Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η χώρα μπορεί να βγει σταδιακά από τον φαύλο κύκλο χρέους και ύφεσης με ανεργία. Ωστόσο, πολλά είναι και τα «αλλά»
σήμερα τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση
Οι ψυχροί αριθμοί εμπεριέχουν πάντοτε αλήθειες, ασχέτως αν στην οικονομία τηρούν σοβαρές αποστάσεις από την ψυχολογία. Σήμερα, λοιπόν, όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Alpha Bank και των υπηρεσιών της που υπό τον κ. Μιχάλη Μασουράκη μελετούν την ελληνική οικονομία, το γενικό οικονομικό κλίμα βελτιώνεται και οι επενδύσεις επίσης παρουσιάζουν κάποια άνοδο.
Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται στο εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της τράπεζας, για την εδραίωση αυτών των θετικών τάσεων στις επενδύσεις απαιτείται, βεβαίως, ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας.
«Το 2007 (πριν από την κρίση), οι επενδύσεις ανέρχονταν σε 60 δισεκατ. ευρώ περίπου, ήταν κατά το 50% περίπου σε κατοικίες και καλύπτονταν κατά τα 2/3 από το εξωτερικό (κυρίως από δανεισμό). Σήμερα, οι επενδύσεις ανέρχονται σε περίπου 24 δισεκατ. ευρώ (ή 21 δισεκατ. ευρώ, μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του ΑΕΠ), είναι δηλαδή μειωμένες κατά 60%, μόνον το 20% περίπου είναι σε κατοικίες και χρηματοδοτούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την εγχώρια αποταμίευση.
Αυτό που είναι ανησυχητικό, όμως, είναι ότι σήμερα τα νοικοκυριά όχι μόνον δεν αποταμιεύουν, αλλά χρησιμοποιούν και συσσωρευμένες αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωσή τους (τα νοικοκυριά έχουν αρνητική αποταμίευση).
»Αντίθετα, οι επιχειρήσεις, έχοντας προχωρήσει σε εξορθολογισμό της λειτουργίας τους στο δύσκολο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, συσσωρεύουν αποθεματικά (δηλαδή, αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους), χρηματοδοτώντας τις όποιες επενδύσεις πραγματοποιούν και, ταυτοχρόνως, μειώνοντας τις δανειακές τους υποχρεώσεις από τα υψηλά επίπεδα του παρελθόντος.
»Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται σήμερα (24 δισεκατ. ευρώ) είναι ανεπαρκείς, καθώς υπολείπονται κατά πολύ των αποσβέσεων (46 δισεκατ.), δηλαδή οι καθαρές επενδύσεις είναι σήμερα αρνητικές. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις δεν καλύπτουν ούτε καν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό που απαξιώνεται, με αποτέλεσμα το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας να μειώνεται ραγδαία. Αυτό, εάν δεν ανατραπεί, οδηγεί μακροχρόνια σε μείωση της παραγωγικότητας και, συνεπώς, των πραγματικών εισοδημάτων.
»Είναι, συνεπώς, εκ των ων ουκ άνευ να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις –και μάλιστα γρήγορα. Δεν αρκεί, δηλαδή, να αρχίσουν να αυξάνουν σταδιακά οι επενδύσεις, όπως ανακάμπτει η οικονομία. Οι επενδύσεις πρέπει να επιταχυνθούν. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει από το κράτος. Χρειάζονται, κυρίως, ιδιωτικά κεφάλαια».
Αυτή είναι σήμερα η μεγάλη συγκυριακή διαφορά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και στο επίπεδο αυτό παίζονται κυριολεκτικά αισχρά πολιτικο-επιχειρηματικά παιχνίδια.
Από την μια μεριά, υπάρχουν επιχειρηματικά συμφέροντα που, για λόγους ανταγωνισμού, χρησιμοποιούν την γραφειοκρατία για να εμποδίσουν επενδύσεις και, από την άλλη, κάποια πολιτικά κόμματα που ποντάρουν στην μιζέρια για να υπάρχουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να ακυρώσουν επενδύσεις, μπας και η χώρα πάρε τα πάνω της –και η ζημιά που προκαλούν, από την άποψη αυτή, είναι κολοσσιαία.
Διότι, για να επιστρέψουν οι επενδύσεις στα προ κρίσης επίπεδα, χονδρικά, θα πρέπει να πάνε τρεις φορές επάνω από το σημερινό τους επίπεδο. Εύκολα όμως καταλαβαίνει κανείς ότι, στον βαθμό που η σύνθεση αλλάζει κυρίως υπέρ των ιδιωτικών επιχειρηματικών, κάτι τέτοιο απαιτεί πριν απ’ όλα μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων.
Αυτά δε τα τελευταία θα πρέπει να πάρουν την μορφή ξένων άμεσων επενδύσεων, είτε δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από αλλοδαπά επενδυτικά ταμεία. Μια τέτοια διαδικασία, ωστόσο, προϋποθέτει την ύπαρξη καλών προοπτικών κερδοφορίας, αλλά και φιλικό διοικητικό περιβάλλον –που στην χώρα μας δεν υπάρχει.
Αντιθέτως, βελτίωση παρουσιάζει σε κάποιον βαθμό η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Παράλληλα δε, έχουν αποκλιμακωθεί και οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων. Κατά συνέπεια, υπάρχει έδαφος για επενδυτική ανάκαμψη.
Σημειώνεται, επιπροσθέτως, ότι η δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος είναι μία μακροχρόνια διαδικασία και θα χρειαστούν 1-2 γενιές για να αποδώσει καρπούς. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη, καθώς επιχειρείται η δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, η χώρα μας να εκμεταλλευθεί τα επόμενα χρόνια στο έπακρο τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα που συνδέονται με την γεωγραφική της θέση –και, κυρίως, το τουρισμό, τις μεταφορές, την γεωργία, την ενέργεια, τις κατασκευές, κ.ο.κ.
Μια τέτοια προσπάθεια, ωστόσο, απαιτεί εδώ και τώρα σοβαρές διοικητικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δυστυχώς κάποιοι δεν θέλουν. Ως φαίνεται, όμως, δεν τις θέλει και ένα κομμάτι του λαού μας, βγάζοντας έτσι μόνο του τα μάτια του. Έως πότε, όμως;