτυξη. Μεγάλος αριθµός οικοπέδων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος καλύφθηκε από σύγχρονη δόµηση, έπειτα από... µάχη µεταξύ αρχαιολόγων και εργολάβων και επικράτηση των δεύτερων.

«Στη µάχη αυτή διατηρήθηκαν εν υπογείω αρκετά ερείπια – το πιο σηµαντικό, κατά τη γνώµη µου, είναι τµήµα του ιερού παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου µ.Χ. αιώνος, που διατηρήθηκε στο υπόγειο µιας πολυκατοικίας πίσω από την Αγία Σοφία. Το ίδιο ισχύει για τµήµα των θαλασσίων τειχών. Υπόγεια διατηρούνται και αρκετά ναΰδρια και αγιάσµατα. Μερικά λειτουργούν ακόµη. Ξεχωριστό κεφάλαιο είναι οι κινστέρνες (Μονής Βλατάδων, Αγίων Αποστόλων) και αγιάσµατα (Προδρόµου, Αγίου ∆ηµητρίου) που δίνουν µια τρισδιάσταση αίσθηση των παλαιών χρόνων» αναφέρει στο «Εθνος της Κυριακής» ο αρχιτέκτονας και επί σειρά ετών αναστηλωτής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Πάνος Θεοδωρίδης, και συµπληρώνει: «Ενας άτλαντας αυτής της κληρονοµιάς, που θα συγκέντρωνε τις ανασκαφές που έγιναν σε όλα τα οικόπεδα που αποτυπώθηκαν πριν από την ανοικοδόµησή τους, µαζί µε τους ανοιχτούς χώρους αλλά και τα ευρήµατα των χαράξεων του µετρό, θα έδινε µια εξαιρετική εικόνα µιας “πόλης κάτω από την πόλη”».

Τα µηχανήµατα του εργολάβου σκόνταψαν το 1992 σε ένα στρώµα αδιατάρακτης αρχαιολογικής επίχωσης, στο σηµείο όπου οικοδοµήθηκε το Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης» και εκεί αποκαλύφθηκε µια άγνωστη µέχρι τότε νεολιθική εγκατάσταση, που αποτελεί έως σήµερα το πρωιµότερο δείγµα εγκατάστασης στον µυχό του Θερµαϊκού Κόλπου.

Χρονολογείται στη Μέση και Νεότερη περίοδο της Νεολιθικής Εποχής και ερευνήθηκε µια έκταση περίπου 800 τ.µ. Εντοπίστηκαν λάκκοι διαφόρων σχηµάτων και µεγεθών, επιχώσεις µε πέτρες, διαλυµένα οικοδοµικά υλικά, µεγάλη ποσότητα κεραµικής, πολλά λίθινα -απολεπισµένα κυρίως εργαλεία, πολλά όστρεα και οστά ζώων.

Ένας λάκκος ήταν γεµάτος από τριβεία και τριπτήρες, γεγονός που παραπέµπει σε οικοτεχνικές δραστηριότητες, ενώ η κεραµική ήταν στη µεγαλύτερη ποσότητά της µονόχρωµη καστανή µε µέτρια ποσότητα στίλβωσης και µέτρια διατήρηση και από τα σχήµατα επικρατούν φιάλες µε όρθια ή κεκλιµένα τοιχώµατα.

Η οικοδόµηση µιας πολυκατοικίας στην οδό Δεινοκράτους στη Χαριλάου έφερε στο φως έναν µακεδονικό τάφο που χρονολογείται στο τέλος του 3ου - αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, συληµένο από την αρχαιότητα. Η ανασκαφή έδειξε ότι πρόκειται για µονοθάλαµο τάφο µε τρεις κλίνες-σαρκοφάγους από πωρόλιθο, σε διάταξη Π.

Στο εσωτερικό της αριστερής κλίνης σώθηκαν υπολείµµατα ξύλινου φορείου, στο οποίο είχε εναποτεθεί η νεκρή, ενώ στα κτερίσµατα περιλαµβάνονταν ένα πήλινο γυναικείο ειδώλιο, δύο αλάβαστρα, υπολείµµατα από επίχρυσο στεφάνι, ένα χρυσό δισκάριο, χάλκινα και σιδερένια εξαρτήµατα, ενώ συγκολλήθηκαν δύο οξυπύθµενοι αµφορείς, πυξίδες και αρκετές δακρυδόχοι.

Στην οδό Απελλού, στην πλατεία Ναυαρίνου, εντοπίστηκε ένα κτίριο θεαµάτων στο οποίο συνδυάζονται δύο τύποι, αυτός του θεάτρου και αυτός του σταδίου. Η παρουσία θεάτρου στη ρωµαϊκή Θεσσαλονίκη µαρτυρείται σε επιγραφές και γραπτές πηγές και η διάρκεια ζωής του υπολογίζεται γύρω στους τρεις αιώνες από το τέλος του 1ου µ.Χ. µέχρι τον 4ο µ.Χ. αιώνα. Το θέατρο-στάδιο της Απελλού παραµένει προς το παρόν ασυντήρητο, καλυµµένο µε άµµο για προσωρινή προστασία.

Κάτω από το σχολείο 

Ενα ανέλπιστο εύρηµα έκρυβε το οικόπεδο στη συµβολή των οδών Ιασωνίδου και Αρριανού στην περιοχή της Ροτόντας, όταν ξεκίνησε η ανέγερση σχολείου στα µέσα της δεκαετίας του 1990 – νωρίτερα υπήρχε κτίριο που κατεδαφίστηκε, καθώς είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από τον σεισµό του 1978.

Στο οικόπεδο αποκαλύφθηκε τµήµα του πολεοδοµικού ιστού της πόλης, µε κτίριο των παλαιοχριστιανικών χρόνων, µε δωµάτια, στοές και αίθρια, ορθοµαρµαρώσεις, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Για τους αρχαιολόγους είναι άγνωστο ακόµη αν πρόκειται για κοσµική κατοικία ή εκκλησιαστικό κτίριο, ο χώρος ωστόσο διαµορφώθηκε και είναι επισκέψιµος στο υπόγειο του σχολικού κτιρίου.

Από τα πιο σπουδαία µνηµεία που είναι καταχωµένα θεωρείται η πεντάκλιτη βασιλική κάτω από τον σηµερινό ναό της του Θεού Σοφίας, η µεγαλύτερη εκκλησία της πόλης κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Το µήκος της έφτανε τα 115 µέτρα, το πλάτος της τα 53 και χρονολογείται στον 5ο µ.Χ. αιώνα, ενώ καταστράφηκε από σεισµό το 620 µ.Χ.

Στην ανασκαφή που έγινε το 1961-1962 βρέθηκε µέρος της κόγχης του ιερού, καθώς και τµήµατα των θρόνων των ιερέων που διατηρούνται στο υπόγειο πολυκατοικίας, ενώ ένα τµήµα της διατηρείται στην αυλή της κρύπτης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόµου.

Οι κινστέρνες (δεξαµενές νερού) αποτελούν µια ειδική κατηγορία µνηµείων για τη Θεσσαλονίκη. Μια βυζαντινή κινστέρνα µε κίονες και σταυροθόλια, µέσα στην οποία υπάρχει πηγή αγιάσµατος, διασώζεται στο υπόγειο του Ιερού Ναού Παναγία Ελεούσα στην οδό Τσιµισκή.

Η κινστέρνα είναι θεµελιωµένη σε φυσικό βράχο και χωρίζεται σε 8 διαµερίσµατα, σε δύο σειρές µαρµάρινων κιόνων. Η δεξαµενή αυτή αποτελούσε έναν από τους πολλούς ενδιάµεσους κόµβους συγκέντρωσης και αναδιανοµής νερού, στο δίκτυο ύδρευσης της υστεροβυζαντινής Θεσσαλονίκης και σήµερα είναι επισκέψιµη.

Μαρία Ριτζαλέου
.ethnos.gr