Με αφορμή τις νέες, ακόμη πιο έντονες αυτή τη φορά αποδοκιμασίες κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, αλλά και σε βάρος πολιτικών, στον χθεσινό εορτασμό των Φώτων σε όλη τη χώρα, διατυπώνεται πανσπερμία απόψεων περί του θέματος. Για το περιεχόμενο της αγανάκτησης, για το αν υπάρχουν καθοδηγητές, για το αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως θεσμός πρέπει να μένει στο κοινωνικό απυρόβλητο, για το κατά πόσο είναι αιτιολογημένες οι συλλήψεις εκείνων που διαμαρτυρήθηκαν.
Ας «σκεφτούμε διαφορετικά», όπως θα μας προέτρεπε ο Στιβ Τζομπς, και όπως αρμόζει σε μια εποχή στην οποία βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες του… καθωσπρεπισμού. Της μονολιθικής προσέγγισης και της σκέψης που παραμένει εγκλωβισμένη σε καλούπια χτισμένα σε άλλες εποχές.
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι οι αντιδράσεις είναι καθοδηγούμενες, μια άποψη που πιθανότατα δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, γιατί δεν σκεφτόμαστε ότι, για να… καθοδηγηθεί κάποιος, θα πρέπει να υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο. Το κατάλληλο κλίμα. Εκείνος δηλαδή σε βάρος του οποίου απευθύνονται οι αποδοκιμασίες, να αποτελεί κατά κοινή αποδοχή «μέρος του προβλήματος». Επομένως, να δικαιολογούνται έτσι οι αποδοκιμασίες, έστω και «καθοδηγούμενες».
Στην προκειμένη περίπτωση, ο πολιτικός κόσμος είναι εκείνος που κατά κύριο λόγο φέρει ακέραια την ευθύνη για την εθνική κατρακύλα. Γιατί φυσικά, «δεν τα φάγαμε μαζί». Δεν είχαμε όλοι… δικαίωμα υπογραφής.
Η αποδοκιμασία προς τον πολιτικό κόσμο είναι μάλλον συνηθισμένη συμπεριφορά. Εκείνη που ξενίζει είναι η αποδοκιμασία προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για δεύτερη φορά, μετά τις αποδοκιμασίες στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, που οδήγησαν άλλωστε και στη ματαίωσή της. Κάτι που δεν είχε συμβεί στο παρελθόν, με τον εκάστοτε Αρχηγό του Κράτους, ακόμη και στη «δύσκολη» εποχή του Χρήστου Σαρτζετάκη. Και μάλιστα, μερικές μέρες μετά τη δημόσια υπεράσπιση του Λουκά Παπαδήμου, κατά του «πολέμου», που τόνισε ότι δέχεται.
Το ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, δεν είναι γιατί αποδοκιμάστηκαν ο Κάρολος Παπούλιας και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής. Αλλά γιατί δεν βρέθηκαν άλλοι πολίτες, για να τους υπερασπιστούν. Να αποδοκιμάσουν εκείνους που… αποδοκίμαζαν τους πολιτικούς. Όπως πολλές φορές έχει συμβεί σε αθλητικές διοργανώσεις, όταν οι οπαδοί μιας ομάδας κατανοούν ως κατευθυνόμενες τις αποδοκιμασίες μιας άλλης μερίδας οπαδών, προς τη διοίκηση, τον προπονητή ή τους παίκτες.
Το γεγονός λοιπόν ότι δεν βρέθηκαν υπερασπιστές του Προέδρου της Δημοκρατίας και των λοιπών πολιτικών που αποδοκιμάστηκαν, θα πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο από το κατά πόσο είναι υποκινούμενες οι αποδοκιμασίες σε βάρος τους.
Το φαινόμενο υποδηλώνει ότι η κοινωνία, είτε βαρέθηκε, είτε απογοητεύτηκε πλήρως, είτε δεν έχει πλέον κουράγιο. Ό, τι από όλα κι αν συμβαίνει, ή όλα μαζί, το σκηνικό που διαμορφώνεται για το εθνικό μέλλον είναι εξαιρετικά απογοητευτικό. Έως επικίνδυνο.