Πριν από εικοσιτρία χρόνια σαν σήμερα, το 1988 στο Νταβός της Ελβετίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Τουρκούτ Οζάλ, συμφώνησαν στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ήταν μια σημαντική πρωτοβουλία των δύο Πρωθυπουργών, μετά από μία έντονη περίοδο κρίσεων, με πρώτη την κρίση του Μαρτίου το 1987, που η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν κυριολεκτικά στα πρόθυρα του πολέμου.
Το 1987, μετά την κρίση του Μαρτίου, ήταν χρονιά σιωπηρής προετοιμασίας του Νταβός και περίοδος ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ των δύο πρωθυπουργών. Η πρεσβεία μας στην Άγκυρα, είχε μείνει έξω από αυτό το παιχνίδι, αντίθετα με την Τουρκική Πρεσβεία στην Αθήνα, η οποία συμμετείχε ενεργά δια του πρέσβη Ναζμί Ακιμάν, ο οποίος είχε αναλάβει στην αρχή το ρόλο του μεσολαβητή-αγγελιοφόρου μεταξύ του Παπανδρέου και του Οζάλ. Έτσι είχαμε φτάσει στο αποκορύφωμα του διπλωματικού παραλογισμού. Να γνωρίζει ο Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα και η τουρκική πλευρά τις θέσεις και προτάσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού, χωρίς να τις γνωρίζει ο Έλληνας Πρέσβης στην Άγκυρα. Το χειρότερο, όμως, όλων είναι ότι, όποιος διαβάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γιάννη Καψή, Οι Τρεις Μέρες του Μάρτη, θα διαπιστώσει πως ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν ενήμερο για το περιεχόμενο των μηνυμάτων.
Τον Ιανουάριο του 1988 στο Νταβός, οι δύο Πρωθυπουργοί αποφάσισαν το «μη πόλεμο». Συμφώνησαν να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να μην προκύψει άλλη κρίση μεταξύ των δύο χωρών, να συναντιούνται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και να εγκαταστήσουν απευθείας τηλεφωνική γραμμή. Αποφάσισαν, επίσης, τη σύσταση δύο επιτροπών, της Πολιτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Συνεργασίας (οικονομική), οι οποίες θα συναντιούνταν αντίστοιχα στις δύο χώρες συγχρόνως. Η πρώτη, η Πολιτική Επιτροπή, θα κατέβαλλε προσπάθεια να καταγράψει τα προβλήματα και να διερευνήσει τις δυνατότητες προσέγγισης προς την κατεύθυνση οριστικών λύσεων. Η δεύτερη, η Οικονομική Επιτροπή, θα εξέταζε τους τομείς συνεργασίας, όπως τις μεικτές επιχειρήσεις, το εμπόριο, τον τουρισμό, τις επικοινωνίες και τις πολιτιστικές ανταλλαγές.
Πέραν της συμβολικής του σημασίας, τα ρηχά αποτελέσματα του Νταβός δεν άργησαν να φανούν, παρά τη συνέχεια που δόθηκε το πρώτο διάστημα. Κάτι που οφείλεται, κυρίως, στην εμμονή της τουρκικής πλευράς, επειδή ο Οζάλ ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει, ή τουλάχιστον να δείξει ότι προχωράει, στην αποκατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα, για να επιτύχει την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Την επομένη της αποθεωτικής επιστροφής του Ανδρέα Παπανδρέου από την Ελβετία, Τύπος και αντιπολίτευση σύσσωμα επέκριναν τη Συμφωνία του Νταβός ότι άφησε απέξω το Κυπριακό στις συζητήσεις και στο κοινό ανακοινωθέν. Οι κυβερνητικές εξηγήσεις, ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί διμερές μόνο θέμα, δεν κατάφεραν να ελαφρύνουν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί, υποβαθμίζοντας τα αποτελέσματα του Νταβός και εκθέτοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος είχε δηλώσει, ωστόσο, με άλλη αφορμή, ότι επίθεση εναντίον της Κύπρου θα εκληφθεί ως επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Μια διαφορετική έκφραση του μετέπειτα ενιαίου αμυντικού δόγματος, που εισήγαγε ο Παπανδρέου ως επίσημη ελληνική πολιτική στο Κυπριακό το 1993, με την επανεκλογή του.
Οι αντιδράσεις μετέτρεψαν, παραδόξως, το Κυπριακό σε κεντρικό θέμα στις μετέπειτα συναντήσεις Παπανδρέου-Οζάλ (Βρυξέλλες, Αθήνα), χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνεται και πάλι στα κοινά ανακοινωθέντα, εκτός του ανθρωπιστικού σκέλους, που αφορούσε τους αγνοούμενους. Ο Οζάλ, όμως, αντιμετώπιζε και αυτός την κριτική του Τύπου, των στρατιωτικών και των πολιτικών για την «ενδοτική» στάση του στο Κυπριακό. Ήταν μια εποχή που είχαν φανεί κάποια ενθαρρυντικά σημάδια για πιθανή απόσυρση, μερική ή ολική, των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο. Για τους καλά γνωρίζοντες, πάντως, αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί.
Τη συνάντηση του Νταβός ακολούθησαν δύο συναντήσεις των ελληνοτουρκικών επιτροπών στην Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα, η επίσημη επίσκεψη του Οζάλ στην Αθήνα (Ιούνιος 1988), νέα συνάντηση κορυφής στις Βρυξέλλες (Μάιος 1988). Ήταν μια περίοδος πρωτόγνωρης ελληνοτουρκικής διπλωματικής κινητικότητας, με συνεχείς επισκέψεις και επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οπωσδήποτε άφησε τα ίχνη της στη μετέπειτα πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρά το mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου.