Στην σημερινή παγκόσμια οικονομική και κοινωνική συγκυρία αδήριτη προβάλλει η ανάγκη για μία ριζοσπαστική κεντρώα πολιτική, μέσω της οποίας θα καταπολεμώνται οι ανισότητες, χωρίς όμως να διακυβεύεται η τόσο απαραίτητη οικονομική ανάπτυξη
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μπορεί το θέμα της «Νέας Προοδευτικότητας» να ήταν εξώφυλλο στο γνωστό βρεταννικό περιοδικό The Economist πριν κάποιους μήνες, πλην όμως πρόκειται για ένα ζήτημα που βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και αρκετά χρόνια. Απλώς, η σημερινή κρίση και η οξύτητά της το κάνουν επίκαιρο. Από ιστορικής πλευράς, όμως, το θέμα είναι τόσο παλιό όσο και η βιομηχανική επανάσταση. Ίσως δε ο πρώτος που το έθεσε να ήταν ο ιδεολογικός αντίπαλος του Καρόλου Μαρξ, ο Αυστριακός διανοούμενος Εδουάρδος Μπερνστάϊν (1850-1929), ο οποίος θεωρείται και ο θεωρητικός πατέρας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Αφήνοντας κατά μέρος τις «επαναστατικές» προοπτικές και πρακτικές, ο Γερμανός θεωρητικός πίστευε ότι η αναβάθμιση μιας αναπτυσσόμενης οικονομικής και βιομηχανικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν σταδιακών μεταρρυθμίσεων, προς όφελος των αδύναμων από κάθε άποψη μελών της. Υπέρμαχος μιας σοσιαλιστικής ηθικής που να ταυτίζεται με την δημοκρατία, ο Ε. Μπερνστάϊν επιτίθεται και στην μαρξιστική θεώρηση του κράτους, τονίζοντας ότι το τελευταίο δεν έπρεπε να «καταληφθεί» αλλά να εκδημοκρατισθεί μέσω της καθολικής ψηφοφορίας, ώστε να καταστεί η έκφραση του δημοσίου συμφέροντος. «Κατά συνέπεια», έγραφε, «το κράτος δεν πρέπει να κατακτάται, αλλά να απελευθερώνεται από το ταξικό του περιεχόμενο». Σήμερα, κάπου 113 χρόνια από αυτές τις απόψεις του Γερμανού θεωρητικού της σοσιαλδημοκρατίας, τα λόγια του βρίσκονται εκ νέου στην επικαιρότητα, υπό διαφορετικές ωστόσο συνθήκες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, που σηματοδότησε και την πρώτη περίοδο της παγκοσμιοποίησης, μία σειρά από τεχνικές ανακαλύψεις είχαν μεταβάλλει την παγκόσμια οικονομία. Όμως, σε Ευρώπη και Αμερική, παρά την εντυπωσιακή δημιουργία πλούτου, ο τελευταίος ήταν άνισα κατανεμημένος. Είχε ξεκινήσει, ωστόσο, η δημιουργία μιας ισχυρής μεσαίας τάξης, η οποία, κατά τον Ε.Μπερνστάϊν, τελικά θα υπερκάλυπτε το προλεταριάτο. Και αυτό θα συνέβαινε γιατί τον απλό εργάτη, περισσότερο από το να «καταλάβει» την εξουσία, τον ενδιέφερε να συμμετάσχει στην αποκαλούμενη «ενεργή κατανάλωση». Κάτι τέτοιο, όμως, όπως έγραψε και ο Ιταλός διανοούμενος Κάρλο Ροσέλλι, δεν μπορούσε να πραγματωθεί παρά μόνον υπό συνθήκες «φιλελεύθερου σοσιαλισμού» και όχι με «επαναστατικές ανατροπές».
Αυτός ο «φιλελεύθερος σοσιαλισμός», με αρκετές και σοβαρές κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις, εφαρμόστηκε εν μέρει από τον Θίοντορ Ρούζβελτ στην Αμερική, τον Λόϋντ Τζωρτζ στην Μεγάλη Βρεταννία και ορισμένες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Κύριος στόχος αυτής της «Προοδευτικής Εποχής», όπως την αποκαλούσαν στην Αμερική, ήταν οι κοινωνίες να γίνουν πιο δίκαιες, χωρίς αυτό να πλήξει την επιχειρηματική μηχανή που μπορούσε να δημιουργεί πλούτο.
Αυτή είναι σήμερα η νέα μεγάλη πρόκληση, σε μία περίοδο όπου η οικονομική παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες τεχνολογίες δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου επανακαθορίζεται ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, αφ’ ενός, και η χρηματοοικονομική διάστασή του, αφ’ ετέρου. Όπως αναφέρει και το Economist, υπάρχει πλέον δραματική ανάγκη για «Πραγματική Προοδευτικότητα». Ποιο όμως πρέπει να είναι το περιεχόμενό της, με δεδομένες στην Δύση τις τραυματικές εμπειρίες από τις υπερβολές και τις καταχρήσεις του αποκαλούμενου κράτους-προνοίας;
Ένα κράτος-προνοίας το οποίο για μακρά περίοδο στηρίχθηκε στα φορολογικά έσοδα και τον δανεισμό, ξεχνώντας ότι στο άλλο σκέλος υπάρχουν και δαπάνες. Όπως επισημαίνουν ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) και η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και διεθνή οικονομικά Ιδρύματα, οι δαπάνες του κράτους-προνοίας διογκώθηκαν σε υπερθετικό βαθμό, όχι προς όφελος των πτωχών αλλά υπέρ καλά οργανωμένων συμφερόντων, με ισχυρές πολιτικές δικτυώσεις. Έτσι, στο εσωτερικό του κράτους-προνοίας δημιουργήθηκαν ισχυρές συντεχνιακές αρθρώσεις, οι οποίες αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο απορροφούσαν και σε μεγάλο βαθμό απορροφούν πολύτιμους κοινωνικούς πόρους, οι οποίοι θα έπρεπε να δαπανώνται για την καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Πέρα έτσι από τις ανισότητες που δημιούργησε αυτή η ίδια η λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας και οι οποίες εντάθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια, ανισογενές υπήρξε και το ίδιο το κράτος-προνοίας, το οποίο σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπο με σοβαρά δημογραφική και διαρθρωτικά προβλήματα. Όπως τονίζει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Ατταλί, πρώην σύμβουλος του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, τα περισσότερα κράτη-προνοίας στην Δύση είναι ελλειμματικά λόγω υπερδανεισμού και από κακή διαχείριση έχουν δημιουργήσει κοινωνικές φούσκες που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν στην πίεση της χρηματοοικονομικής κρίσης. «Σε πολλές χώρες της Δύσης», γράφει ο Ζ.Ατταλί, «τα δημόσια χρέη χρησιμοποιήθηκαν για καταναλωτικούς σκοπούς και άρα είναι κακά χρέη που δύσκολα μπορούν να αποπληρωθούν από την δυτική παραγωγική μηχανή».
Ακόμα χειρότερα, τόσον ο Ζ.Ατταλί όσο και το Economist συμφωνούν ότι τα χρέη αυτά παράγουν πρόσθετες ανισότητες, που εντείνουν τις αντίστοιχες που παράγει η σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα.
Ποιες είναι λοιπόν οι λύσεις στο σημερινό πρόβλημα –το οποίο, βεβαίως, διαφέρει αισθητά από το αντίστοιχο του κραχ του 1929 που κάποιοι μονότονα επικαλούνται; Μία πρώτη λύση είναι η φιλελευθεροποίηση με κοινωνικό πρόσωπο του κρατικού καπιταλισμού στις αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Μαλαισία), ώστε να ενισχυθούν η εσωτερική ζήτηση και η ανταγωνιστικότητα. Προτείνεται επίσης η απαλλαγή των τραπεζικών συστημάτων στις χώρες αυτές από τον στενό κρατικό έλεγχο και ο προσανατολισμός τους προς την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες σήμερα έχουν μεγάλες δυνατότητες δημιουργίας εισοδήματος προς διανομή.
Στην Δύση προτείνεται η κατάργηση των καρτέλ όπου υπάρχουν, η μη χρηματοδότηση τραπεζών όταν αυτές περιέρχονται σε αδιέξοδο από δικά τους λάθη και η χρηματοδοτική ενίσχυση της εκπαίδευσης για να ενισχυθεί η δημιουργία ίσων ευκαιριών για τους πολλούς.
«Στις αναπτυγμένες χώρες είναι πλέον ζωτική ανάγκη να ενισχυθούν οι επενδύσεις, η δε μεταφορά πόρων αντί να γίνεται προς τους πιο ηλικιωμένους και πιο εύπορους να ακολουθεί τον δρόμο των νέων και των πτωχότερων», αναφέρει στο ειδικό αφιέρωμά του το Economist. Ο δε Ζακ Ατταλί τονίζει ότι «η ανεργία των νέων είναι πολύ σημαντικότερο πρόβλημα από τον αριθμό των ημερών που θα πάνε διακοπές κάποιοι συνταξιούχοι. Επίσης, η χρηματοδότηση της δια βίου μάθησης για όλους έχει πολύ βαθύτερη σημασία από τον αριθμό προνομίων που θέλουν να διατηρούν ή και να αποσπούν κάποιες συντεχνίες».
Ο αρθρογράφος του βρεταννικού περιοδικού Ζάννυ Μίντο επισημαίνει, από την πλευρά του, ότι στις αναπτυγμένες κυρίως χώρες απαιτείται το φορολογικό σύστημα να γίνει πιο ορθολογικό και άρα πιο αποτελεσματικό. Η φορολογία, γράφει, πρέπει να αποτελεί πηγή χρηματοδότησης της κρατικής δαπάνης και όχι τιμωρία των πλουσίων. Πρέπει επίσης να αναθεωρηθεί προς τα πάνω το φορολογικό καθεστώς της ιδιοκτησίας και είναι βέβαιο ότι θα καταστεί προοδευτική και αποτελεσματική πηγή δημοσίων εσόδων. Είναι ακόμα ανάγκη να επανεξετασθεί η φορολόγηση των κληρονομιών κατά τρόπο τέτοιον ώστε τα έσοδα να κατανέμονται ευρύτερα απ’ ό,τι σήμερα. Είναι θετικό το γεγονός ότι την διάσταση αυτή της φορολογίας την έχουν καταλάβει κάποιες από τις αναδυόμενες οικονομικά χώρες, όπως η Βραζιλία για παράδειγμα, η οποία πρωτοπορεί επίσης και σε μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό της σύστημα, όπως και σε αυτό των συντάξεων.
Είναι σαφές ότι στις αναδυόμενες οικονομίες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αποφύγουν τα λάθη και τις υπερβολές που σημειώθηκαν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη-προνοίας την εποχή των παχειών αγελάδων.
Έτσι, οι κοινωνικές πολιτικές που ακολουθούν προσπαθούν να περιορίσουν τις ανισότητες όχι προσφέροντας απλόχερα δώρα στις προνομιούχες ομάδες πίεσης, αλλά δημιουργώντας καθεστώς ίσων ευκαιριών. Και ένα τέτοιοι καθεστώς ξεκινά από την εκπαίδευση και όχι από την καταθλιπτική προστασία των ηλικιωμένων. Σε συνθήκες ίσων ευκαιριών, μπορούν να αναπτυχθούν δημιουργικές δυνάμεις σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και αυτές οι τελευταίες είναι που οδηγούν τελικά στην ανάπτυξη και την καινοτομία.
Η «Νέα Προοδευτικότητα», λοιπόν, κατά το Economist, είναι η ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων δαπανών προς όφελος όλης της κοινωνίας, με επίκεντρο τους νέους και τους πτωχούς της. Και από την άποψη αυτή στο σχετικό αφιέρωμα γίνεται ξεχωριστή μνεία στην επανεξέταση του σουηδικού μοντέλου, το οποίο, έχοντας ξεφύγει από τον επίπεδο εξισωτισμό του παρελθόντος, παρουσιάζει σήμερα στην Ευρώπη και όχι μόνον τις υψηλότερες οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις.