Για περισσότερα από 220 χρόνια, αφοσιωμένοι κυνηγοί θησαυρών αναζητούν απάντηση στο μυστήριο του Oak Island, που βρίσκεται στην νότια ακτή της Νέας Σκωτίας του Καναδά. Κι ενώ παραμένει μέχρι σήμερα ασαφές τι ακριβώς ψάχνουν -χρυσάφι πειρατών, τα χαμένα χειρόγραφα του Σαίξπηρ, ένα βυθισμένο πλοίο των Βίκινγκ;- ορισμένοι έχουν πληρώσει το «κυνήγι» αυτό ακόμη και με το ακριβότερο τίμημα: Το 1961, τέσσερις άνθρωποι πέθαναν στη διάρκεια ανασκαφής στον διάσημο «λάκκο με τα χρήματα» του νησιού.
Η αναζήτηση με την ελπίδα εντοπισμού ενός αμύθητου θησαυρού συνεχίζεται μέχρι σήμερα στο Oak Island. Η περίπτωση αυτή δεν είναι σίγουρα η μοναδική. Υπάρχουν τουλάχιστον άλλες έξι ιστορίες θρυλικών χαμένων θησαυρών που έχουν «στοιχειώσει» τη φαντασία αρχαιολόγων και κυνηγών θησαυρών ανά τους αιώνες.
Η Κιβωτός της Διαθήκης
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μωυσής είχε ένα επίχρυσο ξύλινο κιβώτιο, γνωστό ως Κιβωτός της Διαθήκης, που κατασκευάστηκε με εντολή του ίδιου του Θεού. Σκοπός της ύπαρξής του ήταν η φύλαξη ιερών κειμηλίων, ανάμεσα στα οποία και δύο πέτρινες πλάκες που περιλάμβαναν τις 10 εντολές.
Οι Ισραηλίτες κουβάλησαν την Κιβωτό στη διάρκεια της 40χρονης περιπλάνησής τους, για να τη μεταφέρουν στη συνέχεια στον Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Το 607 π.Χ., οι Βαβυλώνιοι πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ και έσφαξαν πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, οδηγώντας τους επιζώντες στην εξορία. Όταν οι Ισραηλίτες επέστρεψαν, η Κιβωτός είχε πλέον εξαφανιστεί, μαζί με άλλους ανεκτίμητης αξίας θησαυρούς. Παραμένει άγνωστο αν το ιερό αυτό κιβώτιο κρύφτηκε κάπου πριν από την πολιορκία προκειμένου να προστατευτεί από τους εισβολείς, ή αν καταστράφηκε από τους Βαβυλώνιους.
Σε κάθε περίπτωση, αρχαιολόγοι και κυνηγοί θησαυρών αναζητούν το ιερό αυτό κιβώτιο για αιώνες, χωρίς επιτυχία.
Ο θησαυρός του Μοντεζούμα
Όταν το 1519, ο Ερνάν Κορτές έφτασε στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, Τενοτστιτλάν, ο αυτοκράτορας Μοντεζούμα υποδέχτηκε τον ίδιο και τους άντρες τους με μια μεγάλη τελετή. Οι Αζτέκοι πρόσφεραν στον Κορτές ακόμη και χρυσό και ασήμι, ελπίζοντας ότι αυτοί οι «θεοί» με το λευκό δέρμα θα άφηναν την Τενοτστιτλάν στην ησυχία της.
Άπληστοι για περισσότεροι, οι Ισπανοί έθεσαν τον Μοντεζούμε σε κατ’ οίκον περιορισμό και με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων λεηλάτησαν την πόλη και τρομοκράτησαν τους κατοίκους της. Έπειτα από μια βάναυση σφαγή στη διάρκεια θρησκευτικής γιορτής, οι Αζτέκοι ξεσηκώθηκαν και στη διάρκεια της ταραχής ο Μοντεζούμα σκοτώθηκε. Δεχόμενες επίθεση, οι ισπανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Τενοτστιτλάν και να πετάξουν όλα τα πλούτη τους στα νερά της λίμνης Τεξκόκο, καθώς έτρεχαν για να γλιτώσουν από την οργή. Και παρόλο που ο Κορτές επέστρεψε με τον στρατό του ανανεωμένο την επόμενη χρονιά και κατέκτησε τους Αζτέκους για τα καλά, ο αποκαλούμενος «θησαυρός του Μοντεζούμα» θα παρέμενε για πάντα χαμένος.
Η πιο δημοφιλής θεωρία θέλει όλα αυτά τα πλούτη να παραμένουν στον βυθό της λίμνης Τεξκόκο. Πάντως, πολλοί έχουν επιχειρήσει να την ερευνήσουν για να τα εντοπίσουν, χωρίς καμία επιτυχία. Σύμφωνα με έναν άλλο θρύλο, που διαδόθηκε από τους απογόνους των Αζτέκων, περισσότεροι από 2.000 άντρες εντόπισαν τον θησαυρό και κατευθύνθηκαν, μαζί με τη σορό του Μοντεζούμα, προς τον βορρά.
Ο θησαυρός του Μαυρογένη
Ο πιο διάσημος πειρατής της ιστορίας (το πραγματικό του όνομα ήταν Έντουαρντ Τιτς) βρέθηκε στη θάλασσα από νεαρή ακόμη ηλικία και άρχισε τη δράση του ήδη από την περίοδο του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής στις αρχές του 18ου αιώνα. Μέχρι να στραφεί τελικά αποκλειστικά στην πειρατεία. Από το 1716 έως το 1718, ο Μαυρογένης και το πλοίο του «Η εκδίκηση της βασίλισσας Άννας» περιφέρονταν στις Δυτικές Ινδίες και την ατλαντική ακτή της Βόρειας Αμερικής, καιροφυλακτώντας για πλοία που επέστρεφαν στην Ισπανία φορτωμένα με χρυσό, ασήμι και άλλους θησαυρούς από το Μεξικό και τη Νότια Αμερική.
Στα τέλη του 1718, οι βρετανικές ναυτικές δυνάμεις υπό την καθοδήγηση του υπολοχαγού Ρόμπερτ Μέιναρντ κατάφεραν να σκοτώσουν τον διαβόητο πειρατή έπειτα από μια σκληρή μάχη. Ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε και οι Βρετανοί έριξαν το ακέφαλο πτώμα στη θάλασσα. Το κεφάλι το παλούκωσαν πάνω στον πρόβολο του πλοίου με στόχο να αποθαρρύνουν τους άλλους πειρατές.
Πριν από τον θάνατό του, ο Μαυρογένης είχε υποστηρίξει πως είχε κρύψει τον τεράστιο θησαυρό του, χωρίς όμως να αποκαλύψει σε κανέναν την τοποθεσία. Κυνηγοί θησαυρών τον αναζητούν έκτοτε, ψάχνοντας για στοιχεία οπουδήποτε: από τις ακτές της Βιρτζίνια έως την Καραϊβική και τα νησιά Κέιμαν.
Ο θησαυρός της Λίμα
Το 1820, καθώς οι δυνάμεις του επαναστατικού ηγέτη Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν προχωρούσαν προς τη Λίμα του Περού, οι ισπανικές αρχές έσπευσαν να διασώσουν τα πλούτη που είχαν συγκεντρώσει από την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Ίνκας τον 16ο αιώνα. Εμπιστεύτηκαν στον βρετανό καπετάνιο Γουίλιαμ Τόμσον να κρύψει τον θησαυρό στο πλοίο του, Mary Dear, και να ανοιχτεί στη θάλασσα έως ότου θα ήταν ασφαλές να επιστρέψει στη Λίμα.
Αντ’ αυτού, ο Τόμσον και το πλήρωμά του σκότωσαν τη φρουρά του ισπανού αντιβασιλέα και το έσκασαν με τα λάφυρα. Όταν ένα ισπανικό πλοίο κατέλαβε το Mary Dear, ολόκληρο το πλήρωμα εκτελέστηκε, με εξαίρεση τον Τόμσον και το πρωτοπαλίκαρό του, που υποσχέθηκαν να αποκαλύψουν πού είχαν θάψει τον θησαυρό.
Όταν όμως έφτασαν στα νησιά Κόκος, κοντά στη σημερινή Κόστα Ρίκα, ο Τόμσον και ο σύντροφός του απέδρασαν στη ζούγκλα και ουδείς άκουσε ξανά για αυτούς. Έκτοτε, περισσότερες από 300 εκστρατείες έχουν οργανωθεί και αποτύχει να εντοπίσουν τον Θησαυρό της Λίμα. Ένας θησαυρός που εκτιμάται πως σήμερα θα άξιζε περισσότερα από 200.000.000 δολάρια!
Ο Θησαυρός του Μόσμπι
Αρχές Μαρτίου του 1863, ο συνταγματάρχης της Συνομοσπονδίας του Νότου Τζον Σίνγκλετον Μόσμπι και η ομάδα του έπιασαν στον ύπνο περισσότερους από 40 στρατιώτες της Ένωσης, αντιμετωπίζοντάς του χωρίς καν να χρειαστεί να βγάλουν τα όπλα τους. Από τα καταλύματα του στρατηγού της Ένωσης Έντουιν Στάντον, πιστεύεται ότι ο Μόσμπι άρπαξε έναν σάκο γεμάτο με πολύτιμα αντικείμενα αξίας 350.000 δολαρίων: χρυσό, ασήμι, κηροπήγια, κοσμήματα, καθώς και οικογενειακά κειμήλια που είχαν αφαιρεθεί από σπίτια πλούσιων ιδιοκτητών φυτειών στη Βιρτζίνια.
Καθώς ο Μόσμπι μετέφερε τον Στάντον και άλλους αιχμαλώτους πίσω από τις γραμμές της Συνομοσπονδίας, τον προειδοποίησαν ότι μια μεγάλη ομάδα στρατιωτών της Ένωσης βρισκόταν κοντά. Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο μιας μάχης, ο Μόσμπι είπε στους άντρες του να θάψουν τον σάκο με τα πολύτιμα αντικείμενα ανάμεσα σε δύο μεγάλα πεύκα, τα οποία σημάδεψε με το μαχαίρι του.
Οι άντρες του Μόσμπι απέφυγαν τελικά τη σύγκρουση και επέστρεψαν πίσω από τις γραμμές της Συνομοσπονδίας. Όταν όμως γύρισαν για να πάρουν τα πλούτη, τους έπιασαν και τους κρέμασαν. Ο Μόσμπι ουδέποτε επέστρεψε για τον θησαυρό και ουδέποτε είπε σε κάποιον το σημείο όπου τον είχε κρύψει. Ενδεχομένως να βρίσκεται ακόμη θαμμένος στα δάση της κομητείας Φέρφαξ, στη σημερινή Βιρτζίνια.
Ο χρυσός των Ναζί στη λίμνη Τόπλιτζ
Καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και η Γερμανία βρισκόταν κοντά στην ήττα, το ναζιστικό καθεστώς έψαχνε κρυψώνες για τους πολύτιμους θησαυρούς που είχε αρπάξει στη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών από μουσεία και οικογένειες Εβραίων από όλη την Ευρώπη. Ακόμη και σήμερα, οι φήμες μιλούν για ένα «τρένο φάντασμα» των Ναζί, που φέρεται να μετέφερε έως και 300 τόνους χρυσού και άλλων πολύτιμων αντικειμένων μέσω ενός μυστικού δικτύου τούνελ στην Πολωνία.
Στη λίμνη Τόπλιτζ, στις αυστριακές Άλπεις, αξιωματούχοι των Ναζί πιστεύεται ότι βύθισαν χρυσό αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μέχρι σήμερα, κανένα κομμάτι τους δεν έχει εντοπιστεί. Το 1959, δύτες ανέσυραν κιβώτια γεμάτα με χρήματα από νομίσματα συμμαχικών χωρών αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, όλα πλαστά. Επρόκειτο για μέρος του σχεδίου του Χίτλερ να αποδυναμώσει τις οικονομίες των εχθρών του μέσω πληθωρισμού.
Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον επτά άνθρωποι έχουν πνιγεί στα παγωμένα νερά της λίμνης αναζητώντας τον χαμένο χρυσό των Ναζί…
Πηγή: newsbeast.gr