Με καταιγιστικούς ρυθμούς κατατίθενται πλέον οι αιτήσεις οφειλετών σε τράπεζες για να ενταχθούν στο καθεστώς των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Μόνο στη Θεσσαλονίκη κατατίθενται σε καθημερινή βάση κατά μέσο όρο 25 αιτήσεις πολιτών που χρωστούν δάνεια σε τράπεζες. Το ειρηνοδικείο έχει... μπλοκάρει και είναι ενδεικτικό ότι η συζήτηση των υποθέσεων πλέον προσδιορίζεται για το 2019.
Πάντως η διαφοροποίηση του νόμου για τα υπερχρεωμένα, που ισχύει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, φαίνεται ότι ευνοεί τους δανειολήπτες που δηλώνουν αδυναμία να καταβάλλουν τις δόσεις στα δάνειά τους. Οι νέες ρυθμίσεις λύνουν το πρόβλημα των καθυστερήσεων που λόγω του μεγάλου όγκου παρατηρούνται στην εκδίκαση των υποθέσεων από τα ειρηνοδικεία. Ειδικότερα, τα δικαστήρια εκδίδουν προσωρινές διαταγές με τις οποίες “παγώνουν” τους τόκους μέχρι την οριστική απόφαση για την αίτηση του οφειλέτη, ενώ παράλληλα ορίζουν και ένα ποσό δόσης για τις οφειλές ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση. “Πρόκειται ουσιαστικά για μια μικρή απόφαση με την οποία αντιμετωπίζεται άμεσα το πρόβλημα”, σχολιάζουν στη “Θ” ειρηνοδίκες. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τους όρους και, σε περίπτωση που η οικονομική του κατάσταση βελτιωθεί, οφείλει να ενημερώσει άμεσα το δικαστήριο για να διαμορφώσει την προσωρινή διαταγή.
Η κατάσταση πάντως που επικρατεί σήμερα στο ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης με τις υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι πρωτοφανής. Σύμφωνα με τα στοιχεία, εκτός των 25 αιτήσεων που καθημερινά κατατίθενται από οφειλέτες, εκδίδονται επίσης κάθε μέρα περίπου 20 προσωρινές διαταγές από τους δικαστές. Ακόμα, οι κύριες υποθέσεις συζητούνται σε οκτώ δικάσιμους την εβδομάδα και το κάθε πινάκιο περιλαμβάνει τουλάχιστον 25 υποθέσεις. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του πρωτοφανούς όγκου αιτήσεων, οι προσδιορισμοί γίνονται για τον Ιανουάριο του 2019.
Οι αιτήσεις για τα υπερχρεωμένα γίνονται στην πλειονότητά τους δεκτές από τα δικαστήρια, σε ποσοστό που αγγίζει το 60%. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν ανέργους αλλά και οφειλέτες οι οποίοι φαίνεται πως ζουν στα όρια της φτώχειας, με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ. “Οι άνθρωποι πλέον φεύγουν από τα δικαστήρια και μπορούν να κοιμηθούν. Ίσως είναι το μοναδικό μέτρο που αναχαιτίζει το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που επικρατεί με τις οφειλές των δανειοληπτών” σχολιάζουν ειρηνοδίκες, επισημαίνοντας μάλιστα και το ασφυκτικό καθεστώς των εισπρακτικών εταιρειών με τα διαρκή τηλεφωνήματά τους.
Είναι γεγονός πάντως πως στις περισσότερες αιτήσεις που γίνονται δεκτές οι όροι για τους οφειλέτες είναι ευνοϊκοί για την αποπληρωμή μέρους των οφειλομένων, όπως ορίζει η απόφαση του κάθε δικαστηρίου. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος των χρεών διαγράφεται, καθώς το δικαστήριο διαβλέπει απόλυτη αδυναμία καταβολής του, ακόμη και μακροπρόθεσμα.
Το δυσάρεστο, όπως επιβεβαιώνουν δικαστές του ειρηνοδικείου, είναι ότι πολλοί δανειολήπτες που έχουν κερδίσει αποφάσεις ρύθμισης μέρους των οφειλών τους οδηγούνται πάλι στα ειρηνοδικεία, υποβάλλοντας νέες αιτήσεις για να περιληφθούν πάλι στα υπερχρεωμένα. “Αποδεικνύεται πως η οικονομική τους κατάσταση οδεύει προς το χείριστο από την ημέρα που εκδόθηκε η απόφαση. Και επειδή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν ούτε στις ευνοϊκές ρυθμίσεις, αφού το εισόδημά τους συρρικνώθηκε και άλλο, ζητούν νέα ρύθμιση από το δικαστήριο”.
ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Αυτό που παρατηρείται πάντως κατά την εξέταση των υποθέσεων για τα υπερχρεωμένα είναι πως οι τράπεζες δεν συνεργάζονται σχεδόν καθόλου και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις συμβιβάζονται με τους δανειολήπτες, ακόμη κι όταν οι τελευταίοι προτίθενται να καταθέσουν μεγάλο μέρος των οφειλομένων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση οφειλέτη ο οποίος στον εξωδικαστικό συμβιβασμό με μια τράπεζα (διαδικασία που είναι υποχρεωτική πριν από την αίτηση στο δικαστήριο) ζήτησε να εξοφλήσει το 93% του χρέους. “Η τράπεζα δεν συμβιβάστηκε και η υπόθεση έφτασε στο ειρηνοδικείο”, σχολιάζει δικηγόρος που ασχολείται με την εξέταση τέτοιων υποθέσεων. Το ίδιο συνέβη και με άλλον οφειλέτη, ο οποίος είχε πάρει δάνειο από τράπεζα για σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε ένα συγγενικό του πρόσωπο. “Ο άνθρωπος ζητούσε να καταβάλει ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που θα εισέπραττε η τράπεζα αν ο οφειλέτης υπαγόταν στα υπερχρεωμένα. Ωστόσο, εκπρόσωποι της τράπεζας αρνήθηκαν. Είναι μια πρακτική ανεξήγητη”, συμπληρώνει.
ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ
Με τον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά προστατεύονται οι κύριες κατοικίες, κι αυτό που υπολογίζεται στις αποφάσεις των ειρηνοδικείων είναι η καταβολή του 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου από τον δανειολήπτη, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, που περιλαμβάνουν πενταετές πάγωμα των δόσεων σε συνδυασμό με μικρές καταβολές σε βάθος εικοσαετίας.
Ο υπολογισμός του 85% της εμπορικής αξίας του κάθε ακινήτου, για όποιον οφειλέτη διαθέτει, ευνοούσε τον δανειολήπτη, καθώς με την πτώση της κτηματαγοράς η εμπορική αξία των σπιτιών είναι πλέον χαμηλότερη της αντικειμενικής. Επομένως, το ποσό που καλούνται να εξοφλήσουν με τη δικαστική απόφαση δεν είναι μεγάλο. Με τις νέες ρυθμίσεις όμως, που ισχύουν από τον Σεπτέμβριο, ο υπολογισμός της οφειλής που θα καλείται να καταβάλλει ο οφειλέτης που μπαίνει στο καθεστώς των υπερχρεωμένων θα αφορά το 80% της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων. Και μπορεί σήμερα οι διαφορές να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλες, καθώς όμως σχεδιάζεται να αυξηθούν οι τιμές των αντικειμενικών αξιών, αυτό θα οδηγεί τους δανειολήπτες σε αδυναμία καταβολής ακόμη και των δόσεων που θα ορίζονται από τα δικαστήρια.