Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Η ανάγνωση της Ιστορίας και η πτώχευση

Αν οι πρώην πρωθυπουργοί κ.κ. Κώστας Σημίτης και Κώστας Καραμανλής είχαν αγνοήσει την θεωρία του πολιτικού κόστους, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι σήμερα η πιο ευημερούσα χώρα της Μεσογείου



του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Έτσι, από τα τέλη του 1997 και επί μία δεκαετία σχεδόν, δημιουργείται στην χώρα μία πρωτοφανής χρηματιστηριακή φούσκα, οι τιμές των ακινήτων γίνονται παρανοϊκές, οι τράπεζες κολυμπούν στο χρήμα και, ενώ η πραγματική οικονομία στην ουσία παραπαίει, ο τότε πρωθυπουργός, για να γίνει αρεστός στο τριτοκοσμικό κοινό του, αντί να προχωρήσει στην γενναία απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των συντεχνιών και των κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμφερόντων, δηλώνει ότι «δεν είμαστε Ιρλανδία».

Όταν την 18η Ιανουαρίου 1996 (του Αγίου Αθανασίου) ο κ. Κώστας Σημίτης ανελάμβανε την πρωθυπουργία, είχε τις καλύτερες των προθέσεων. Πριν απ’ όλα, στην τότε μετακομμουνιστική Ευρώπη ήθελε να απαλλάξει το ΠΑΣΟΚ από τα τριτοκοσμικά και φιλοσοβιετικά σύνδρομα και να το εντάξει στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Κατ’ επέκταση, θεωρούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να ενισχύσει τον γεωπολιτικό της ρόλο μόνον ως έγκυρος εταίρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ) και της Ατλαντικής Συμμαχίας και έκανε προς την κατεύθυνση αυτή πολλές θετικές κινήσεις την εποχή εκείνη. Χάρη σε αυτές τις τελευταίες, εξάλλου, ευοδώθηκε και η ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ, γεγονός στο οποίο έπαιξαν σημαντικό ρόλο ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος και ο αδικοχαμένος Γιάννος Κρανιδιώτης. 

Έτσι, στο πλαίσιο μιας ξεκάθαρης φιλοευρωπαϊκής πολιτικής, όχι ιδιαιτέρως αρεστής σε τμήματα του ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα έπαυσε να είναι μέρος των βαλκανικών προβλημάτων, έθεσε σε διαδικασία διαλόγου τις σχέσεις της με την Τουρκία και, ταυτοχρόνως, ενίσχυσε και τις ένοπλες δυνάμεις της.

Πέρα, όμως, από το γεωπολιτικό πλαίσιο, κύριος στόχος του Κ. Σημίτη και της περί αυτόν ομάδος συμβούλων και συνεργατών του (Θεοδ. Καρατζάς, Γιάννης Στουρνάρας, Τάσος Γιαννίτσης, Δημ. Ρέππας, Γιάννος Παπαντωνίου, κ.α.) ήταν η ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Στο πλαίσιο αυτής της αντιλήψεως, η στενή πρωθυπουργική ομάδα επεδίωκε την εξασφάλιση σταθερού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος και την μέσω αυτού κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, με ενίσχυση των επενδύσεων και καλύτερη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων.

Από την άλλη πλευρά, σε μακροοικονομικό και άρα δημοσιονομικό επίπεδο, η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, ενόψει της ΟΝΕ, ευελπιστούσε ότι με την είσοδο σε αυτήν θα συγκάλυπτε την δημοσιονομική κραιπάλη που είχε προηγηθεί την δεκαετία του 1980 και άρα θα μπορούσε, μέσω πολύ χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, να εξυγιάνει εν μέρει την μακροοικονομική διαχείριση της χώρας.

Η προοπτική αυτή, σε συνδυασμό με την επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, σε μία εποχή όπου οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων έφθαναν τα 900 δισεκατ. δολλάρια ημερησίως, δημιούργησε κλίμα ευφορίας στο διεθνές επενδυτικό κοινό –το οποίο, ωστόσο, αναζητούσε γρήγορες αποδόσεις και όχι μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις. Έτσι, στην Ελλάδα άρχισε να εισρέει φθηνό χρήμα με κατεύθυνση το χρηματιστήριο και όχι την πραγματική οικονομία, η οποία το είχε όντως μεγάλη ανάγκη. 

Έτσι, από τα τέλη του 1997 και επί μία δεκαετία σχεδόν, δημιουργείται στην χώρα μία πρωτοφανής χρηματιστηριακή φούσκα, οι τιμές των ακινήτων γίνονται παρανοϊκές, οι τράπεζες κολυμπούν στο χρήμα και, ενώ η πραγματική οικονομία στην ουσία παραπαίει, ο τότε πρωθυπουργός, για να γίνει αρεστός στο τριτοκοσμικό κοινό του, αντί να προχωρήσει στην γενναία απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των συντεχνιών και των κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμφερόντων, δηλώνει ότι «δεν είμαστε Ιρλανδία». 

Αυτό υπήρξε και το τεράστιο λάθος του. Αντί να αδιαφορήσει για τις λυσσαλέες αντιδράσεις του συνδικαλιστικού και κρατικοδίαιτου επιχειρηματικού κατεστημένου και να προχωρήσει με δραστικά μέτρα στην ιρλανδικού τύπου απελευθέρωση της οικονομίας, στη ουσία παρέδωσε αμαχητί τα όπλα στους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους του. Ακόμα χειρότερα, η είσοδός μας στην ευρωζώνη έγινε με ανεπαρκή υποτίμηση της δραχμής έναντι του ευρώ και έτσι, αντί η χώρα να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της ώστε να πετύχει αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη με ενίσχυση του εγχώριου παραγωγικού της ιστού, στήριξε την «ευημερία» της στον δανεισμό και στην υπερκατανάλωση.

Όμως, την ίδια στιγμή η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας. Συγχρόνως, αναίρεσε από τον μηχανισμό της αγοράς τον ρόλο «τιμωρού» για τις ανισορροπίες στην οικονομία ή για την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και, έτσι, μετέτρεψε τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος σε ανισορροπίες διαφορετικού τύπου, που σωρεύονται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτές. Έχοντας την κάλυψη του ισχυρού ενιαίου νομίσματος και σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υπήρχε χρόνος για να προχωρήσουν σταδιακά οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, εκμεταλλευόμενοι και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους. 

Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, οι μεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό λόγω των αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια του τότε υπουργού Εργασίας κ. Τάσου Γιαννίτση να προχωρήσει σε μια βαθειά ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία έπεσε στο κενό –και σήμερα, οι τότε ανεγκέφαλοι «νονοί» των ασφαλισμένων ζητούν και τα ρέστα για την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.

Από αυτά που προηγούνται, το γενικότερο συμπέρασμά μας είναι ότι ο κ. Κώστας Σημίτης, αντί να χειριστεί την σωστή επιλογή του για την είσοδο της χώρας μας στην ευρωζώνη ως μία γενναία μεταρρυθμιστική και άρα ρηξικέλευθη αλλαγή, την θεώρησε ως ζήτημα με συμβολικό χαρακτήρα που εκ των υστέρων θα είχε και αποτελέσματα. 

Όπως προ καιρού επεσήμανε και η οικονομολόγος κυρία Μαριάνα Τόλια σε σημαντικό άρθρο της στον ιστότοπο euro2day.gr, «η αρχή του κακού ήταν η διαχείριση του ευρώ ως συμβόλου, η επένδυσή του με μια δοξαστική ρητορεία περί ισχυρής Ελλάδας και συμμετοχής στον πυρήνα της Ευρώπης και οι απεριόριστες υποσχέσεις πως η συμμετοχή στην ΟΝΕ θα φέρει πλούτο και ευημερία (απροϋπόθετα;) και θα εξασφαλίσει μια για πάντα την εθνική οικονομία από τις εθνικές κρίσεις. Η διαχείριση αυτή απέρρεε από μία κεντρική πολιτική επιλογή του Κώστα Σημίτη, η οποία συνδύαζε την πλήρη αποσιώπηση των κινδύνων που ενέχονταν στο ευρώ, ιδίως για χώρες επίμονα χαμηλής ανταγωνιστικότητος όπως η Ελλάδα, με την υπερπροβολή των θετικών δυνατοτήτων του ενιαίου νομίσματος, έτσι όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέσα από τον καθησυχαστικό λόγο που διατύπωναν οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΕ και σχεδιαστές της ΟΝΕ κατά την δεκαετία του 1990, ώστε να αποκρούσουν την επιφυλακτικότητα των οικονομολόγων απέναντι στο όλο εγχείρημα».

Ακόμα χειρότερα, την τακτική της πολιτικής Κ. Σημίτη την περίοδο 2000-2004 ακολούθησε, πλειοδοτώντας, και η υπό τον Κ. Καραμανλή κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία, παρά την ισχυρή κοινοβουλευτική της βάση, δεν έκανε τίποτε απολύτως από μεταρρυθμιστικής πλευράς. Τουναντίον, λειτούργησε με γνήσια πασοκικά κριτήρια και στην ουσία εγκατέλειψε την εξουσία όταν οι αγορές έστειλαν στην Ελλάδα το μήνυμα ότι δανεικά δεν υπήρχαν. Έτσι, την εξουσία ανέλαβε ο Γ.Α.Παπανδρέου που θεωρούσε ότι «λεφτά υπήρχαν» –πλην όμως, αυτά είχαν ήδη εγκαταλείψει την Ελλάδα. Ακολούθησε η υπαγωγή της χώρας σε επιτήρηση και η υποχρέωσή της να πραγματοποιήσει σε μία εξαετία ό,τι δεν είχε κάνει στην διάρκεια 30 ετών.

Σήμερα, ωστόσο, αυτά τα λίγα που έγιναν τα έξι χρόνια που πέρασαν κινδυνεύουν να αναιρεθούν για τον απλό λόγο ότι κάποιοι δεν καταλαβαίνουν ότι ευημερία με δανεικά δεν έχει ποτέ υπάρξει στην Ιστορία. Το ερώτημα, όμως, είναι αν κανείς ασχολείται με την ανάγνωση της Ιστορίας. Ιδιαίτερα δε σε χώρες πολύ ασθενούς ιστορικής μνήμης, όπως η δική μας.