“Θραύση” κάνουν στη χώρα μας οι σοβαρές και χρόνιες παθήσεις εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Της Νικολέττας Μπούκα
nikolettabouka@yahoo.gr
Αποτέλεσμα είναι να νοσηλεύονται στα νοσοκομεία όταν η κατάστασή τους έχει πλέον επιδεινωθεί. Μάλιστα, τα νοσήματα αυτά αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου, ενώ επιφέρουν υψηλό κόστος στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των χρόνιων νοσημάτων θα μπορούσε να είχε προληφθεί με την εξάλειψη ή τη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από έρευνα του τομέα Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), η οποία διεξήχθη τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2013 σε 1.600 ενήλικες ασθενείς, άνδρες και γυναίκες. Οι ερευνητές μελέτησαν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση υπηρεσιών υγείας του γενικού πληθυσμού για τέσσερα χρόνια νοσήματα σε ήπιο ή μέτριο στάδιο (υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και άνοια τύπου Alzheimer) σε 11 πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη, Λαμία, Τρίπολη, Βόλο και Κοζάνη).
“Η συρρίκνωση της υγειονομικής δαπάνης λόγω της οικονομικής κρίσης έχει υποβαθμίσει το επίπεδο υγείας, τη χρήση και την πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας”, τονίζουν οι επιστήμονες της ΕΣΔΥ.
Εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η πολιτική περιορισμού της προσφοράς με στόχο τη μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας, δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στους ασθενείς και αυξάνει τις ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η αύξηση των ίδιων πληρωμών από τους χρόνιους ασθενείς θέτει σημαντικά εμπόδια πρόσβασης. Παράλληλα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη μειωμένη συμμόρφωση στη θεραπεία και κατά συνέπεια στην αύξηση των ποσοστών απορρύθμισης. Οι χρόνιοι πάσχοντες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια κάλυψης του κόστους από την τσέπη τους, ωστόσο αυτό ενδεχομένως να μην είναι εφικτό σε βάθος χρόνου, δεδομένης της σταθερής ή/και αυξανόμενης οικονομικής επιβάρυνσης και της αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεικτών (ανεργία, εισόδημα).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων, εκτός των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού, ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας, με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια του μνημονίου ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία αυξήθηκε πάνω από 30%.
Επιπλέον, οι χρόνιοι ασθενείς λαμβάνουν μόνο το 56% της κλινικά συνιστώμενης υγειονομικής φροντίδας. Αυτό αποτυπώνεται από τη διαφορά του μέσου κόστους περίπτωσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα, η οποία υπολογίζεται σε 31,5 ευρώ (με 4,5 - 5,0 επισκέψεις κατά κεφαλήν ετησίως) και του μέσου κόστους περίπτωσης σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, η οποία ανέρχεται σε 2.108 ευρώ.
“Είναι αναγκαία η στροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) με κύριους άξονες την εισαγωγή κλειστών σφαιρικών προϋπολογισμών, την παροχή κινήτρων αποδοτικότητας και παραγωγικότητας και τη δημιουργία ολοκληρωμένων δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας”, συμπεραίνουν οι επιστήμονες της ΕΣΔΥ.
Αναφερόμενος στον κίνδυνο εγκατάλειψης της θεραπείας από τους ασθενείς, ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος προτείνει, μεταξύ άλλων, αναθεώρηση των ποσοστών συμμετοχής για την προμήθεια των φαρμάκων τους, με καθιέρωση της συμμετοχής βάσει του εισοδήματος και αντιστρόφως ανάλογη της προκύπτουσας ανάγκης.
Τα εμπόδια του ΕΟΠΥΥ
Εμπόδια, όμως, βάζει και ο ΕΟΠΥΥ, κάνοντας δύσκολη τη ζωή των ασθενών στο θέμα της διεκδίκησης της θεραπείας τους. Σύμφωνα με την έρευνα, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξής:
- Υπάρχει ασυνέπεια στη λειτουργία της Επιτροπής του ΕΟΠΥΥ. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζονται όλα τα σκευάσματα με τον ίδιο τρόπο, καθώς ορισμένα απαιτούν έγκριση για κάθε χορήγηση, ενώ δεν λείπουν απορρίψεις για λόγους, όπως “έχει παρέλθει ο μέγιστος αριθμός χορηγήσεων” ή “δεν υπάρχουν δεδομένα ασφάλειας”. Η ταλαιπωρία των ασθενών έχει κορυφωθεί τον τελευταίο χρόνο καθώς, με δεδομένη τη διαδικασία, είναι αδύνατον να τηρηθούν εγκεκριμένα δοσολογικά σχήματα και οι ασθενείς αποθαρρύνονται τεχνηέντως από την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Ειδικά στην επαρχία, η διαδικασία κατάθεσης και οι καθυστερήσεις επιτείνουν την ταλαιπωρία και συχνά δεν επιτρέπουν την ορθή θεραπεία των ασθενών.
- Τα προβλήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία είναι υποδοσολογία φαρμάκου και υποθεραπεία, εγκατάλειψη θεραπείας ή στροφή σε off-label “λύσεις” με αυξημένο κίνδυνο για ανεπιθύμητες ενέργειες.
- Οι απαιτούμενες διαγνωστικές εξετάσεις δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ (π.χ. OCT), ενώ απαιτούνται από τον ίδιο τον ΕΟΠΥΥ για την έγκριση από την Επιτροπή και για την ορθή παρακολούθηση της θεραπείας με βάση την κλινική πράξη.
Δύο στους 10 μείωσαν τις δαπάνες για την υγεία
Απογοητευτική είναι και η εικόνα σχετικά με το επίπεδο του εισοδήματος, το επίπεδο υγείας, την πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και την επιλογή φαρμάκου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έρευνα:
- Καταγράφεται μείωση κατά μέσο όρο περίπου 530 ευρώ στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε 1.115 ευρώ. Οκτώ στους 10 ασθενείς αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως ιδιαίτερα υψηλή και δηλώνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον, ενώ 2 στους 10 μείωσαν τη δαπάνη υγείας.
- Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι “μονόδρομος”, με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να έχει πρόσβαση σ’ αυτό. Εννέα στους 10 ασθενείς θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους, ενώ 6 στους 10 θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Επίσης, είναι αδιαμφισβήτητη η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο που ήδη λαμβάνει ο ασθενής. ρυθμίζοντας έτσι την κατάσταση της υγείας του, παρότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος.
- Μόλις 1 στους 10 ασθενείς άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση. Οι 8 στους 10 ασθενείς παρέμειναν στο φάρμακό τους, μετά την εφαρμογή της συνταγογράφησης με βάση τα νέα δεδομένα κι επωμίστηκαν την πρόσθετη δαπάνη, περικόπτοντας κάθε άλλο δυνατό έξοδο.
- Προβληματισμό προκαλούν και τα γενόσημα φάρμακα. Μόνο 4 στους 10 ασθενείς αναγνωρίζουν τα γενόσημα ως ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα, ενώ η χώρα προέλευσής τους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό.
Τον καθημερινό τους αγώνα περιγράφουν οι ασθενείς
Τον καθημερινό αγώνα τους για επιβίωση περιγράφουν στη “Θ” οι ίδιοι οι ασθενείς, οι οποίοι αδυνατούν να φροντίσουν ακόμη και την υγεία τους εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
“Για όσους έχουν χρόνια νοσήματα, το κόστος επιβαρύνει το οικογενειακό εισόδημα, το οποίο, αν υπάρχει, είναι σαφώς μειωμένο. Ένας διαβητικός αδυνατεί να τα βγάλει πέρα. Αυτό που καταφέραμε είναι να μηδενίσουμε τη συμμετοχή στα αναλώσιμα (ταινίες) για τον διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, όσοι έχουν αυτή τη μορφή διαβήτη πληρώνουν συμμετοχή 10% για την ινσουλίνη τους, που είναι ορμόνη ζωής γι’ αυτούς και 10% για τα αντιδιαβητικά δισκία τους”, τονίζει η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων-Συλλόγων Ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη Αθανασία Καρούνου και προσθέτει ότι οι διαβητικοί, λόγω της θετικής λίστας, επιβαρύνονται κι άλλο οικονομικά για την αντιμετώπιση των συνοδών παθήσεων που τους ταλαιπωρούν (χοληστερίνη, υπέρταση κ.ά.). Δηλαδή, είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν 25% συμμετοχή στα φάρμακα για τις παθήσεις αυτές συν 50% της διαφοράς μεταξύ πρωτότυπου και γενόσημου φαρμάκου.
“Πολλοί διαβητικοί δεν αντέχουν να σηκώσουν το οικονομικό βάρος. Έτσι, μειώνουν τη δοσολογία των φαρμάκων τους, παίρνοντας ένα ή μισό χάπι αντί για δύο, ενώ στις περιπτώσεις ατόμων με διαβήτη τύπου 1 υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάζονται να βγάζουν την αντλία συνεχούς ροής ινσουλίνης που χρησιμοποιούν, γιατί δεν έχουν χρήματα για τα αναλώσιμα. Επιπλέον, ο ΕΟΠΥΥ ακόμη χρωστάει επί μήνες την επιστροφή χρημάτων σε διαβητικούς για την αγορά αναλώσιμων”, επισημαίνει η κ. Καρούνου.
Σύμφωνα με την ίδια, πρέπει να αυξηθούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες και τα αγαθά (αναλώσιμα, φάρμακα) από την πολιτεία, ώστε να διαχειριστεί ο πάσχων τον διαβήτη του αποτελεσματικά. Άλλωστε, ένας καλά ρυθμιζόμενος διαβητικός κοστίζει πολύ λιγότερο στο κράτος, καθώς και οι επιπλοκές του είναι μειωμένες και απαιτείται μικρότερη νοσηλεία.
Σε απόγνωση βρίσκονται και οι καρκινοπαθείς, οι οποίοι φτάνουν ακόμη και στο σημείο να πουν “σταματάω τις χημειοθεραπείες κι ας πεθάνω”. Όπως δηλώνει στη “Θ” η πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών Μακεδονίας-Θράκης Περσεφόνη Μήττα καθημερινά είναι τα περιστατικά καρκινοπαθών, που είναι άνεργοι κι ανασφάλιστοι, να μη γίνονται δεκτοί στα νοσοκομεία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο σύλλογος διοργανώνει ακόμη κι εράνους για να μπορέσει να τους βοηθήσει.
“Θυμάμαι ένα νέο παιδί με καρκίνο του φάρυγγα, ανασφάλιστο, χωρίς οικογένεια, που δεν το δεχόταν στο νοσοκομείο. Τελικά, πιέσαμε, προσπαθήσαμε και χειρουργήθηκε. Χημειοθεραπείες, όμως, δεν του έκαναν. Όσο διάστημα έτρεχα να του βγάλω βιβλιάριο πρόνοιας, έβαλαν το παιδί σε ίδρυμα ψυχικών νόσων για ηλικιωμένους. ‘Δεν είμαι τρελός’, μου έλεγε, ‘καρκίνο έχω’. Τελικά ‘έφυγε’ πριν από λίγους μήνες”, περιγράφει η κ. Μήττα.
Παράλληλα, τονίζει ότι σε νοσοκομεία όπου νοσηλεύονται καρκινοπαθείς, οι υπεύθυνοι λένε στους συγγενείς τους πως έκαναν ό,τι μπορούσαν και πλέον πρέπει να τους πάρουν στο σπίτι κι αν έχουν πόνους, να τους αντιμετωπίσουν με… παυσίπονα ή να πάνε σε εφημερεύον νοσοκομείο. Κι όλα αυτά, διότι τα νοσοκομεία δεν θέλουν να κάνουν επιπλέον… έξοδα.
“Άλλη περίπτωση είναι μία 20χρονη καρκινοπαθής, άνεργη. Η δόση του φαρμάκου της είναι χίλια ευρώ. Πώς να τα πληρώσει από την τσέπη της; Οι γονείς της είναι άνεργοι. Κάναμε έρανο, για να τη βοηθήσουμε. Συναντάμε πολλές τέτοιες δύσκολες ιστορίες. Πολλοί καρκινοπαθείς καθυστερούν να μπουν στο χειρουργείο και να υποβληθούν σε χημειοθεραπείες, διότι δεν υπάρχουν χρήματα. Δεν ξέρουν καν αν θα προλάβουν να έχουν την ευκαιρία να ζήσουν”, λέει η κ. Μήττα.
Σύμφωνα με την ίδια, το βασικό αίτημα των καρκινοπαθών είναι η ασφάλεια στα φάρμακά τους και η δυνατότητα να έχουν όλοι δωρεάν πρόσβαση στα νοσοκομεία.
Είπαν
“Πολλοί διαβητικοί δεν αντέχουν να σηκώσουν το οικονομικό βάρος. Έτσι, μειώνουν τη δοσολογία των φαρμάκων τους, παίρνοντας ένα ή μισό χάπι αντί για δύο, ενώ στις περιπτώσεις ατόμων με διαβήτη τύπου 1 υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάζονται να βγάζουν την αντλία συνεχούς ροής ινσουλίνης που χρησιμοποιούν, γιατί δεν έχουν χρήματα για τα αναλώσιμα. Επιπλέον, ο ΕΟΠΥΥ ακόμη χρωστάει επί μήνες την επιστροφή χρημάτων σε διαβητικούς για την αγορά αναλώσιμων”
Αθανασία Καρούνου,
πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων-Συλλόγων Ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη
“Θυμάμαι ένα νέο παιδί με καρκίνο του φάρυγγα, ανασφάλιστο, χωρίς οικογένεια, που δεν το δεχόταν στο νοσοκομείο. Τελικά, πιέσαμε, προσπαθήσαμε και χειρουργήθηκε. Χημειοθεραπείες, όμως, δεν του έκαναν. Όσο διάστημα έτρεχα να του βγάλω βιβλιάριο πρόνοιας, έβαλαν το παιδί σε ίδρυμα ψυχικών νόσων για ηλικιωμένους. ‘Δεν είμαι τρελός’, μου έλεγε, ‘καρκίνο έχω’. Τελικά ‘έφυγε’ πριν από λίγους μήνες”
Περσεφόνη Μήττα,
πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών Μακεδονίας-Θράκης