ΜΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Πόσο μακρινή φαντάζει άραγε η 28η Μαϊου του 1979… Τότε που στο περιστύλιο του Ζαππείου, η Ενωμένη Ευρώπη υποδεχόταν ένα ακόμη μέλος. Το «δέκα το καλό», όπως προσδοκούσαμε να προσφωνείται η Ελλάδα, η χώρα που έδωσε στην Ευρώπη το όνομα του ιστορικού αυτοπροσδιορισμού της.
Για λογαριασμό μιας χώρας που μάλωνε με τον εαυτό της για την πορεία που θα έπρεπε να επιλέξει για το μέλλον της, τη βαριά υπογραφή έβαλε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ίσως ο μόνος Έλληνας πολιτικός που κατάλαβε τόσο νωρίς και τόσο ξεκάθαρα, πόσο σημαντικό ήταν να εγκαταλείψουμε την εθνική μας μοναξιά, και να ενταχθούμε σε μια αγκαλιά ελπίδας, κοινών οραμάτων και προσδοκιών για ένα κοινό μέλλον.
Τότε, βρήκε απέναντί του πολλούς. Κυρίως βρήκε απέναντί του τον λαϊκισμό, μπολιασμένο με ισχυρές δόσεις κακώς εννοούμενου εθνικισμού. Υπήρχαν πολλοί, σε όλες τις παρατάξεις, που πίστευαν ότι… θα περνούσαμε και μόνοι μας καλά. Κανείς δεν θα κατηγορούσε τον Εθνάρχη αν έκανε πίσω. Αν επέλεγε να γίνει αρεστός. Αν αντί να υπογράψει στο Ζάππειο την εξασφάλιση του μέλλοντος αυτής της χώρας, υπέγραφε με τον λαϊκισμό τη λεηλασία της.
Ο Καραμανλής βέβαια ήταν απλώς ο εαυτός του. Πήγε κόντρα στους απερίσκεπτους, τους αφελείς, τους κουτοπόνηρους. Υπέγραψε την ένταξη της χώρας στην Ενωμένη Ευρώπη. Και χάρη σε εκείνη την υπογραφή, η Ελλάδα είχε την ευχέρεια, στα χρόνια που ακολούθησαν, να προχωρήσει σε… ελεύθερη συμβίωση με τον λαϊκισμό, να ζήσει πάνω από τις δυνατότητές της, να φτάσει στο χείλος του γκρεμού, και να ζητάει την… επιμήκυνσή του.
«Είχα τρεις στόχους: Να δώσω στον Έλληνα δουλειά, να τον βγάλω από τη φτώχεια. Να εξασφαλίσω τη χώρα. Να αλλάξω τη νοοτροπία των Ελλήνων. Τους δυο πρώτους στόχους τους πέτυχα. Ο Έλληνας χόρτασε, έπαψε να πεινάει. Η χώρα εξασφαλίστηκε με την ένταξή της στην Ευρώπη. Τον τρίτο στόχο, δεν τον πέτυχα». Αυτό είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν ρωτήθηκε για τον πυρήνα της πολιτικής του στόχευσης. Και η πικρή διαπίστωσή του, εξηγεί το εθνικό αδιέξοδο το οποίο βιώνουμε σήμερα.
Προσπάθησε, αλλά δεν πρόλαβε, απέτυχε να μας αλλάξει μυαλά. Και από τη στιγμή που τα… μυαλά αυτά ένιωσαν εξασφάλιση για το μέλλον τους και… παραχόρτασαν, θα έλεγε κανείς ότι… και πολύ αντέξαμε προτού βρεθούμε στα όρια της εθνικής απαξίωσης.
Αν ο Καραμανλής δεν μας είχε βάλει στην ΕΟΚ, πηγαίνοντας κόντρα στους τότε ισχυρούς της Γηραιάς Ηπείρου, προφανώς και η Μαρία Δαμανάκη δεν θα είχε τα περιθώρια να… θαυμάζει τον Κώστα Σημίτη για την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δεν θα μας παρομοίαζε τόσο αφελώς με τον Τιτανικό. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θα ανακάλυπτε ότι κυβερνά μια διεφθαρμένη χώρα, χωρίς συνέπειες για τον ίδιο.
«Η σχέση του πολιτικού με τον λαό, είναι σχέση προσφοράς υπηρεσίας. Αν ο πολιτικός είναι ικανός και τίμιος υπηρέτης, δεν χρειάζεται να κολακεύει τον λαό για να τον ψηφίσει. Ο λαός τον χρειάζεται», είχε πει μια άλλη φορά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μια διαπίστωση που ηχεί περίεργα στη σημερινή συγκυρία, όπου η χώρα πασχίζει να ανανεώσει το διαβατήριο για το μέλλον, και απειλείται με… δημοψήφισμα για το αν θα πρέπει να παραμείνουμε ή όχι στην Ενωμένη Ευρώπη.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ο κατεξοχήν πολιτικός των έργων. Δωρικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Δεν δίστασε ποτέ να πάει κόντρα στο ρεύμα. Να σταθεί στη μέση μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας, σαν βράχος πάνω στον οποίο πέφτουν με ορμή τα κύματα, χωρίς να τον μετακινούν από τη θέση του. Και «ηττημένα», επιστρέφουν στο απέραντο γαλάζιο.
Να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. Αυτή είναι η πολιτική παρακαταθήκη στην οποία θα έπρεπε και σήμερα να στραφούμε, μήπως και σώσουμε ό, τι προλαβαίνουμε, από τις ακυρωμένες προσδοκίες του μέλλοντός μας.
Και να θυμόμαστε, πως όταν ρωτήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αν θα έγραφε τα απομνημονεύματά του, η απάντηση που έδωσε ήταν ένα εκκωφαντικό «όχι». Και η εξήγηση, ακόμη πιο εκκωφαντική: «Γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω»…