Χωρίς να αποδοθεί σε καμία πλευρά οποιαδήποτε ποινική ευθύνη έκλεισε χθες η πολυετής έρευνα για τις προμήθειες-μαμούθ σε καρδιαγγειακά εμφυτεύματα (μπαλονάκια και στεντς), τις οποίες κατέγραψαν οι επιθεωρητές υγείας σε τρία νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης το διάστημα 2000-2004, υπολογίζοντας μάλιστα τη ζημία του δημοσίου σε 7 εκατομμύρια ευρώ.
Του Κώστα Καντούρη
Χθες με βούλευμά του το συμβούλιο εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε πως κανείς εκ των 85 κατηγορουμένων δεν έχει ποινική ευθύνη και απηλλάγησαν όλοι τους.
Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια -η προκαταρκτική εξέταση άρχισε το 2006- για να καταλήξουν οι δικαστικές αρχές ότι δεν έγινε τίποτε ποινικά επιλήψιμο στις προμήθειες των “Γ. Παπανικολάου”, “Παπαγεωργίου” και “ΑΧΕΠΑ”. Τα πέντε πορίσματα που διαβιβάστηκαν στην εισαγγελία Θεσσαλονίκης ανέφεραν πως στις κλινικές των τριών νοσοκομείων οι διαγωνισμοί για την αγορά υλικών καρδιολογικών επεμβάσεων ήταν μεθοδευμένοι, προκειμένου να κατοχυρώνονται σε συγκεκριμένες εταιρείες, παρότι οι τιμές των υλικών υπερέβαιναν κατά πολύ αυτές που επικρατούσαν στη διεθνή αγορά για τα ίδια υλικά.
Το 2008 η εισαγγελία άσκησε ποινικές διώξεις σε βάρος μελών επιτροπών των νοσοκομείων που αξιολογούσαν και ενέκριναν τις προμήθειες, όπως και σε εκπροσώπους φαρμακευτικών εταιρειών. Συνολικά ο αριθμός των κατηγορουμένων έφτασε τους 85. Ωστόσο από την ανακριτική έρευνα απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε δώδεκα γιατρούς για τα αδικήματα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης και της απάτης σε βάρος του δημοσίου με την επιβαρυντική διάταξη περί καταχραστών και στους υπόλοιπους κατηγορούμενους δόθηκαν τυπικές κλήσεις, αφού κρίθηκε ότι δεν είχαν εμπλοκή.
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
Το δικαστικό συμβούλιο της Θεσσαλονίκης δέχτηκε τόσο την εισαγγελική πρόταση όσο κυρίως τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, που αντικρούουν τα ευρήματα της έρευνας του επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας Πρόνοιας, ο οποίος κατέληξε στις ευθύνες των εμπλεκομένων. Σύμφωνα με το συμπέρασμα του επιθεωρητή στις επιτροπές των διαγωνισμών για τις προμήθειες αναφέρονταν στις προκηρύξεις τεχνικών προδιαγραφών των εμφυτευμάτων “ως ζητούμενα είδη κωδικοί που δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες του καρδιολογικού τμήματος του κάθε νοσοκομείου τους, αλλά σκοπούσαν στο να αναδειχθεί ‘φωτογραφικά’ πάντα μία προμηθεύτρια εταιρεία ως επιτυχούσα μειοδότρια, αν και στην πραγματικότητα υπήρχε για κάθε ζητούμενο από την προκήρυξη είδος τουλάχιστον άλλη μία προσφορά, η οποία ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές αυτές και ήταν μάλιστα φθηνότερη”, όπως επισημαίνεται στο βούλευμα.
Οι κατηγορούμενοι δώδεκα γιατροί υποστήριξαν ότι δεν μπορεί να είχαν σχέση με το οικονομικό τμήμα των προμηθειών και πως αυτοί εξέταζαν μόνον τα αυστηρά κριτήρια των προδιαγραφών. Επίσης είπαν πως η ζημία υπολογίστηκε με βάση τη διαφορά των τιμών των φθηνότερων υλικών που κυκλοφορούσαν την τετραετία 2000-2004 στην αγορά από αυτά που προμηθεύτηκαν τα νοσοκομεία, χωρίς να γίνει κανένας έλεγχος, εάν οι προδιαγραφές στα φθηνά υλικά ήταν αυτές που απαιτούνταν για τις καρδιολογικές επεμβάσεις. Υπογράμμισαν μάλιστα πως τα φθηνότερα υλικά που παρουσιάζονται στα πορίσματα είναι ιδιαίτερα επισφαλή για τέτοιες επεμβάσεις.
Πάντως το συμβούλιο εφετών στο βούλευμά του με αριθμό 744/2014 αμφισβητεί ευθέως τα αποτελέσματα της έρευνας, τονίζοντας σε ένα σημείο πως “υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για την ορθότητα των συμπερασμάτων του επιθεωρητή λόγω της έλλειψης έστω και γενικών ιατρικών γνώσεων”.
ΔΩΡΟΔΟΚΙΕΣ Οι καταθέσεις και η παραγραφή
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως στους λογαριασμούς τεσσάρων εκ των κατηγορουμένων γιατρών βρέθηκαν καταθέσεις χρηματικών ποσών από 1.000 έως και 30.000 ευρώ, οι οποίες διαπιστώθηκε από το ΣΔΟΕ πως έγιναν από φαρμακευτικές εταιρείες.
Μετά την ανάκριση η δικογραφία για τις προμήθειες είχε επιστραφεί στον εισαγγελέα, προκειμένου να ασκηθούν επιπλέον ποινικές διώξεις για ενεργητική και παθητική δωροδοκία. Ο εισαγγελέας στην πρότασή του προς το συμβούλιο εφετών ζήτησε την απαλλαγή των συγκεκριμένων κατηγορουμένων (γιατρών και εκπροσώπων εταιρειών), με το σκεπτικό πως τα ποσά είναι κάτω των 50.000 ευρώ και το αδίκημα έχει παραγραφεί λόγω παρέλευσης πενταετίας. Το συμβούλιο εφετών όμως στην απόφασή του χθες προχώρησε ένα βήμα παραπάνω και αποφάσισε να μη γίνει κατηγορία για τα σχετικά αδικήματα, με το σκεπτικό πως οι εταιρείες-καταθέτες στους λογαριασμούς των γιατρών δεν συνδέονται με αυτές που προμήθευαν τα συγκεκριμένα υλικά!