Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

ΠΟΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ;

Κάτι φαίνεται πως αλλάζει στον χώρο της επιχειρηματικότητας, με τον αριθμό των start-ups να ανεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου


Ενώ η ανεργία των νέων στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη και η χώρα παρουσιάζει σοβαρότατο έλλειμμα εξωστρέφειας, κάποια καλά νέα ανοίγουν το παράθυρο της ελπίδας. Έτσι, πέρα από τα κομμωτήρια, τις καφετέριες και τα σουβλατζίδικα –που πάντα θα βρίσκονται στην κορυφή της ελληνικής νέας επιχειρηματικότητας– τα δύο τελευταία χρόνια εντυπωσιακή είναι και η ανάπτυξη των start-ups στο ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο. 
Έτσι, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Endeavor Greece που στηρίζει την επιχειρηματικότητα διεθνώς, στην χώρα μας το 2013 ιδρύθηκαν περίπου 180 start-ups, έναντι μόνον 18 το 2010. Επίσης, την χρονιά που πέρασε επενδύθηκαν στις εταιρείες αυτές 42 εκατ. ευρώ –ποσό σχεδόν 100 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο πριν τρία χρόνια. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως θετική και σίγουρα δείχνει ότι κάποια πράγματα στην χώρα μας αλλάζουν στον χώρο του επιχειρείν.

Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, από την άποψη αυτή, είναι οι θέσεις και απόψεις του κ. Χ.Μακρυνιώτη, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece και νέος επιχειρηματίας ο ίδιος. Σε ηλεκτρονική αρθρογραφία του (στον ιστότοπο euro2day) επισημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε περισσότερες νέες επιχειρήσεις αλλά καλύτερες, με υγιέστερους επιχειρηματίες και στοχευμένη υποστήριξη για να πετύχουν. Τονίζει δε ότι, υπό αυτή την έννοια, η χώρα έχει ανάγκη από νέους επιχειρηματίες ικανούς να γυρίσουν την πλάτη στα στραβά του χθες και να επιχειρούν αναζητώντας ευκαιρίες και όχι περιμένοντας επιδοτήσεις.

«Χρειαζόμαστε εργατικό δυναμικό», αναφέρει ο κ. Χ. Μακρυνιώτης, «που να σκέφτεται με επιχειρηματικό τρόπο, να αναλαμβάνει κινδύνους, να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί ευκαιρίες –εντός και εκτός Ελλάδος. Όχι κατ’ ανάγκην ως ένας ακόμη ευκαιριακός επιχειρηματίας, αλλά ως ένας σωστά εκπαιδευμένος αγρότης, κτηνοτρόφος, γιατρός ή περιζήτητος εργάτης. Το μοντέλο αναπτύξεως και ο χαρακτήρας των επιχειρήσεων κατά το παρελθόν υπήρξαν στρεβλά και συχνά παρασιτικά, φαινόμενο που δεν οδήγησε πουθενά».

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως από τις στήλες αυτές είχαμε επισημάνει ότι ο υπερεμπορισμός και οι τυχάρπαστες μεταπρατικές δραστηριότητες όχι μόνον δεν οδηγούν πουθενά, αλλά στην πορεία εξελίξεως μιας οικονομίας είναι φαινόμενα σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως.


Όμως, τα φαινόμενα αυτά σκοπίμως καλλιεργήθηκαν στην μεταπολεμική Ελλάδα, με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων. Η παρασιτική επιχειρηματικότητα, η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία δεν υπήρξαν στρεβλώσεις, όπως υποστηρίζουν ανιστόρητοι αναλυτές και οικονομολογούντες. Αντιθέτως, ήσαν συνειδητές πολιτικές επιλογές, ακόμα και όταν η Ελλάδα απεφάσισε την οριστική της ενσωμάτωση στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό μόρφωμα.

Σοσιαλιστές καθηγητές ήσαν αυτοί που, σε γνωστή έκθεσή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είχαν προτείνει τράπεζες, βαρειά βιομηχανία και αγροτικοί συνεταιρισμοί να περιέλθουν στο κράτος –το οποίο, όμως, θα επέτρεπε σε μικρές επιχειρήσεις να λειτουργούν, ώστε να απορροφάται ανεργία. Οι ίδιοι καθηγητές ήσαν αυτοί που έκριναν την αμερικανική βοήθεια και το Σχέδιο Μάρσαλ ως συσσώρευση κεφαλαίου που έπρεπε να κατευθυνθεί στην άτυπη κρατικοποίηση της οικονομίας, με παράλληλη ενίσχυση εσωστρεφούς μικρομεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητος. Με βάση τις θεωρίες περί «ψωροκώσταινας» και άλλα παρόμοια δημιουργήθηκε μεταπολεμικά μία νεοφεουδαρχική Ελλάδα, με την λέξη «μικρό» να έχει γίνει τρόπος ζωής: το γαλατάκι, το ταβερνάκι, το ψωμάκι, το σπιτάκι, το φαγάκι, είναι λέξεις που εκφράζουν αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες έχουν βαθύτατες καταβολές και σίγουρα δεν αναιρούνται από την μια μέρα στην άλλη.

Εξάλλου, στην βάση των αντιλήψεων και θέσεων που προηγούνται, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μία οικονομία της οποίας το Ακαθάριστο Προϊόν ήταν σε ποσοστό 85% εξαρτημένο από την εισαγωγική και καταναλωτική δραστηριότητα και της οποίας το ποσοστό αυτάρκειας δεν ξεπερνά το 17% και είναι το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ). Όσο για τον παραγωγικό ιστό της χώρας, η ατμομηχανή του ήταν η κατανάλωση και η οικοδομική δραστηριότητα –δύο κλάδοι που σήμερα έχουν καταρρεύσει. Όπως, βεβαίως, καταρρέει και ο μύθος της προσοδοθηρίας ως μέσου δημιουργίας πλούτου.

Πλούτος δημιουργείται μόνον μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων. Μεταξύ αυτών, αυτές που σήμερα είναι σχετικές με την γνώση και τις νέες τεχνολογίες πολύ γρήγορα παράγουν υψηλά εισοδήματα και βεβαίως υπεραξίες. Κατά συνέπεια, όλο και περισσότερο η σύγχρονη επιχειρηματικότητα συνδέεται και με νέους συντελεστές παραγωγής, στους οποίους ιδιαίτερο βάρος αποκτά συνεχώς η γνώση. Αυτό σημαίνει ότι για μία χώρα, το εκπαιδευτικό της σύστημα και ο τρόπος της θεσμικής οργανώσεώς του αποτελούν υψηλής αξίας παραγωγικές πηγές. Ας σκεφτούν κάποιοι ότι, μεταξύ των 20 πλουσιοτέρων ανθρώπων στον κόσμο, οι μισοί ξεκίνησαν κατά μέσον όρο την επαγγελματική τους δραστηριότητα πριν 25 χρόνια –ιδιαιτέρως δε ο εφευρέτης του Facebook, που είναι 15ος στην σχετική λίστα, μόλις συμπλήρωσε δέκα χρόνια επιχειρηματικής δραστηριότητος και δεν είναι ακόμη 30 ετών.