Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Η ζωή του Λευτέρη Χισιρίδη θα μπορούσε να είναι σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.


Φορτωμένη η ζωή του με κάθε είδους αντιξοότητες και όμως, με πείσμα, διορατικότητα, εργατικότητα με θέληση και ψυχική δύναμη κατάφερνε να τις ξεπέρνα και να κοίτα μπροστά με αυτοπεποίθηση.

Αναφερόμαστε στον κ. Λευτέρη Χισιρίδη κάτοικο Νυμφόπετρας του οποίου η ζωή θα μπορούσε να είναι, γιατί όχι, σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Κάθε στάση στη ζωή του ενυπήρχε και το στοιχείο του απρόσμενου αλλά και της δημιουργικής πορείας. Κάθε στάση και μια ολόκληρη ιστορία.

Είναι Κυριακή πρωί και στον αύλειο χώρο και κάτω από την πυκνή σκιά του πλατάνου, μας περιμένουν, ο κ. Λευτέρης Χισιρίδης και η σύζυγος του κ. Αναστασία, η οποία μας ετοίμασε τον πρωινό μας καφέ. Η συζήτηση μας κράτησε περίπου μια ώρα και τριάντα λεπτά τα οποία στη πορεία φάνηκαν πολύ λίγα για να καλύψουν μια διαδρομή πλούσια σε δράσεις και περιπέτειες. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα σύντομο ιστορικό της ζωής του συνομιλητή μας, με την υπόσχεση ότι ολόκληρη η αφήγηση του, θα δημοσιευτούν στο υπό έκδοση βιβλίο μας.

O κ. Λευτέρης Χισιρίδης γεννήθηκε το 1945 στο Κοκκινοχώρι Λαγκαδά ένα χρόνο μετά την λήξη της περιόδου της κατοχής και λίγους μήνες πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Μικρός μαζί με την οικογένειά του εγκαταλείπει την γενέτειρα το Κοκκινοχώρι το 1947 μετά από υπόδειξη των ανταρτών, κατεβαίνουν για λίγο στη παλιά Νυμφόπετρα και πριν το ολοκληρωτικό κάψιμο της Παλιάς Νυμφόπετρας, εγκαθίσταται η οικογένεια του σε δικό τους σπίτι στο Λαγκαδά. Το 1951 1952 πηγαίνει δημοτικό σχολείο στο Λαγκαδά και στη συνεχεία στη Νυμφόπετρα όπου τελειώνει το δημοτικό σχολείο, ενώ το διάστημα 1952-53 η οικογένεια του μένει στις παράγκες. Στα 13 με 14 του χρόνια μαθητεύει κουρέας δίπλα στον μάστορά του Κώστα Τσαταλμπασίδης. Αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια κανονικά επί του έργου. Το κουρείο όπως και αλλά κουρεία την εποχή εκείνη στεγάζονταν στα καφενεία. Το κουρείο του μάστορα του ήταν στο καφενείο του Ηλία Κοκτσίδη. Μετά από λίγα χρόνια ο Κώστα Τσαταλμπασίδης φεύγει για να εργαστεί στη αστυνομία. Αναλαμβάνει το κουρείο. Λίγο καιρό αργότερα κλείνει το καφενείο του Ηλία Κοκτσίδη. Παίρνει την καρέκλα του, τον καθρέπτη και τα κουρευτικά του εργαλεία και στεγάζεται στο καφενείο Γιώργου Κοκτσίδη. Λίγο αργότερα ο ιδιόκτητης του καφενείου δημιουργεί δυο εξωτερικούς χώρους όπου στεγάζονται, το κρεοπωλείο του Αλέκου Καραγιάννη και το δικό του κουρείο. Την περίοδο εκείνη (αρχές της δεκαετίας του 1960) κουρεία είχαν, ο Γιάννης Κυψελίδης στο καφενείο του Ηρώδη Σιμιντζίδη και ο Μιχάλης Λαμπαδαρίδης σε χώρο στις εγκαταστάσεις της οικογένειας Μοτσάνου. Όταν σταμάτησε να κουρεύει τα εργαλεία του τα παρέδωσε στον Γιάννη Καλπακίδη. Πριν πάει στο στρατό και σε ηλικία 18 χρόνων παντρεύεται και όταν κλήθηκε για να υπηρέτηση την θητεία του είχε τριών μηνών τον γιο του. Τελειώνει την θητεία και επιστρέφει στο χωριό. Αν και δεν είχε στην σκέψη του να φύγει από το χωριό εν τούτης ο γαμπρός του Περικλής Κορεζελίδης και η αδελφή του Σοφία που ήταν στην Αυστραλία, τον παρακίνησαν μέσα από αλληλογραφία να πάει στην Αυστραλία. Ζύγισε τα υπέρ και τα κατά και πήρε την μεγάλη απόφαση. Όμως υπήρχε και ο πατέρας. Τι θα έλεγε σε μια τέτοια απόφαση του όταν ήταν ο τελευταίος από τα παιδιά του; Αρχές του του 1968 ημέρα Κυριακή ανακοινώνει την απόφαση του. Ο πατέρα του ζητά μια προθεσμία δυο ημερών να απάντηση. Την Τετάρτη κάθονται οι δυο τους απέναντι από το τραπέζι και ο πατέρας του Ανέστης με σοφία πνεύματος του λέει « Τι είναι αυτό που μου είπες παιδί μου. Θέλεις να πας στην Αυστραλία; Του απαντά ο γιος ναι. Τώρα εγώ τι να σου πω. Αν σου πω φύγε θα μου πεις με διώχνει ο πατέρας μου. Είναι σαν σου λέει, ο πατέρας μου με κλωτσά για να φύγω. Αν σου πω μείνε θα μου πεις σκέφτηκα την δική μου ζωή. Εγώ είμαι 54 ετών. Έκτισα τρία σπίτια. Ένα στο Κοκκινοχώρι, ένα στο Λαγκαδά και ένα σε αυτό που μένουμε εδώ. Με την μαμά σου και όλοι την οικογένεια δουλεύουμε σαν τα σκυλιά δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι, δυο σανίδια να πάρω να δυο λαμαρίνες πάρω, να πάρουμε φαγώσιμα για όλο το χρόνο, τα λεφτά που περνούμε από τα καπνά τελειώνουν. Ένα έχω να σου πω. Εμείς γέρασμα, (τότε στα 55 χρόνια αισθανόταν ότι είναι γέροι και φαίνονταν ότι είναι γέροι) εμείς θα μείνουμε εδώ. Εσύ είσαι νέος. Πάρε την οικογένειά σου και φύγε να γλυτώσεις».

Τον Οκτώβριο του 1968 ζητά από τον γαμπρό του Περικλή Κορεζελίδη να του κάνει πρόσκληση, γίνεται και κάνει τα χαρτιά του, βγάζει τα εισιτήρια για την τετραμελή οικογένεια του και τον Απρίλιο 1969 παίρνει το καράβι από τον Πειραιά και ξεκινά για το μεγάλο ταξίδι το οποίο διαρκεί 29 ημέρες. Στο καράβι του οποίο το όνομα του ήταν «Αυστραλής», είχε περίπου τρεις χιλιάδες Έλληνες. Η διαδρομή ήταν πολύ ευχάριστη και όλα μέσα στο καράβι ήταν τέλεια. Η πορεία του καραβιού ήταν Νότια Αφρική –Αυστραλία. Φτάνει αυτός και η οικογένειά του στο Λιμάνι του Σίδνεϊ, αντί της Μελβούρνης λόγω απεργίας. Παίρνει το τρένο, τα οποία όπως μας είπε ήταν πολύ καθαρά και με πολύ καλή εξυπηρέτηση. Φτάνουν στην Μελβούρνη και συγκεντρώνονται όλοι η μετανάστες σε ένα τεράστιο σκεπασμένο χώρο. Ο γαμπρός του έρχεται με το αεροπλάνο από την Τασμανία, τον οποίο δεν γνωρίζει, έχοντας μόνο μια φωτογραφία του. Όλοι οι συγγενείς περιμένουν εκεί για να πάρουν τους δικούς τους. Ο γαμπρός του κάνει ανακοινώσεις για την αναζήτηση του αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση. Κάποια στιγμή ο κόσμος αραιώνει και ο κ. Λευτέρης Χισιρίδης βλέπει έναν κύριο να πηγαίνει και να έρχεται με μια τσάντα στο χέρι. Παίρνει την απόφαση να τον ρωτήσει. Πριν ολοκλήρωση το όνομάτα του, ο ένας πέφτει στην αγκαλιά του αλλού με δάκρυα στα μάτια. Αναχωρούν με αεροπλάνο για την Τασμανία και την πόλη Χόμπαρτ. Εκεί ο γαμπρός του είχε ήδη νοικιάσει σπίτι μικρό αλλά κάλυπτε τις ανάγκες του. Αμέσως αναζητά δουλειά σε κουρείο. Μέσω αγγελίας, βρίσκει και το προσλαμβάνουν. Ο εβδομαδιάτικος μισθός ικανοποιητικός. Ταυτόχρονα τα σαββατοκύριακα εργάζεται εξτρά παίρνοντας πολλαπλάσια χρήματα τόσα ώστε να αγοράσει σπίτι σε ένα χρόνο και αυτοκίνητο. Το πρόβλημα γλώσσας το «έλυσε» η καλή δουλειά του. Όταν τον είδε το αφεντικό ότι είναι καλό χέρι είπε στο γαμπρό του «αφήνω το κουρείο και πάω στο σαντουϊτσαδικο που έχω» . Οι Έλληνες τον μάθανε και πήγαιναν στο κουρείο του. Μετά από ένα χρόνο αφήνει το κουρείο και εργάζεται για λίγο καιρό σε φούρνο. Μετά από λίγους μήνες πιάνει δουλειά σε ένα μεγάλο εργοστάσιο υφαντουργίας. Τον Νοέμβριο του 1972 αποφασίζει να επιστρέψει οικογενειακός στην Ελλάδα και να εργαστεί συνεταιρικά με τον αδελφό του Γιάννη που είχε βενζινάδικο και μάντρα αυτοκίνητων στη Θεσσαλονίκη στην οδό Λαγκαδά. Δούλεψε μαζί με το αδελφό του για ένα χρόνο ως εργάτης χωρίς να γίνει πράξη ο συνεταιρισμός. Όταν αδελφός έμαθε από τρίτο πρόσωπο ότι θέλει να επιστρέψει στην Αυστραλία του ζήτησε να μείνει και να επιλέξει, το ταξί που είχαν η το βενζινάδικο. Μετά από συνεννόηση, κρατά ο Γιάννης το ταξί και ο Λευτέρης το Βενζινάδικο. Την πρώτη ημέρα ως αφεντικό του βενζινάδικου κάνει παραγγελία καύσιμων. Από λάθος δικό του γίνεται μετάγγιση καυσίμων σε λάθος δεξαμενή όταν το αντιλαμβάνεται ήδη είχε γίνει η ζημιά. Ενημερώνει την εταιρία η οποία αμέσως ξεκινά την άντληση και το καθαρισμό των δεξαμενών, ο οποίος καθαρισμός είχε μεγάλο κόστος. Δεν χρεώνει τίποτα η εταιρία καυσίμων στην επιχείρησή του. Συνεχίζει με την σύζυγο του Αναστασία, που πάντα δίπλα του είναι ακλόνητος βράχος, εκείνος στο πλυντήριο και εκείνη στις αντλίες. Η επιχείρηση πήγε πολύ καλά για τέσσερα χρόνια, από το 1973 μέχρι και το 1977 με σκληρή δουλειά. Τα παιδιά μεγάλωσαν η σύζυγος του μένει στο σπίτι και ίδιος παίρνει προσωπικό για την επιχείρηση του. Την περίοδο εκείνη κάποιος καρδιακός του φίλος τον προτείνει να ηγηθεί της ομάδας του "Καρατασιακού" ως πρόεδρος. Αποδέχεται. Τα οικονομικά της ομάδας ήταν σε κακή κατάσταση. Βοηθά οικονομικά και ανεβαίνει κατηγορίες η ομάδα αλλά τα οικονομικά προβλήματα συνεχίζουν. Ως προπονητή είχαν προσλάβει τον παίκτη του Άρη, Παπουτσόπουλο. Χάνει πολλά χρήματα, αλλά η αγάπη του κόσμου και οι γνωριμίες του έφεραν θετικά αποτελέσματα στην επιχείρηση του η οποία έφτασε σε κατανάλωση καυσίμων να είναι  το δεύτερο βενζινάδικο σε όλη την Μακεδονία. Η αξιοπιστία ήταν εκείνη που ανέβασε την επιχείρηση αλλά και οι καινοτομίες για την εποχή, δωρεάν καθαρισμό, αναψυκτικά, καφέδες κτλ. 106 ταξί κάθε πρωί ήταν καθαρισμένα και φουλαρισμένα με καύσιμα. Μεγάλες επιχειρήσεις μεταφορών προστεθήκαν στο κατάλογο της επιχείρησης του ακόμα και λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Ήταν το μόνο βενζινάδικο που είχε δικό του νερό από πηγάδι και το οποίο βοηθούσε σημαντικά τα καλοκαιρία στο πλύσιμο των αυτοκίνητων. Η επιχείρηση πήγαινε πολύ όμως το 1980 αποφασίζει να επιστρέψει στην Αυστραλία. Ζυγίζει τα δεδομένα και βλέπει ότι η ζυγαριά γέρνει προς την Αυστραλία. Εκεί θεώρει ότι σε πολύ λιγότερο χρόνο και με λιγότερο άγχος βγάζει περισσότερα. Έτσι λοιπόν το 1980 φεύγει και πάλι στην Τασμανία της Αυστραλία και στην ίδια πόλη το Χόμπαρτ. Τώρα όχι ως εργάτης αλλά ως επιχειρηματίας. Για λίγους μήνες δούλεψε στο ταχυφαϊο του γαμπρού του. Μαγαζί που πρόσφερε πατάτες με ψάρια. Δούλεψε μόνο και μόνο για να μπει στο πνεύμα του επαγγελματισμού. Μετά από έξι μήνες νοικιάζει επιχείρηση σούπερ μάρκετ μαζί και σπίτι. Στα τρία χρόνια αγοράζει οικόπεδο και σπίτι. Αφήνει το σούπερ μάρκετ και παίρνει το φαγάδικο του γαμπρού του. Το νοικιάζει για δυο χρόνια αλλά πριν περάσουν τα δυο χρόνια βρίσκει μια ευκαιρία για ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Το δουλεύει, πάει πολύ καλά, αγοράζει σπίτι και κτίζει σπίτι. Το 1985 πουλά την επιχείρηση και επιστρέφει στη Ελλάδα οικογενειακός για ξεκούραση για περίπου τρεις με τέσσερις μήνες. Στο διάστημα της παραμονής στους στη Ελλάδα παντρεύονται τα παιδιά του. Τον ίδιο χρόνο επιστρέφει στην Αυστραλία με επιπλέον άτομα στην οικογένεια. Αναζητά μεγαλύτερο χώρο για να δουλέψουν και η νύμφη και ο γαμπρός. Ανοίγει σουβλατζίδικο με την επωνυμία « Παρθενών σουβλάκι» με 11 άτομα προσωπικό. Δούλεψε αυτό το μαγαζί για πέντε χρόνια. και πήγε πολύ καλά οικονομικά. Ανοίγει άλλο μαγαζί φαγάδικο με ψάρια. Το 1998 αποφασίζει να έρθει για πάντα στην Ελλάδα. Η νοσταλγία της επιστροφής πάντα ήταν στην σκέψη του. Η κόρη του μένει στην Αυστραλία ο γιος με τα παιδιά του γυρίζει στην Ελλάδα. Παίρνει οικόπεδα και κτίζει οικοδομές. Τα διαμερίσματα έφευγαν αμέσως. Πάνε οι δουλειές πολύ καλά μέχρι το 2003 όπου οικοδομική δραστηριότητα κάμπτει. Ανοίγει σουβλατζίδικο μαζί με τον γιο του Ανέστη το 2005. Το αφήνει στο γιο του και επιστέφει με την σύζυγο του στην Αυστραλία. Όχι για να εργαστεί αλλά για να καθίσει τον χρόνο που απαιτείτε για να πάρει σύνταξη στην Αυστραλία. Ήταν τότε 63 ετών απαιτούνταν αλλά δυο χρόνια. Η σύζυγος του έπιασε αμέσως δουλειά. Εκείνος πάντα στην σκέψη του είχε την πορεία των παιδιών. Η έφεση για δημιουργικότητα δεν τον εγκαταλείπει.

Μια μέρα συναντά ένα φίλο του που είχε μεγάλο φαγάδικο έξω από την πόλη. Του είπε αν αποφασίσει να πουλήσει την επιχείρηση να του την δώσει. Μετά από δυο χρόνια ο φίλος τον ενημερώνει αν ισχύει αυτό που του είχε πει. Και βεβαία ισχύει του είπε. Η συνταξιοδότηση μένει στην άκρη. Πήρε το μαγαζί αλλά ήθελε και άλλα χέρια. Η κόρη δέχτηκε να δουλέψει στο μαγαζί, πείστηκε και ο γαμπρός αφού ζύγισε τα υπέρ και τα κατά. Υπογραφή συμβόλαιο για 3 συν 3 συν τρία χρόνια. Στα τρία χρόνια πάει πολύ καλά η επιχείρηση τόσο η κόρη όσο και ο γαμπρός όχι μονό εξοφλούν δάνεια από αγορά σπιτιών αλλά αγοράζουν και επιπλέον σπίτια. Αγοράζει οικόπεδα μέσα στη πόλη για να κτίσει σπίτια. Στο επιπλέον χρόνο που εργάζονται στο μαγαζί κτίζουν σπίτια στα οικόπεδα που πήραν και ο γαμπρός του και ένα σπίτι κτίζει ο ίδιος στο όνομα της συζύγου του Αναστασίας που τόσα πρόσφερε και στάθηκε δίπλα του με γενναιότητα. Συνολικά η κόρη και ο γαμπρός απέκτησε 10 σπίτια. Στα 67 του χρόνια κάνει αίτηση για συνταξιοδότηση η οποία άμεσα εγκρίνεται και σε 15 ημέρες παίρνει την σύνταξη του, αφού κατέθεσε προηγουμένως έγγραφο απόσυρσης από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το 2011 έρχεται με την σύζυγο του για έξι μήνες στην Ελλάδα. Ο γιος του Ανέστης στο διάστημα αυτό είχε μαγαζί σουβλατζίδικο δεν πήγε καλά άνοιξε άλλο μαγαζί δεν πήγε καλά και μια μέρα ανακοινώνουν την απόφαση τους να πάνε στην Αυστραλία. Πηγαίνουν στην Αυστραλία και ανοίγουν επιχείρηση στο γιο τους που πήγε πολύ καλά.

Το 2018 έρχεται με την σύζυγο του οριστικά στην Ελλάδα και σήμερα διαμένουν στο αγαπητό τους χωριό τη Νυμφόπετρα πραγματοποιώντας την επιθυμία του τα τελευταία χρόνια της ζωής του να τα περάσει στο χωριό που μεγάλωσε και έκανε τους πρώτους φίλους του, ένας εκ των οποίων ήταν και Σταύρος Κοκτσίδης του οποίου η απώλεια του πριν από ένα χρόνο τον πλήγωσε πολύ. 

Τόσο ο κ. Λευτέρης Χισιρίδης όσο και η σύζυγο του κ. Αναστασία χαίρουν της εκτιμήσεως όλου κόσμου. Η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια και σεβασμός στον συνάνθρωπο τους είναι τα χαρακτηριστικά που τους διακρίνουν. Ο Θεός να τους χαρίζει υγεία και η κάθε μέρα τους να είναι ημέρα ευτυχίας. Να χαίρονται τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονα τους

Να είστε πάντα καλά

Χρήστος Γιαννακίδης

emvolimanea.blogspot.com