Εφιαλτικές χαρακτηρίζονται οι επιπτώσεις για την πόλη σε περίπτωση σεισμού μεγέθους άνω των 6 Ρίχτερ
Ευάλωτη είναι η Θεσσαλονίκη στο ενδεχόμενο μελλοντικών ισχυρών σεισμών, καθώς ο βαθμός τρωτότητας μεγάλου αριθμού κτιρίων, δικτύων κοινής ωφέλειας και υποδομών χαρακτηρίζεται από τους επιστήμονες ως “μη αμελητέος”.
Ένας σεισμός αντίστοιχου μεγέθους εκείνου του 1978, δηλαδή 6,5 Ρίχτερ, θα επιφέρει μεγαλύτερες ζημιές, καθώς το πολεοδομικό συγκρότημα έχει παλαιότερα και πιο επιβαρημένα κτίρια, περισσότερες πυκνοδομημένες περιοχές και πεπαλαιωμένα δίκτυα κοινής ωφέλειας. Το 70% των οικοδομών είναι παλιές, δεν είναι χτισμένες με τον καινούργιο αντισεισμικό κανονισμό. Οι παρεμβάσεις που γίνονται από την πολιτεία για την αντισεισμική θωράκιση δημόσιων κτιρίων είναι αποσπασματικές, ενώ οι ιδιώτες φαίνεται να αδυνατούν να αναλάβουν το οικονομικό κόστος αναβάθμισης των οικοδομών. Οι προσεισμικοί έλεγχοι που ξεκίνησαν σε δημόσια κτίρια, νοσοκομεία, σχολεία, από το 1999 δεν έχουν ολοκληρωθεί αν και πέρασαν 18 χρόνια.
Το εφιαλτικό συμπέρασμα των επιστημονικών μελετών για τις επιπτώσεις ενός σεισμού άνω των 6 Ρίχτερ στη Θεσσαλονίκη δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού στους αρμόδιους κυβερνητικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς. Σε περίπτωση επανάληψης του φαινόμενου του 1978, εκτιμάται ότι θα προκληθούν εκτεταμένες ζημιές σε κτίρια και γέφυρες, στο λιμάνι και τις προβλήτες του, αποκλεισμοί δρόμων, ζημιές στο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, ενδεχόμενη μεγάλη πυρκαγιά στα διυλιστήρια, καθιζήσεις μεγάλου μεγέθους. Αυξημένες ζημιές θα παρατηρηθούν στα συνηθισμένα κτίρια των νοτιοανατολικών προαστίων Θεσσαλονίκης, σε κτίρια στον κεντρικό δήμο Θεσσαλονίκης και στους Αμπελόκηπους. Οι περισσότερες καθιζήσεις εδάφους θα σημειωθούν στη δυτική παράκτια ζώνη του κόλπου της Θεσσαλονίκης και στις παράκτιες περιοχές των δήμων Μίκρας και Θερμαϊκού.
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα συμπεράσματα του ερευνητικού προγράμματος SRM-LIFE που χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και εκπονήθηκε από 35 φορείς υπό το συντονισμό του Εργαστηρίου Εδαφομηχανικής, Θεμελιώσεων και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής του ΑΠΘ, με επικεφαλής τον καθηγητή Κυριαζή Πιτιλάκη και συνεργάτη τον καθηγητή Σωτήρη Αργυρούδη. Επίσης στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος SYNER-G για τη σεισμική τρωτότητα και διακινδύνευση της Θεσσαλονίκης οι επιστήμονες εξέτασαν διάφορα σενάρια για την εκδήλωση σεισμού σε διαφορετικά σημεία -ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νότια της πόλης. Το σενάριο για σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ και με 10% πιθανότητα να συμβεί στα επόμενα 50 χρόνια, σύμφωνα με τα διεθνή μοντέλα, προβλέπει 100 με 200 θανάτους εντός των ορίων του κεντρικού δήμου, 100 με 200 σοβαρά τραυματίες, 500 έως 900 τραυματίες εκτός κινδύνου και 4.000 ελαφρά τραυματισμένους με δεδομένο πληθυσμό τους 380.000 κατοίκους. Σε ό,τι αφορά τις ζημιές, αναμένεται το 4% των κτιρίων να χαρακτηριστούν κόκκινα, το 66% κίτρινα και το 30% πράσινα.
“Η γενική εικόνα ισχύει, δηλαδή τα αποτελέσματα της μικροζωνικής μελέτης και των μελετών τρωτότητας κτιρίων, υποδομών με την εκτίμηση της έντασης και κατανομής των αναμενόμενων βλαβών και απωλειών για τα διαφορετικά σεισμικά σενάρια. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι σε τέτοιου είδους μελέτες υπάρχουν αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα διαθέσιμα δεδομένα, π.χ. η θέση ενός παλαιού αγωγού ύδρευσης ή η τυπολογία ενός κτιρίου (υλικά, έτος κατασκευής κτλ.). Επίσης αβεβαιότητες στις μεθόδους και παραδοχές που γίνονται, για παράδειγμα σε μία μελέτη τρωτότητας σε κλίμακα πόλης τα κτίρια, οι γέφυρες κτλ. κατατάσσονται σε επιμέρους κατηγορίες και μελετάται ο κάθε τύπος κτιρίων ή υποδομών ξεχωριστά και όχι το κάθε μεμονωμένο κτίριο ή υποδομή. Σε περίπτωση ενός ισχυρού σεισμού η συμπεριφορά της κάθε κατασκευής μπορεί να διαφέρει από τη θεωρητική μελέτη, καθώς μία κακοτεχνία ή μία αυθαιρεσία (αφαίρεση δομικών στοιχείων κτλ.) στην κατασκευή δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη στις μελέτες τρωτότητας”, εξηγεί στη “ΜτΚ” ο καθηγητής Σωτήρης Αργυρούδης. “Ωστόσο τα αποτελέσματα των μελετών αποτελούν ρεαλιστικά σενάρια, που μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο για τις παρεμβάσεις της πολιτείας προς την κατεύθυνση μείωσης της σεισμικής διακινδύνευσης (προσεισμικές δομικές επεμβάσεις, σχεδιασμός χώρων συγκέντρωσης κοινού, οδοί διαφυγής κτλ.). Η πρόοδος στην τεχνογνωσία και τα υπολογιστικά εργαλεία που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, ειδικά από την ερευνητική ομάδα Εδαφοδυναμικής και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής του ΑΠΘ, με επικεφαλής τον καθηγητή Κ. Πιτιλάκη, συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της αξιοπιστίας αντίστοιχων μελετών. Εξάλλου η Θεσσαλονίκη είναι από τις ελάχιστες πόλεις στην Ευρώπη (αν όχι η μοναδική), που διαθέτει τέτοια στοιχεία και μελέτες αιχμής”, προσθέτει ο ίδιος. Οι μελέτες για τη Θεσσαλονίκη αναμένεται να παρουσιαστούν το 2018, στο 16ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Σεισμικής Μηχανικής, που θα γίνει στην πόλη, 40 χρόνια μετά το σεισμό του 1978.
Οι προβλέψεις των σεισμολόγων
“Δεν έχουμε κάποια ένδειξη ή κάποια στοιχεία για να πούμε ότι έρχεται μεγάλη σεισμική δραστηριότητα. Δεν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι υπάρχει αναγκαιότητα να προχωρήσουν οι φορείς, οι δήμοι, η περιφέρεια σε ελέγχους στα κτίρια. Ο δήμος Θεσσαλονίκης ανέφερε ότι έκανε ελέγχους”, εξηγεί στη “ΜτΚ” ο καθηγητής Σεισμολογίας Μανώλης Σκορδύλης. Ο ίδιος περιγράφει ότι στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης μεγάλοι σεισμοί έγιναν το 1902 στην Άσσηρο, το 1932 στην Ιερισσό και το 1978 στη Βόλβη, και σχολίασε ότι ανάμεσα στους σεισμούς της Ασσήρου και της Ιερισσού μεσολάβησαν 30 χρόνια και σε εκείνους της Ιερισσού και της Βόλβης 46 χρόνια.
Η πρώτη προσπάθεια προσεισμικού ελέγχου δημοσίων κτιρίων ξεκίνησε το 1999 από ομάδα ερευνητών του ΑΠΘ με χρηματοδότηση της τότε δημόσιας περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Ακολούθησε νέο πρόγραμμα ταχύ πρωτοβάθμιου ελέγχου δημοσίων κτηρίων. Σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά οι έλεγχοι είναι ακόμη σε εξέλιξη. Όπως ανέφερε ο ερευνητής του ΙΤΣΑΚ – Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας Βασίλης Λεκίδης σε εσπερίδα που έγινε την περασμένη Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη από το ΤΕΕ/ΤΚΜ “η προσπάθεια που ξεκίνησε με τα έντυπα αυτοψίας του 1978 πήγαινε πολύ καλά, με λογικές φάσεις και στάδια για τον έλεγχο των κτιρίων από πλευράς καταλληλότητας μετά από έναν σεισμό, αλλά στους τελευταίους σεισμούς -10 με 12 χρόνια- άλλαξε το οργανωτικό σχήμα και οι διαδικασίες”. Σήμερα με την ολοκλήρωση του πρωτοβάθμιου ελέγχου που κατατάσσει τα κτίρια σε “κατοικήσιμα” και “μη κατοικήσιμα” ξεκινά ο δευτεροβάθμιος και οριστικός έλεγχος των κτιρίων. “Τα πρώτα έντυπα του ΥΑΣΒΕ ετοιμάστηκαν το 1978 και τυπώθηκαν στην Αθήνα, γιατί δεν λειτουργούσε τίποτα στη Θεσσαλονίκη. Τέλειωσε όλη η διαδικασία καταγραφής τις πρώτες 40 μέρες μετά το σεισμό. Πώς γίνεται έπειτα από 40 χρόνια να γυρίζουμε σε έντυπα κοντά στο ’78;” ανέφερε ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Πενέλης, υπογραμμίζοντας ότι “η γραφειοκρατία και ο ακαδημαϊσμός όταν μπερδευτούν, μπορεί να αποτελέσουν πολύ κακούς συμβούλους”.
Οι ταχύτατοι έλεγχοι που έγιναν, πάντως, έδειξαν ότι στο νομό Θεσσαλονίκης μεγάλος αριθμός σχολικών κτιρίων χαρακτηρίζονται α) από την παλαιότητα β) εξαιτίας της παλαιότητας δεν έχουν επαρκή αντισεισμική προστασία. Στη βάση βρίσκονται βαθμολογικά ως προς τη δομική στατικότητά τους τα περισσότερα δημόσια νοσοκομειακά κτίρια της Θεσσαλονίκης, κάτι που τα κάνει ιδιαίτερα ευάλωτα στους σεισμούς. Το μέσο έτος κατασκευής των 331 νοσοκομειακών κτιριακών μονάδων στην πόλη, σε όλη τους την επιφάνεια, είναι το 1969. Ορισμένα συγκροτήματα, όπως το “Ειδικών Παθήσεων”, το “Γεννηματάς” και ο “Άγιος Δημήτριος” είναι μεγαλύτερης ηλικίας.
Σεισμικά ρήγματα ακόμη και στο κέντρο της πόλης που πρέπει να ερευνηθούν
Την ανάγκη μελέτης σε βάθος των σεισμικών ρηγμάτων του νομού Θεσσαλονίκης έχουν επισημάνει κατ’ επανάληψη οι επιστήμονες. Σύμφωνα με τις καταγραφές που έχει κάνει μέχρι τώρα η ερευνητική ομάδα του καθηγητή Γεωλογίας Σπύρου Παυλίδη, ένα γνωστό ρήγμα που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την πόλη, αυτό της Νέας Μεσημβρίας, δίνει μικρού μεγέθους σεισμούς από το 1978. Οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος σεισμοί από το συγκεκριμένο ρήγμα καταγράφηκαν το 1983 (5 Ρίχτερ), το 1996 (3,5 Ρίχτερ) και το 2003 (4,7 Ρίχτερ). Κοντά στην περιοχή της Νέας Μεσημβρίας εντοπίζονται γεωλογικά ρήγματα που αποτελούν την προέκταση των μικρών σχετικά ρηγμάτων Νεοχωρούδας – Πενταλόφου, Γέφυρας – Αγίου Αθανασίου, καθώς και του ακόμη μικρότερου ρήγματος που έχει χαρτογραφηθεί στην Αγχίαλο.
Ένα ενεργό σεισμικό ρήγμα έχει καταγραφεί σε κοντινή απόσταση από το πολεοδομικό συγκρότημα μεταξύ Ασβεστοχωρίου – Πανοράματος, 4,6 Ρίχτερ θεωρείται το μέσο αναμενόμενο μέγεθος σεισμού που μπορεί να προκαλέσει. Ένα από τα περισσότερο μελετημένα ρήγματα στην ανατολική πλευρά της πόλης είναι το ρήγμα του Ανθεμούντα, το μήκος του οποίου φτάνει τα 32 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με την έρευνα του καθηγητή Γεωλογίας Σπύρου Παυλίδη, “το ρήγμα είναι πιο ενεργό στην περιοχή Αγγελοχωρίου – Περαίας”. Κατά την άποψη ορισμένων γεωλόγων, το ρήγμα ξεκινά από την περιοχή των Βασιλικών, διατρέχει τη λεκάνη του Ανθεμούντα και τον Θερμαϊκό κόλπο και καταλήγει δυτικά της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Χαλάστρας. Ο σεισμός που έδωσε το 1752, αφήνοντας πίσω του και θύματα, αποτελεί και την πρώτη καταγραφή μεγάλου σεισμού στην περιοχή. Παράλληλα του Ξηρορέματος έχει καταγραφεί το ρήγμα Πυλαίας – Πανοράματος, που εκτείνεται ανατολικά από το Πανόραμα μέχρι το δήμο Πυλαίας. Το συγκεκριμένο ρήγμα προφανώς προεκτείνεται μέσα στην πόλη προς τις οδούς Βούλγαρη και Παπαδάκη, αλλά μεγάλο κομμάτι των απολήξεών του είναι ανενεργό.
Οι εργασίες για την κατασκευή του μετρό αποκάλυψαν ανενεργά ρήγματα εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα χρειάστηκε να μετακινηθεί ο σταθμός Βούλγαρη λόγω ύπαρξης ρήγματος στο σημείο που σχεδιάστηκε. Τα στοιχεία προέκυψαν από γεωερευνητική εργασία του Σπύρου Παυλίδη και της Άννας Ζερβοπούλου από το τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ , οι οποίοι επισημαίνουν ότι πρέπει, αν και ανενεργά, τα ρήγματα να μελετηθούν διεξοδικότερα. Συγκεκριμένα οι δύο επιστήμονες κατέγραψαν: – Το ρήγμα της οδού Αγίου Δημητρίου που εκτείνεται προς την Εγνατία και το οποίο είναι ανενεργό. – Το ρήγμα στο ρέμα του Πεδίου του Άρεως, το οποίο εντοπίστηκε από εργασίες του μετρό. – Το ρήγμα παράλληλα στο ρέμα του κυβερνείου.- Το ρήγμα Πυλαίας – Πανοράματος, που αναφέρθηκε παραπάνω. – Το ρήγμα της Νέας Ελβετίας, το οποίο εμφανίστηκε μετά τις γεωτρήσεις για το μετρό Θεσσαλονίκης. – Το ρήγμα Καλαμαριάς. Κατά την εκτίμηση πάντως των επιστημόνων κανένας μεγάλου μεγέθους σεισμός δεν φαίνεται να απειλεί τη Θεσσαλονίκη. Τα ρήγματα που έχουν καταγραφεί δίνουν μικρού μεγέθους σεισμούς, που δεν μπορούν να ξεπεράσουν το μέγεθος των 5,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
39 χρόνια από τα 6,5 Ρίχτερ του 1978
“Όψη βομβαρδισμένης και νεκρής πόλης παρουσίαζε σήμερα η Θεσσαλονίκη μετά τον τρομακτικό νυχτερινό σεισμό, που προκάλεσε πολλά (με ανεπιβεβαίωτο αριθμό) θύματα, καταστροφές και πανικό στον πληθυσμό. Κατά μυριάδες οι Θεσσαλονικείς ετράπησαν σε άτακτη φυγή, κατακλύζοντας όλες τις γύρω πόλεις, ενώ όσοι απέμειναν συνεχίζουν να παραμένουν στα πάρκα και στις πλατείες, εγκαταλείποντας κάθε ιδέα να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η φυγή των Θεσσαλονικέων έχει πάρει διαστάσεις υστερίας, καθώς όλοι προσπαθούν να βρουν τον τρόπο και το μέσο να εγκαταλείψουν όσο πιο γρήγορα την πόλη”.
Έτσι περιέγραφε πριν από 39 χρόνια η εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” της 21ης Ιουνίου 1978 την επόμενη ημέρα του φονικού σεισμού των 6,5 Ρίχτερ που έπληξε την πόλη, αφήνοντας πίσω του 48 νεκρούς και τεράστιες ζημιές σε κτίρια και την οικονομική ζωή της συμπρωτεύουσας. Η πολυκατοικία στην οδό Ιπποδρομίου που κατέρρευσε έθαψε στα ερείπιά της 39 ανθρώπους, ενώ συνολικά στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής 9.400 οικοδομές κρίθηκαν μη επισκευάσιμες, έπαθαν σοβαρές ζημιές 23.590 οικοδομές και ελαφρές ζημιές 67.540 οικοδομές. Ζημιές έπαθαν και 35 σχολεία, τα οποία κατεδαφίστηκαν ενώ καταστράφηκαν σε τμήματα μνημεία της πόλης. Σημαντικές καταστροφές υπέστησαν τα χωριά γύρω από το επίκεντρο του σεισμού ο Στίβος, το Σχολάρι, η Γερακαρού και η Άσσηρος.
Το βράδυ της Τρίτης 20ής Ιουνίου του 1978, συγκεκριμένα η 11.06 μ.μ., μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη των Θεσσαλονικέων που έζησαν κυριολεκτικά τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια τους από το σεισμό των 6,5 Ρίχτερ που σημειώθηκε με επίκεντρο τη λίμνη Βόλβη και νέκρωσε για δύο μήνες την πόλη. Χιλιάδες άνθρωποι στεγάστηκαν σε σκηνές σε κάθε ελεύθερο χώρο, στην παραλία, στα πάρκα και τις πλατείες της πόλης. “Πώς και πότε θα ξαναρχίσει η ζωή στην σμπαραλιασμένη Θεσσαλονίκη” ήταν το ερώτημα που έθετε στον υπέρτιτλο της πρώτης σελίδας η “Θεσσαλονίκη” στις 22 Ιουνίου 1978, ενώ στον κεντρικό τίτλο περιγράφονταν οι “Ώρες αγωνίας για το αύριο”.
“Άλλες δύο πολυκατοικίες υπό κατάρρευση” ανέφερε στο φύλλο της 23 Ιουνίου 1978 η “Θεσσαλονίκη”, έχοντας στο πρωτοσέλιδο τη φωτογραφία των πολυκατοικιών της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 23 και 25.
Με πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιδρύθηκε η Υπηρεσία Αποκαταστάσεως Σεισμοπαθών Βορείου Ελλάδος (ΥΑΣΒΕ), η οποία προχώρησε σε έλεγχο κτιρίων, συνέταξε ένα θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης και ενέκρινε χαμηλότοκα δάνεια που δίνονταν σε σεισμοπαθείς για την αποκατάσταση των οικοδομών τους. Σύντομα η Θεσσαλονίκη επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς. Μετά το 1978 άλλαξαν οι αντισεισμικοί κανονισμοί στην ανέγερση οικοδομών, ενώ από το 1985 όσες οικοδομές χτίζονται έχουν μελέτη αντισεισμικής προστασίας. Οι κανονισμοί βελτιώθηκαν το 2002. Ωστόσο, υπάρχουν παλαιότερες οικοδομές που δεν έχουν υποστεί σχετικούς ελέγχους.
Συντάκτης: Φώτης Κουτσαμπάρης
Πηγή: makthes.gr