Της ΒΑΣΩΣ ΤΣΑΚΟΓΛΟΥ*
Η ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ, ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Η ένωση με την Ελλάδα των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου συνδυάστηκε με την εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, με αποτέλεσμα οι Ελληνες κάτοικοι της περιοχής να κηρύξουν ένοπλο αγώνα για την αυτονομία. Στη φωτογραφία ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος κηρύσσει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου στο Αργυρόκαστρο (17 Φεβρουαρίου 1914)Η Συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 17/30 Μαΐου 1913 και έθεσε επίσημα τέρμα στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ήταν προκαταρκτική, παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των διατάξεών της, αφού δεν καθοριζόταν σε αυτήν επακριβώς το νέο εδαφικό καθεστώς των Βαλκανίων. Το άρθρο 3 επιφόρτιζε τις Μεγάλες Δυνάμεις με τη φροντίδα του καθορισμού των συνόρων της Αλβανίας και την επίλυση των προβλημάτων, που συνδέονταν με αυτήν. Το άρθρο 5 επίσης ανέθετε στις Μεγάλες Δυνάμεις την ευθύνη για τον καθορισμό της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της Χερσονήσου του Αθω. Αφηνε σε εκκρεμότητα τα Δωδεκάνησα και συνάμα άδηλο το μέλλον της Κύπρου.
Το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης επομένως, με τις ασάφειες και τις παραλείψεις του, εμπεριείχε ήδη τα σπέρματα μελλοντικών προστριβών και συγκρούσεων και ήταν απόλυτα εύλογο να καταστήσει την υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση ιδιαίτερα επιφυλακτική. Αληθινά επίμονη και συστηματική υπήρξε η προσπάθεια της ηγεσίας της Ελλάδας να πετύχει την ταυτόχρονη διευθέτηση όλων των εκκρεμών ζητημάτων.
Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα
Ο Ελληνας πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος είχε επιμείνει στην ανάγκη για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου και είχε συγκατανεύσει την ύστατη στιγμή στην υπογραφή της «προκαταρκτικής» Συνθήκης κάτω από την απειλή του Αγγλου υπουργού των Εξωτερικών Γκρέι, ότι θα διέλυε τη συνδιάσκεψη. Την επομένη της υπογραφής η ελληνική κυβέρνηση κατήγγειλε τις πιέσεις που υπέστη και υπογράμμισε ακόμη μια φορά την αναγκαιότητα της ταχύτατης και οριστικής ρύθμισης των ζητημάτων με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης. Τα ζητήματα αυτά έμελλε πάντως να εξελιχθούν σε ακανθώδη για την Ελλάδα, γιατί στην περιοχή αυτή συγκρούονταν τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Μετά την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία του ανεξάρτητου Αλβανικού Βασιλείου, το πρόβλημα του καθορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων προσέλαβε ιδιαίτερη οξύτητα. Η ιταλική κυβέρνηση, που ήθελε το Αλβανικό Βασίλειο να επεκταθεί νοτιότερα εις βάρος της Ελλάδας, έτεινε να συνδέσει το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου με εκείνο των νησιών του Αιγαίου.
Το πογκρόμ και η εκδίωξη των Ελλήνων κατοίκων της ιωνικής Φώκαιας τον Ιούνιο του 1914 υπήρξε η απαρχή των μεγάλων διωγμών της δυτικής Μικράς Ασίας, που ακολούθησαν την εκδίωξη της Ανατολικής Θράκης. Στις φωτογραφίες, που βρίσκονται στο αρχείο του Χάρη Γιακουμή, οι Φωκαείς πρόσφυγες προσπαθούν να επιβιβαστούν σε πλοιάριο για να σωθούν από τους ΤσέτεςΗ Γαλλία υποστήριζε ότι εφ' όσον τα αλβανικά σύνορα θα κατέρχονταν τόσο χαμηλά, η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα Δωδεκάνησα. Η Αγγλία υποστήριζε να δοθούν τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα, εκτός από την Ιμβρο, την Τένεδο και τη Θάσο, ενώ την τύχη των Δωδεκανήσων θα καθόριζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως όριζε το άρθρο 2 της ιταλοτουρκικής Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο επέβαλλε την αποχώρηση της Ιταλίας από τα Δωδεκάνησα μόνο μετά την πλήρη εκκένωση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής από τους Τούρκους. Η Αυστρία, μετά το διακανονισμό των βόρειων συνόρων της Αλβανίας, συνεργάστηκε στενά με την Ιταλία για τον καθορισμό και των νότιων.
Η γερμανική στάση
Στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών διαμορφώθηκαν δύο τάσεις, που όμως ευνοούσαν και οι δύο απόλυτα την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λόγω των εκεί γερμανικών συμφερόντων. Οι εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Wangenheim είχαν πείσει το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ότι η τυχόν απόδοση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα, εξαιτίας της παρουσίας του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία, θα μπορούσε να αποβεί ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ύπαρξη της Τουρκίας. Από τη Γερμανία κυρίως προπαγανδίστηκε το δόγμα ότι τα νησιά του Αιγαίου ανήκουν οργανικά στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Αυτή ήταν πεπεισμένη ότι η Τουρκία δε θα είχε καμιά ασφάλεια, ούτε θα μπορούσε να οργανωθεί στο μέλλον λόγω της παρουσίας εχθρικών στοιχείων, που εμπνέονταν από επαναστατικές ιδέες και παρακινούνταν από το εξωτερικό. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Jagow θεωρούσε ότι τα νησιά, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητάς τους για την ακεραιότητα της Τουρκίας, θα έπρεπε να παραμείνουν τουλάχιστον υπό τουρκική κατοχή.
Η οριστική Συνθήκη ειρήνης Ελλάδας-Τουρκίας υπογράφτηκε την 1η/14η Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα με όρους τους οποίους δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, όταν υπογραφόταν η Συνθήκη του Λονδίνου. Η ανάγνωση του τελικού κειμένου δημιουργεί την εντύπωση ότι η ηττημένη πλευρά ήταν η ελληνική. Η αντιπολίτευση τη χαρακτήρισε «Ανταλκίδειο» Συνθήκη.
Ομως, παρά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνέχιζαν να είναι τεταμένες, γιατί το ζήτημα των νησιών παρέμενε ανοικτό και κανένα από τα δύο κράτη δεν φαινόταν διατεθειμένο να υποχωρήσει. Οι απαιτήσεις των Τούρκων δεν είχαν πια όριο, δεν αρκούνταν στην αυτονόμηση των νησιών. Εξάλλου η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να ενισχύει το στόλο της με στόχο να αποκτήσει υπεροχή έναντι του ελληνικού, ώστε σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις στο Λονδίνο παραχωρούσαν τα νησιά στην Ελλάδα, να διαθέτει ένα ισχυρό μέσον πίεσης για να ακυρώσει την απόφαση και εάν ήταν δυνατό, να τα ανακτήσει.
Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις ειδήσεις αυτές, ενέτεινε τις προσπάθειες για ενίσχυση του στόλου της, ώστε να διατηρήσει την υπεροχή της και να ανακόψει εκ των προτέρων κάθε επιθετική διάθεση της Τουρκίας. Αποτέλεσμα ήταν ένας ανταγωνισμός εξοπλισμών, που καθιστούσε πιθανότερη την έκρηξη ενός πολέμου. Τότε η Ελλάδα αγόρασε τα αμερικανικά θωρηκτά Idaho και Missisipi, που τα μετονόμασε σε «Κιλκίς» και «Λήμνος» αντίστοιχα.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1913 ο Αγγλος υπουργός Εξωτερικών πρότεινε να συνδυαστεί το ζήτημα των συνόρων της Αλβανίας με εκείνο των νησιών, δηλαδή ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση της απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διευθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων να παραχωρηθούν επίσημα στην Ελλάδα τα επίμαχα νησιά του Αιγαίου. Η ιταλική κυβέρνηση εκείνο τον καιρό διαπραγματευόταν με την τουρκική την κατασκευή σιδηροδρόμων και λιμανιών στη μικρασιατική περιοχή της Αττάλειας και συνεπώς ήθελε να φανεί αρεστή στην Τουρκία. Εμφανιζόταν λοιπόν ως υποστηρικτής των τουρκικών συμφερόντων και απέρριπτε την αγγλική εισήγηση.
Ενας ακόμη λόγος της ιταλικής άρνησης ήταν και το ότι η βρετανική πρόταση προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την απόδοση των Δωδεκανήσων στην Τουρκία. Επρόκειτο δηλαδή για συνολική διευθέτηση, την οποία η ιταλική κυβέρνηση προσπαθούσε με όλες τις δυνατές προφάσεις να αποφύγει. Μόνο έπειτα από γερμανικές πιέσεις και την απόρριψη από τη Μεγάλη Βρετανία των ιταλικών μικρασιατικών σχεδίων η κυβέρνηση της Ρώμης υποχώρησε και δέχτηκε την αγγλική άποψη, η οποία τυπικά τουλάχιστον έθετε τέρμα στο ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ετσι, η Αυστρία στο πρόβλημα των νησιών υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις, αφού πλέον το ζήτημα της νότιας Αλβανίας είχε λυθεί και θα ακολουθούσαν διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για νέες εμπορικές και ναυτιλιακές συμβάσεις.
Στις αρχές του 1914 οι δυνάμεις της Τριπλής Συμμαχίας αποφάσισαν να αποδεχθούν κατ' αρχήν την αγγλική πρόταση, που προέβλεπε να αποδοθούν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου εκτός από την Ιμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο υπό τον όρο ότι οι Ελληνες θα εκκένωναν εντός καθορισμένης προθεσμίας τις αλβανικές περιοχές. Ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη von Wangenheim δήλωνε ότι οι Ελληνες της Τουρκίας, μετά την οριστική απώλεια των νησιών, θα διώκονταν με σκληρότερα από ποτέ άλλοτε μέτρα.
Η συμφωνία
Στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου, με εξαίρεση την Ιμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο και ταυτόχρονα καλούσαν την Ελλάδα να εκκενώσει ώς τις 31 Μαρτίου 1914 τις βορειοηπειρωτικές περιοχές που είχαν εκχωρηθεί στην Αλβανία. Με τη συμφωνία αυτή 100.000-150.000 Ελληνες έμειναν εκτός συνόρων. Η Τουρκία στην απαντητική της νότα λάβαινε βέβαια γνώση της απόφασης, επιφυλασσόταν ωστόσο των διεκδικήσεών της, με άλλα λόγια δεν ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τα νησιά και είχε βάλει στόχο την επανάκτησή τους.
Ο Ε. Βενιζέλος ήθελε ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, η οποία όμως θα εξασφάλιζε παράλληλα στην Ελλάδα την κατοχή των νησιών. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ήταν ορατό ούτε και μετά την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να παραχωρηθούν τα νησιά στην Ελλάδα. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας χειροτέρευαν συνεχώς μετά την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1914 να δεχθεί την πρόταση που υπέβαλε η Τουρκία μέσω του Ρουμάνου πρωθυπουργού για ανταλλαγή της Χίου και της Λέσβου με τα Δωδεκάνησα. Η Τουρκία επιθυμούσε να ανταλλάξει κάτι με κάτι που δεν της ανήκε. Ετσι η ελληνική πλευρά προσανατολιζόταν προς έναν προληπτικό πόλεμο εναντίον της.
Αλλά η Τουρκία χρησιμοποίησε και άλλο μέσον πίεσης προς την Ελλάδα. Από το τέλος του 1913 εντάθηκαν οι διωγμοί και οι απελάσεις των Ελλήνων επί του εδάφους της, κυρίως στην Ανατολική Θράκη και τη μικρασιατική ακτή, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν ιδιαίτερα πολυπληθές.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 130.282 απελάθηκαν από την Ανατολική Θράκη και 153.890 από τη Μικρά Ασία. Σε μια δεύτερη φάση 88.485 Ανατολικοθρακιώτες και 144.559 Μικρασιάτες εξορίστηκαν στην Ανατολία. Εγκαινιάστηκε δηλαδή μια εποχή κολάσεως για τους ελληνικής καταγωγής Οθωμανούς υπηκόους.
*Ιστορικός. Η μεταπτυχιακή εργασία της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ αφορούσε τις διώξεις του 1913-1918 στην Ανατολική Θράκη. Το 2010 εκδόθηκε η μονογραφία της «Ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη (1913-1918)»
enet.gr