Την φρίκη που βίωσε στα στρατόπεδα εργασίας της Βόρειας Κορέας περιγράφει μία γυναίκα που καταδικάστηκε να ζήσει εκεί για ένα χρόνο.
Οπως αποκάλυψε αναγκαζόταν να καθαρίζει βρώμικες τουαλέτες με γυμνά χέρια, καθώς οι άνθρωποι έτρωγαν αρουραίους σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να επιβιώσουν.
Η Τζι-Χουν Πάρκ πέρασε ένα χρόνο μέσα σε ένα από τα διαβόητα στρατόπεδα κράτησης της χώρας, μετά την απέλασή της από την Κίνα, όπου είχε καταφύγει για να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη δυστυχία.
Τώρα, αποκαλύπτει για πρώτη φορά την αλήθεια για τη ζωή στο εσωτερικό της μυστικής εγκατάστασης: «Πραγματικά ήταν απερίγραπτη φρίκη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύνολο της Βόρειας Κορέας είναι μια μεγάλη φυλακή. Οι άνθρωποι είναι όλοι πεινασμένοι. Και τώρα, δεν υπάρχουν καν ποντίκια, φίδια ή άγρια φυτά για να φάνε».
4 εκατ. άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο λιμό του 1990
H γενναία Τζι Χουν μίλησε για την εμπειρία της στη Διεθνή Αμνηστία σε μια ταινία μικρού μήκους που ονομάζεται «Η Άλλη Συνέντευξη».
Το όνομα αναφέρεται στην πρόσφατη αμφιλεγόμενη κωμωδία της Sony Pictures «Η συνέντευξη», όπου οι δύο τηλεοπτικοί παραγωγοί προσλαμβάνονται από τη CIA, σε μια προσπάθεια να δολοφονήσουν τον σημερινό ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ-ουν.
Η Τζι-Χουν διέφυγε από τη Βόρεια Κορέα κατά τη διάρκεια του λιμού που ρήμαξε τη χώρα στα τέλη του 1990. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους έφταναν τα 4.000.000.
Οπως περιγράφει η ίδια «πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μεταξύ του 1996 και του 1998. Οι πλατφόρμες στο σιδηροδρομικό σταθμό ήταν γεμάτες από πτώματα».
Η χώρα τότε διοικούνταν από τον Κιμ Γιονγκ-Ιλ, πατέρα του σημερινού κυβερνήτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν.
Η Τζι Χουν έφυγε με μισή καρδιά, αφήνοντας τον ετοιμοθάνατο πατέρα της πίσω, καθώς αυτή και η αδελφή της ακολούθησαν τους διακινητές στην Κίνα για να σωθούν από την πείνα.
Αλλά οι αρχές ανακάλυψαν σύντομα την καταγωγή της και την έστειλαν πίσω στη Βόρεια Κορέα, όπου καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα ως τιμωρία για την προσπάθειά της να ξεφύγει.
Η ζωή μέσα στο στρατόπεδο
Κατηγορήθηκε ως «οικονομικός αποστάτης» και στάλθηκε στο βάναυσο στρατόπεδο εργασίας Chongjin στην περιοχή Songpyong.
Αποκαλύπτοντας την αλήθεια για τη ζωή μέσα στο στρατόπεδο, όπου οι φυλακισμένοι αναγκάζονται να αποκαλούν τους φρουρούς «δασκάλους» αποκαλύπτει ότι εργάζονταν χειρότερα από ζώα: «Η εργάσιμη ημέρα μας ξεκινούσε στις 04.30 π.μ., πριν καν φάμε. Το καλοκαίρι, όταν οι μέρες είναι μεγαλύτερες, δουλεύαμε μέχρι τις 20:00 ή 21:00 το βράδυ. Σταματούσαμε μόνο όταν έπεφτε η νύχτα, όμως η ημέρα μας δεν τελείωνε εκεί. Μετά το βραδινό φαγητό θα έπρεπε να αναλογιστούμε τις επιδόσεις της ημέρας μας και να μάθουμε τραγούδια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν φτάσει μεσάνυχτα.»
Η Τζι Χουν θυμάται επίσης ότι τους έστελναν στα βουνά να καθαρίσουν τις πλαγιές για να φτιάξουν χωράφια. Οι πεινασμένες γυναίκες έτρωγαν τις πατάτες ωμές, κατευθείαν από το έδαφος, μαζί με χώμα. Οποιος πιανόταν να προσπαθεί να ξεφύγει προς τη Νότια Κορέα στελνόταν σε στρατόπεδα πολιτικής φυλακής και δεν τον έβλεπε κανείς ποτέ ξανά.
Μια ζωή Γολγοθάς
Οταν ο λιμός αποδεκάτισε την οικογένεια της, η Τζι Χουν έμεινε να προσέχει τον άρρωστο πατέρα της, ο οποίος την παρακίνησε να φύγει στην Κίνα να σωθεί. Δεν μπόρεσε να είναι καν στο πλευρό του όταν αυτός πέθανε. Αλλά μόλις δύο εβδομάδες μετά την διακίνηση της στην Κίνα, της είπαν ότι πρέπει να παντρευτεί έναν άνδρα για να εξασφαλίσει την ευημερία της οικογένειάς της. Οι διακινητές ήταν διατεθειμένοι να την πουλήσουν και να μοιραστούν τα χρήματα με την οικογένειά της. Οταν η Τζι-Χουν αρνήθηκε, την απείλησαν με απέλαση, και αναγκάστηκε να παντρευτεί τον ξένο.
Την έβαλαν σε ένα σπίτι, όπου οι μελλοντικοί αγοραστές έρχονταν να τη δουν. Η Τζι-Χουν είπε: «Ερχονταν να παζαρέψουν την τιμή μου. Ημουν σαν ζώο στην αγορά» Τελικά πωλήθηκε για 5.000 γιουάν (περίπου 500 λίρες)
«Οταν πουλήθηκα, ο αγοραστής μου είπε “πλήρωσα για σένα, άρα θα κάνεις ότι σου λέω. Εαν με παρακούσεις μπορώ να σε σκοτώσω και να μη το μάθει κανείς” Αυτός είναι ο τρόπος που εκφοβίζουν και απειλούντις γυναίκες σε καταναγκαστικούς γάμους»
Στη συνέχεια έμεινε έγκυος και γέννησε ένα αγοράκι, μόνη και σε φυλασσόμενη καλύβα. Το ονόμασε Chol - που σημαίνει «σίδερο» - επειδή τον ήθελε να έχει ισχυρό χαρακτήρα.
Αλλά οι μέρες της στην Κίνα τέλειωσαν όταν απελάθηκε από τις αρχές. Την πήραν από το γιο και τον άντρα της στο αστυνομικό τμήμα, και δεν μπόρεσε καν να τους αποχαιρετίσει.
Στάλθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας όπου έπαθε τέτανο στο πόδι της και δε μπορούσε να εργαστεί ή να περπατήσει και πλέον θεωρούνταν άχρηστη για το κράτος και έτσι οι αρχές της έδωσαν εξιτήριο.
Τρομαγμένη και μόνη της, επέστρεψε στην Κίνα και τελικά επανενώθηκε με το γιο της. Φοβούμενη μήπως σταλεί ξανά στη Βόρεια Κορέα, κανόνισε να ταξιδέψουν στην Μογγολία.
Έφτασαν στα σύνορα με τα πόδια και σκαρφάλωσαν τα συρματοπλέγματα, προσέχοντας μην τους δουν οι συνοριοφύλακες που ήταν σε περιπολία.
Ευτυχώς, ένας άγνωστος εμφανίστηκε και έκοψε τα συρματοπλέγματα, αφήνοντας τους να μπουν στη Μογγολία. Η Τζι-Χουν στη συνέχεια γνώρισε και ερωτεύτηκε τον άνθρωπο που έσωσε τη ζωή της και το ζευγάρι τώρα ζει στο Μάντσεστερ με τα τρία παιδιά τους και το γιο της. Σχεδιάζουν να παντρευτούν στο άμεσο μέλλον.
Η Κέιτ Αλεν, διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε: «Αυτή η συνέντευξη είναι η άλλη ταινία που η Βόρεια Κορέα πραγματικά δεν θέλει να δούμε. Οι άνθρωποι στη Βόρεια Κορέα υποβάλλονται σε μια ύπαρξη πέρα από κάθε εφιάλτη. Ο πληθυσμός κυβερνιέται από τον φόβο και τα στρατόπεδα εργασίας περιμένουν εκείνους που τολμούν να βγουν από τη γραμμή. Χιλιάδες άνθρωποι στα στρατόπεδα εργασίας πέθαναν από την πείνα ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου. Μερικοί αποστέλλονται εκεί απλώς επειδή γνώριζαν κάποιον που έχει πέσει σε δυσμένεια.»
Η Αμνηστία έκανε την «Αλλη Συνέντευξη» έτσι ώστε οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο να ακούσουν από πρώτο χέρι πώς οι άνθρωποι στη Βόρεια Κορέα υποφέρουν φρικτά στα χέρια του Κιμ Γιονγκ-ουν και των υποστηρικτών του.
iefimerida.gr