Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Μπορούμε να φανταστούμε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη… Χρυσή Αυγή;


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Κυριακή πρωί (η προηγούμενη) και στην Εκκλησία των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως, ένα πλήθος ανθρώπων στεκόταν μπροστά στον τάφο του Πόντιου Πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη, ατενίζοντας την γαλήνια μορφή του πάνω στο νεκρικό κρεβάτι.

Γύρω τριγύρω, ο κόσμος σταματούσε την πρωινή του βόλτα, μερικοί και το πρωινό τζόκινγκ. 

Η Ένωση Αποστράτων Ποντίων Αξιωματικών «Αλέξανδρος Υψηλάντης», με επικεφαλής τον βετεράνο και αειθαλή Γιώργο Τσαλουχίδη, τιμούσε όπως κάθε χρόνο τον φλογερό πατριώτη, τον αριστοκράτη που εγκατέλειψε πλούτη και μια άνετη ζωή και αξιώματα και την εύνοια του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄, για να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας ως Γενικός Έφορος, να ανάψει την φωτιά της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να δημιουργήσει τον Ιερό Λόχο, να χάσει το χέρι του στη μάχη και στο τέλος τη ζωή του.

Τέσσερα αδέλφια, τέσσερα πριγκιπόπουλα ήσαν οι Υψηλάντηδες – Αλέξανδρος, Δημήτριος, Γεώργιος, Νικόλαος.

Τέσσερις πολεμιστές που αγωνίστηκαν για της Ελευθερία της Πατρίδας και υπέστησαν τα πάνδεινα, δίνοντας τα πάντα στον Αγώνα.

Και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη 1792 – Βιέννη 1828), αυτός που περισσότερο προδόθηκε.

Πολεμιστής γενναίος, ήρωας της Μάχης του Δραγατσανίου, γνώρισε στο πετσί του τη μεγαλύτερη αδικία.

Πρώτα ο Τσάρος, που τον διέγραψε από τις τάξεις του ρωσικού στρατού για να μην χαλάσει το χατίρι της Ιερής Συμμαχίας, που πολεμούσε λυσσωδώς κάθε προσπάθεια των σκλαβωμένων λαών για την Ελευθερία τους.

Μετά, ο αφορισμός από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄…

Μετά τη Μάχη του Δραγατσανίου, έφυγε προς την Αυστρία με σκοπό να φθάσει με κάποιον τρόπο στη σκλαβωμένη πατρίδα και να συνεχίσει τον Αγώνα, αλλά συνελήφθη από τους Αυστριακούς και βρέθηκε έγκλειστος στο φρούριο Μούνκατς της Ουγγαρίας.

Έμεινε φυλακισμένος ως το 1827, ενώ στην πατρίδα ο Αγώνας είχε πια φέρει τους καρπούς του.

Έλιωσε μέσα σε ανήλιαγα κελιά από τη φυματίωση και μόνο εκεί προς το τέλος του επέτρεψαν να εγκατασταθεί σε ένα σπίτι στη Βιέννη, όπου άφησε την τελευταία του πνοή το 1828.

Κι’ όμως. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή.

Δεν σκέφθηκε πως έχασε τα πλούτη του και την πριγκιπική βολή του, δεν βαρυγκώμησε που η πατρίδα τον εγκατέλειψε στα αυστριακά μπουντρούμια, δεν ένιωσε ανάγκη για εκδίκηση για τον άδικο αφορισμό του.

Δεν είπε «να πάει ο Τσάρος να ελευθερώσει την Ελλάδα», «να πάει ο Πατριάρχης να τους σώσει», «να πάνε αυτοί που θησαυρίσανε, γιατί εγώ τα έδωσα όλα και νικήθηκα από τον Μέτερνιχ»!

Υπήρχαν και τότε οι κοτζαμπάσηδες και οι Φαναριώτες (άλλωστε και ο ίδιος είχε φαναριώτικη ρίζα).

Δεν «τα είχε φάει μαζί τους»…

Γνώριζε πως σ’ αυτή τη ζωή, οι πατριώτες σώζουν την πατρίδα και δεν την παρατούν, ούτε την αποστρέφονται, επειδή κάποιοι τα έτρωγαν με τους Τούρκους, μάζευαν τους φόρους για λογαριασμό τους και κρατούσαν το ποσοστό τους.

Δεν υποδύθηκε τον υπερπατριώτη – γιατί ήταν πραγματικός πατριώτης.

Δεν είπε «να πάνε να ελευθερώσουν την πατρίδα αυτοί που τα έφαγαν» - γιατί ήξερε πως έτσι η πατρίδα δεν θα ελευθερωνόταν ποτέ.

Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ανάμεσα σε άκαπνους πατριδοκάπηλους;

Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη… Χρυσή Αυγή;