Στην πρωτεύουσα της Ευρώπης, στις Βρυξέλλες, χτύπησε η καρδιά του προβληματισμού για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αλλά γενικότερα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές.
Ο ομότιμος καθηγητής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και μέλος της Βελγικής Ακαδημίας Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης πήρε την πρωτοβουλία και η Βασιλική Ακαδημία διοργάνωσε πριν από ημέρες διημερίδα αφιερωμένη στον ποντιακό ελληνισμό, κατά την οποία συζητήθηκαν σε επιστημονικό επίπεδο το θέμα της γενοκτονίας γενικά, η εστίασή του στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου ειδικότερα αλλά και ζητήματα όπως η άρνηση της γενοκτονίας (“αρνητισμός”), το διεθνές ποινικό δίκαιο κ.λπ.
Η συμμετοχή βέλγων ακαδημαϊκών ήταν αξιόλογη και οι εργασίες του συνεδρίου αποτέλεσαν ένα σημαντικό γεγονός σε μία κοινωνία, την ευρωπαϊκή, η οποία δεν είναι εθισμένη στο θέμα της γενοκτονίας των ελλήνων Ποντίων και συνήθως συνδέει την έννοια της γενοκτονίας αποκλειστικά με τους Εβραίους και τελευταία με τους Αρμενίους.
Ήταν χαρακτηριστική η απάντηση βέλγου καθηγητή, ο οποίος στην ομιλία του εστίασε γενικά στο θέμα της γενοκτονίας και των Εβραίων ειδικότερα. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν έκανε καμία αναφορά στη γενοκτονία των Ελλήνων, απάντησε χωρίς περιστροφές: Διότι δεν γνωρίζω τίποτε.
Η απάντηση αυτή αποκαλύπτει πόσο σημαντικό είναι να εξοικειωθούν ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Ευρώπη με το θέμα της ποντιακής γενοκτονίας και πόσο χρήσιμη ήταν η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο κ. Κουλουμπαρίτσης, ο οποίος ως καθηγητής Φιλοσοφίας ασχολείται με το θέμα του ανθρώπινου πόνου.
Η ενασχόλησή του αυτή τον έφερε σε επαφή με Πόντιους Έλληνες που ασχολούνται με το αντικείμενο και διαπίστωσε πόσο διακαής είναι ο πόθος τους για αναγνώριση από πλευράς της Τουρκίας της γενοκτονίας που διέπραξε σε βάρος των Ελλήνων.
Βεβαίως σε ακαδημαϊκό επίπεδο και μάλιστα σε γεωγραφικούς χώρους που όχι μόνον δεν είναι εξοικειωμένοι με το θέμα της γενοκτονίας, αλλά ίσως να άκουγαν πρώτη φορά για αυτήν, χρειάστηκε μία μέθοδος εξοικείωσης, που δεν θα δημιουργούσε εξ αρχής αρνητικά αντανακλαστικά. Γι’ αυτό και επιλέχθηκε η επιστημονική προσέγγιση στο θέμα.
Η προσέγγιση αυτή άφηνε περιθώρια στους ομιλητές να θέσουν υπό συζήτηση τον ορισμό της γενοκτονίας και τη σύγκρισή της με τις εθνικές εκκαθαρίσεις ή τις σφαγές παρά τη δεδηλωμένη θέση των οργανωτών και την αποδοχή των γεγονότων ως γενοκτονίας.
Αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων ποντίων ομιλητών, οι οποίοι κυριαρχούν στον ποντιακό χώρο με την παρουσία τους τα τελευταία χρόνια και ακύρωσαν τη συμμετοχή τους. Οι πιο νηφάλιοι παρατηρητές εκτίμησαν ότι η στάση αυτή δεν βοήθησε την προβολή του ζητήματος της γενοκτονίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντιθέτως αναπαρήγαγε γνωστές αγκυλώσεις και εμμονές, που διαιρούν, αντί να ενώνουν, σε ένα ζήτημα εθνικής σημασίας.
ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Το θέμα της γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου αλλά πιο γενικά των σφαγών και των γενοκτονιών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και αλλού στην Οθωμανική αυτοκρατορία είναι άγνωστο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπήρξαν αντιδράσεις της τουρκικής πρεσβείας, που η Ακαδημία και οι οργανωτές του συνεδρίου κατόρθωσαν να ξεπεράσουν. Η αναζήτηση της αλήθειας σε ένα επιστημονικό πλαίσιο δεν μπορεί να τεθεί κάτω από πολιτικές ή όποιες άλλες σκοπιμότητες.
Κατά την έναρξη του συνεδρίου ο Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης δικαιολόγησε τη μη πρόσκληση της τουρκικής πλευράς, λέγοντας πως η παρουσία της δεν θα συνέβαλε στη συζήτηση και ότι αντιθέτως θα επιβεβαίωνε τις αδιάλλακτες θέσεις της. Δόθηκε ωστόσο εκτεταμένα ο λόγος σε τούρκο διπλωμάτη στο Βέλγιο, για να εκθέσει τις τουρκικές απόψεις.
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΩΝ
Το συνέδριο βάσισε τις εργασίες του σε μία λογική όπου συζητήθηκαν το δίκαιο και η ιστορία, η αναγνώριση των θυμάτων και των κινδύνων του “αρνητισμού”.
Ο Yves Ternon του Πανεπιστημίου του Montpellier θεώρησε ότι η γενοκτονία είναι μία πράξη που γίνεται από πρόθεση.
Ο Pieter Lagrou από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών μίλησε για τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη βία, τον εθνικισμό και τη γεωπολιτική.
Η Evelyne de Mevius, σύμβουλος στο Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση και την Έρευνα, είναι εξειδικευμένη στη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά με βάση τα αναλυτικά της εργαλεία έκανε μία αναφορά και στη γενοκτονία των Ελλήνων. Θεώρησε ότι δεν γίνεται σήμερα διάλογος για την αναγνώριση των εγκλημάτων που υπέστησαν οι Έλληνες απο την Οθωμανική αυτοκρατορία και αυτό δεν οφείλεται μόνον στη διαφωνία για το χαρακτηρισμό των εγκλημάτων, αλλά και διότι όλοι θέλουν να επιβάλουν την άποψη που έχουν διαμορφωμένη.
Θεώρησε ότι πρέπει να ανοίξει η επικοινωνία της κάθε πλευράς με την ιστορία της αλλά και με την ιστορία του άλλου, κάτι που μπορεί να βοηθήσει όχι στην άμεση επίλυση του ζητήματος αλλά στην ανάγνωση των προβλημάτων του παρελθόντος, που απελευθερώνει μία δυναμική συμφιλίωσης.
O Edouard Delruelle του Πανεπιστημίου της Λιέγης αναγνώρισε ότι δεν ήξερε τίποτε για την ιστορία της γενοκτονίας των Ποντίων, πριν ο Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης να του ζητήσει να συνεργαστούν. Εστίασε το ενδιαφέρον του στο θέμα του “αρνητισμού”.
Πρότεινε μία επέκταση της απόρριψης του “αρνητισμού” πέρα από τη στενή αναφορά του στην εξόντωση των Εβραίων.
Η ομιλία του ήταν ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και για τους μετανάστες στο Βέλγιο, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πως στη χώρα υπάρχουν νόμοι που δεν επιτρέπουν την άρνηση των γενοκτονιών.
Ο Θεοφάνης Μαλκίδης δήλωσε αρχικά συμμετοχή στο συνέδριο, αλλά δεν μπόρεσε να παραβρεθεί. Έστειλε ωστόσο την ομιλία του, την οποία παρουσίασε ο Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης. Ο κ. Μαλκίδης αναφέρθηκε στις γενοκτονίες που υπέστη ο ποντιακός ελληνισμός μετά το συνέδριο των Νεότουρκων ώς το 1922. Σε αντίθεση με μία εργασία που υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους και διαχώριζε την περίοδο των Νεότουρκων από την κεμαλική, έδειξε τη συνέχεια και κατά συνέπεια την ευθύνη των κεμαλιστών για τις γενοκτονίες της περιόδου από το 1908 ώς το 1915, όταν ο Κεμάλ ήταν μέλος της επιτροπής “Ένωση και Πρόοδος”. Ο Μαλκίδης αναφέρθηκε επίσης στη διεθνή επιτυχία της αναγνώρισης των σφαγών που υπέστη ο ποντιακός ελληνισμός ως γενοκτονίας.
Η αμερικανίδα ερευνήτρια Jennifer Reilly Kellogg ανέπτυξε την παρουσία των ποντιακών πληθυσμών στις Ηνωμένες Πολιτείες και πώς βιώνουν το θέμα της γενοκτονίας.
Ο Θεοδόσης Κυριακίδης, ο οποίος εργάστηκε ως ερευνητής στα αρχεία του Βατικανού, έθεσε το θέμα των επιστολών των καθολικών ιεραποστόλων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που καταγράφουν τα γεγονότα συμπεριλαμβανομένων των διώξεων και των σφαγών που δείχνουν την ύπαρξη μιας αληθινής γενοκτονίας.
Ο Baudouin Decharneux έκανε τη σύνθεση της δεύτερης ημέρας και διαπίστωσε σύμφωνα με όσα άκουσε ότι υπήρξε πράγματι γενοκτονία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι η κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας και ως εκ τούτου μία ιδέα που μας καθοδηγεί.
Tessa Hofmann: Εξόντωση πληθυσμών με χαρακτηριστικά “θρησκειοκτονίας”
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η προσέγγιση της Tessa Hofmann από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, η οποία ήταν μία από τις περισσότερο ειδικούς στο θέμα. Μίλησε για τη “γενοκτονία εναντίον των Οθωμανών Ελλήνων”. Κατά την κ. Χόφμαν η καταστροφή των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας υπήρξε μέρος μιας κρατικής πολιτικής να καταστρέψει το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση του ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού, που ήταν το πιο εκτεταμένο μιλέτι, η καταστροφή κάλυψε τις τελευταίες δεκαετίες της Οθωμανικής κυβέρνησης, από τους Βαλκανικούς Πολέμουςμ οι οποίοι συνιστούσαν το κρίσιμο σημείο από το οποίο άρχισε “το ταξίδι της γενοκτονίας”, μέχρι πριν, κατά και μετά το Μεγάλο Πόλεμο του 1914-1918. Έδειξε ότι στον ακαδημαϊκό διάλογο σχετικά με τη γενοκτονία, που συνεχίζεται, τα γεγονότα αποδίδονται στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα σύγχρονο κράτος, που θα περιλάμβανε μία “δημογραφική δομή” ενός μόνο έθνους, ενός οθωμανικού κράτους, το οποίο υπήρξε πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό. Ωστόσο, είπε, μέσα σε αυτή τη διαδικασία η θρησκεία έπαιξε έναν ρόλο κυρίαρχο.
Την ίδια στιγμή η καταστροφή των ιθαγενών χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Βόρειας Μεσοποταμίας παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας “θρησκειοκτονίας”. Η θρησκευτική συνδήλωση εξειδικεύει τη δομή, το μετασχηματισμό και τη γενοκτονία στην οποία προέβη το εθνικό τουρκικό κράτος μέσα στη χώρα που έγινε η Δημοκρατία της Τουρκίας το 1923. Εξηγεί επίσης γιατί οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν παρέμειναν δεσπόζουσες ενός τρόπου που κυριάρχησε στο “μεσαίωνα” ή οι θηριωδίες που διεπράχθησαν ήταν στην κατεύθυνση των μεθόδων του τζιχάντ: ολοκληρωτική έξωση των θυμάτων, διάθεση των γυναικών και των παιδιών που υποδουλώθηκαν, επιλογή των αγοριών ηλικίας άνω των 12 ετών και εκκαθάριση σε τέσσερα στάδια για την απέλασή τους, Τέλος η Χόφμαν περιέγραψε τους κύριους λόγους για την αποτυχία της ακαδημαϊκής αντίληψης του προβλήματος της γενοκτονίας. 1) έλλειψη πληροφόρησης και μετάδοσής της, 2) έλλειψη νομικών γνώσεων, 3) έλλειψη μεθοδολογικής συνοχής και 4) κατανόηση της έννοιας της γενοκτονίας.
Λ. Κουλουμπαρίτσης: Ψευτοπρόβλημα ο “αρνητισμός” της Τουρκίας
Ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής και μέλος της Βελγικής Ακαδημίας Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης έκανε μία ανάλυση του πόνου δείχνοντας ότι υπάρχει φυσικός και ψυχολογικός πόνος και πόνος συναισθηματικός και είπε ότι στο πρόβλημα των σφαγών και της γενοκτονίας κυριαρχεί ο συναισθηματικός πόνος με μία διάσταση πόνου την οποία φέρουν οι γενεές.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, σημείωσε, το πρόβλημα είναι ότι η εμφάνιση του κράτους των Νεότουρκων εναντίον του αρχαϊκού οθωμανικού συστήματος έγινε πάνω στην αρχή της κακής επιλογής της ισότητας: της επιλογής δηλαδή της αφομοίωσης αντί εκείνης της γαλλικής δημοκρατίας που συνίστατο σε έναν κοινό κόσμο με σεβασμό της κουλτούρας και των θρησκειών, που διατηρούνται μέσα στις ίδιες ταυτότητες.
Σύμφωνα με τον κ. Κουλουμπαρίτση η επίκληση της αδυναμίας της Τουρκίας να αναγνωρίσει τη γενοκτονία είναι ψευτοπρόβλημα, διότι όλες οι χώρες του κόσμου έχουν δημιουργηθεί πάνω σε εγκλήματα, αλλά οι περισσότερες τα έχουν αναγνωρίσει, χωρίς να υπονομευτεί η ταυτότητά τους. Αυτές οι αναγνωρίσεις θα επιτρέψουν μία απαλλαγή των απογόνων από ενοχές για τις οποίες δεν είναι υπεύθυνοι, διότι τα εγκλήματα διεπράχθησαν από τους προγόνους τους.