Η ελληνική επιχειρηματικότητα εξακολουθεί να παραμένει εσωστρεφής και αντιπαραγωγική, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται ουσιαστικά και η περιλάλητη δημοσιονομική εξυγίανση
Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις χώρες που κατέφυγαν σε προγράμματα στήριξης και σε Μνημόνια. Οι χώρες αυτές, όπως η Ελλάδα, προχώρησαν εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις και πραγματοποίησαν εσωτερική υποτίμηση με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την μετάβαση σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.
EBR
«Όταν ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών παραμένει στάσιμος», μάς λέει ο οικονομολόγος κ. Χρ. Ιωάννου, του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, «τότε η μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας –την οποία μέχρι το 2008 συντηρούσε τεχνητά ο δανεισμός– δεν μπορεί πλέον να υπάρχει. Εκεί οφείλεται και το, από το 2008, άλμα της ανεργίας κατά ένα εκατομμύριο άτομα. Αυτό σημαίνει ότι, τα άτομα που έχασαν την θέση εργασίας τους, αν είναι να βρουν ξανά εργασία αυτό θα γίνει σε άλλους κλάδους, σε αρκετές δε περιπτώσεις με άλλες ειδικότητες. Αυτό δεν γίνεται αυτόματα. χρειάζονται αποτελεσματικές και μακρόπνοες πολιτικές απασχόλησης».
Αυτό είναι και το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις, οδεύει προς επιδείνωση και όχι βελτίωση. Κατά συνέπεια, ουσιαστικά ακυρώνονται οι προσπάθειες και οι θυσίες δημοσιονομικής εξυγίανσης και η Ελλάδα θα βλέπει την θηλιά του δημοσίου χρέους της να σφίγγει περισσότερο. Γιατί, όμως; Διότι, απλά, παρά τις θυσίες, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας παραμένει αναποτελεσματικό και εσωστρεφές και άρα είναι αδύνατον να παράγει πόρους ικανούς να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή είναι η πραγματικότητα και καταγράφεται αδρά τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και από διεθνείς οργανισμούς.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι νέες επενδύσεις που γίνονται στην Ελλάδα κατευθύνονται πάντα προς την μαζική εστίαση, τα κομμωτήρια και τις καφετέριες και όχι προς καινοτόμες παραγωγικές δραστηριότητες. Το δε ειρωνικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι, όσοι επενδύουν στις παραπάνω «αξίες» της ελληνικής οικονομίας, επιβραβεύονται περισσότερο από αυτούς που αναλαμβάνουν κινδύνους σε τομείς με σαφώς υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από επιστημονική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ήθελε να διαπιστώσει κατά πόσον μεταβλήθηκε το παραγωγικό μοντέλο κατά την διάρκεια της κρίσης. Τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής επιβεβαιώνουν μία επίσης πρόσφατη έρευνα του διεθνούς οργανισμού Endeavor.
Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις χώρες που κατέφυγαν σε προγράμματα στήριξης και σε Μνημόνια. Οι χώρες αυτές, όπως η Ελλάδα, προχώρησαν εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις και πραγματοποίησαν εσωτερική υποτίμηση με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την μετάβαση σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.
Η Ελλάδα ήταν η χώρα με τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις και την μεγαλύτερη προσαρμογή, ύψους 63 δισεκατ. ευρώ. Θα περίμενε κανείς να παρατηρηθεί σημαντική μετατόπιση επενδύσεων από τους λεγόμενους μη παραγωγικούς προς τους παραγωγικούς κλάδους. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, συνέβη στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, ακόμα και στην Ισπανία, η οποία ζήτηση στήριξη μόνον για τον τραπεζικό κλάδο. Επίσης, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι λιγότερες συγκριτικά παραγωγικές επιχειρήσεις (κάτω από 20%) απασχολούν άνω του 70% των ιδιωτικών υπαλλήλων. Οι συγγραφείς της έρευνας υπογραμμίζουν ότι η ένδειξη αυτή δεν είναι ενθαρρυντική. Από την άλλη, παραδέχονται ότι μία σειρά από παράγοντες δεν άφησε την Ελλάδα να μεταβεί σε ένα πιο παραγωγικό επιχειρηματικό μοντέλο.
Κατ’ αρχάς, η βασικότερη αιτία ήταν η διακοπή της τραπεζικής χρηματοδότησης. Στα άλλα κράτη περιορίστηκε, αλλά δεν μηδενίστηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά απόρριψης τραπεζικών δανείων στην Ελλάδα (και στην Πορτογαλία) ήταν πάνω από 50%. Το ποσοστό απόρριψης ξεκίνησε από το 37%, για να φθάσει σε κάποια περίοδο το 100%. Στην συνέχεια, ακολούθησε η περίοδος κατά την οποία ούτε οι ίδιες οι επιχειρήσεις ήθελαν δάνειο από τις τράπεζες. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις μεγαλύτερες και παλαιότερες (άνω των 10 ετών). Αντίθετα, ανάγκη από κεφάλαια είχαν οι νεότερες. Η τάση αυτή επιδεινώθηκε στην Ελλάδα –καθώς και σε Ισπανία και Ιταλία– το 2012 και εξής.
Δεύτερος λόγος ήταν η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση εξαιτίας των προγραμμάτων διάσωσης. Αυτό είχε ως συνέπεια οι ελληνικές επιχειρήσεις να μην μπορούν να βγουν εύκολα στις αγορές, αφού δεν είχαν τις εγγυήσεις ή τις αποκτούσαν πολύ ακριβά.
Τρίτον, όσοι τα κατάφεραν στις εξαγωγές αναγκάστηκαν να συμπιέσουν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους λόγω του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, σε μία περίοδο κατά την οποία και η εξωτερική ζήτηση είχε πτωτική πορεία.
Τέλος, η απότομη αύξηση της ανεργίας και η κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης, σε συνδυασμό με την έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης, δεν άφηναν περιθώρια για επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου ή γνώσης, όπως είναι οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, νανοτεχνολογίας, κλπ. Ο νέος άνεργος χρειαζόταν κάτι «γρήγορο και εύκολο» για να βγάλει τον επόμενο μήνα. Αντίθετα, οι εξαγωγές, η νανοτεχνολογία, η υψηλή τεχνολογία και γενικότερα οι λεγόμενοι παραγωγικοί κλάδοι (tradable) απαιτούν επενδύσεις, εκπαίδευση και αρκετό χρόνο.
Υπό αυτές τις συνθήκες πολύ φοβούμεθα ότι, ακόμα και αν διαγραφεί πλήρως το ελληνικό χρέος, η ανάπτυξη θα παραμένει όνειρο απατηλό.