Η νέα και πολύπλοκη οικονομική πραγματικότητα κάνει πολύ πιο ευάλωτες σε ανατρεπτικές κρίσεις χώρες με αυταρχικά και ανήθικα καθεστώτα, παρά την αναπτυγμένη Δύση
Οι σοβαρότεροι οικονομολόγοι κατανοούν πλέον πολύ καλύτερα ότι η καινοτομία, οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη δεν είναι απλά ζήτημα μείωσης της φορολογίας και απελευθέρωσης των αγορών.
του Will Hutton*
Ιδού ο γρίφος που απασχολεί τους μελλοντολόγους, επενδυτές, οικονομολόγους και υπουργεία εξωτερικών: Ποια από τις σημερινές δέκα μεγαλύτερες οικονομίες θα τα πάει καλύτερα στην επόμενη δεκαπενταετία;
Το 2013 οι ΗΠΑ κέρδισαν άνετα την πρώτη θέση: η οικονομία τους είναι διπλάσια εκείνης της Κίνας και δυόμισι φορές όσο εκείνης της 3ης Ιαπωνίας. Μετά την 4η Γερμανία ακολουθεί μία ομάδα κρατών που τις χωρίζουν λιγότερο από 1 τρισεκατ. δολλάρια: η Γαλλία μόλις ξεπερνά την Βρεταννία, που είναι 6η. Ακολουθούν η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ιταλία, ο Καναδάς και η Ινδία –η οποία, λόγω της κατάρρευσης της ρουπίας, δεν ανήκει πια στις 10 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Το τί αναμένεται να συμβεί στην συνέχεια –τουλάχιστον σύμφωνα με την συμβατική οικονομική σκέψη– αποτυπώνεται με αξιοπιστία στην ετήσια οικονομική κατάταξη που δημοσίευσε πρόσφατα το συντηρητικής απόχρωσης Κέντρο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών (CEBR). Οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ιδίως η Γαλλία και η Ιταλία, θα χάσουν πολλές θέσεις υπό το βάρος της υπερφορολόγησης, της κοινωνικής πρόνοιας και της γήρανσης του πληθυσμού. Η αδιάκοπη άνοδος της Κίνας προς την κορυφή θα συνεχιστεί, αλλά θα φτάσει εκεί το 2028, δηλαδή αργότερα απ’ ό,τι προέβλεπε το CEBR πέρσι. Η Ινδία θα αναρριχηθεί στην τρίτη θέση. Η Ρωσία θα τα πάει καλά, όπως και το Μεξικό, πιθανότατα δε και η Βραζιλία. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίσει να συρρικνώνει το κράτος, να κρατάει χαμηλά την φορολογία και να απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, αν παραμείνει ανοιχτό στην μετανάστευση και αποδεσμευτεί από την Ευρώπη, μπορεί να χάσει μία μόνον θέση και το 2028 να είναι 7ο. Αλλά όσο καλά να τα πάνε οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη, συνολικά η Δύση θα συνεχίσει να χάνει έδαφος.
Στην Βρεταννία, ο συντηρητικός Τύπος προέβαλε αυτές τις προβλέψεις θεωρώντας ότι επιβεβαιώνουν πως ο Τζωρτζ Όσμπορν κινείται σωστά και ο ευρωσκεπτικισμός θριαμβεύει. Η Εξπρές παιάνισε: «Η ανθούσα Βρεταννία θα πιάσει κορυφή ενώ η Ευρώπη βαλτώνει», ενώ η Μέϊλ αναφέρθηκε σε «αναγέννηση της Βρεταννίας». Σύμφωνα με την εφημερίδα, το CEBR εξόπλισε τον υπουργό Οικονομικών με ένα όπλο που «μπορεί να συντρίψει την κινδυνολόγο και απατηλή ατζέντα των Εργατικών».
Χμμ…. «Ανθηρή» Βρεταννία; «Αναγέννηση»; Το πρόβλημα είναι πως η οικονομική θεωρία που υποστηρίζει αυτές τις προβλέψεις βρίσκεται και η ίδια σε κρίση. Δίνοντας έμφαση στην σημασία της μείωσης της φορολογίας, στην απορρύθμιση, στην αναπόφευκτη αποτελεσματικότητα των αγορών και την συνεπαγόμενη αναπόφευκτη αναποτελεσματικότητα του κράτους ως αναπτυξιακού παράγοντα, παριστάνει ότι η τελευταία τριακονταετία –και ιδιαιτέρως η κρίση του 2008– δεν συνέβησαν ποτέ. Υπό αυτούς ακριβώς τους όρους περιγράφει την κυρίαρχη οικονομική διδασκαλία και την συζήτηση (που αντανακλάται στην έκθεση του CEBR και τον διάλογο που πυροδότησε) η καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Λονδίνου (UCL), Γουέντυ Κάρλιν, η οποία ηγείται του προγράμματος του Ινστιτούτου Νέας Οικονομικής Σκέψης (ΙΝΕΤ) για την αναθεώρηση της διδασκαλίας των οικονομικών ώστε να συμπεριληφθούν τα νέα δεδομένα.
Οι σοβαρότεροι οικονομολόγοι κατανοούν πλέον πολύ καλύτερα ότι η καινοτομία, οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη δεν είναι απλά ζήτημα μείωσης της φορολογίας και απελευθέρωσης των αγορών. Επικρίνουν την εθελοτυφλία εμπρός στην πολυπλοκότητα της διαδικασίας με την οποία οι οικονομίες δημιουργούν και ενσωματώνουν επαναστατικές τεχνολογίες –που αλλάζουν το κυρίαρχο υπόδειγμα. Από πουθενά δεν συνάγεται ότι μπορεί κανείς να αξιολογεί ολόκληρη την θεσμική δομή ενός κράτος (από το επιχειρηματικό τοπίο ως την διαφάνεια της διακυβέρνησης) από το αν οικοδομεί έναν εσωστρεφή καπιταλισμό, που παράγει υπεραξία, ή έναν εξωστρεφή καπιταλισμό, που την θηρεύει. Τα καλύτερα οικονομικά μυαλά προσπαθούν πλέον να κατανοήσουν πώς λειτουργούν οι οικονομίες στ’ αλήθεια και όχι όπως νομίζουν πως το κάνουν οι πολιτικοί και οι εφημερίδες.
Στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυχαίνουν τα έθνη», οι Ντοράν Ατσέμογλου του ΜΙΤ και Τζέϊμς Ρόμπινσον του Χάρβαρντ παρουσιάζουν την δεκαπενταετή μελέτη τους για την άνοδο και την πτώση των κρατών και των οικονομιών τους. Τα συμπεράσματά τους απέχουν παρασάγγας από εκείνα του CEBR. Θεωρούν ότι αυτό που ξεχωρίζει στην πραγματικότητα τα κράτη είναι η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των οικονομικών και πολιτικών τους θεσμών. Ο καπιταλισμός οφείλει να διαμορφώνεται και να διευθύνεται ούτως ώστε το νέο διαρκώς να ανασχηματίζει –ακόμα και να καταστρέφει– το παλιό: θα πρέπει να εξασφαλίζεται η παρουσία πολυάριθμων παικτών, να επιτρέπεται πολύς πειραματισμός και να εξοικειώνονται ολόκληρες κοινωνίες με την ανάληψη και την αποδοχή της διακινδύνευσης. Αυτό εξασφαλίζεται καλύτερα όταν η οικονομική και πολιτική εξουσία δεν πέφτει στα χέρια ενός κόμματος ή μιας ομάδας ιδιοτελών ολιγαρχών που βασικά καρπούνται την υπεραξία. Το σύστημα πρέπει να είναι ανοικτό στον κόσμο, να ενσωματώνει το διαφορετικό και να αποκρούει διαρκώς όσους ενδιαφέρονται μόνον να κερδοσκοπήσουν.
Οι Ατσέμογλου και Ρόμπινσον έχουν δίκιο –αν και η δυνατότητα ενσωμάτωσης και η λογοδοσία αφορούν πολύ περισσότερες δομές από εκείνη των δημοκρατικών θεσμών στην οποία σχεδόν αποκλειστικά επικεντρώνονται –αμφισβητώντας, κατά συνέπεια, τις προβλέψεις περί αναπόφευκτης συνεχούς ανόδου της (καθόλου δημοκρατικής) Κίνας. Σημασία έχουν επίσης η ακεραιότητα και η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το κατά πόσον το κράτος επενδύει πρόθυμα σε ριψοκίνδυνες τεχνολογίες αιχμής –κάτι που οι ιδιώτες επενδυτές ουδέποτε κάνουν μονομερώς–, κατά πόσον οι επιχειρήσεις εμποδίζεται να πέσουν στα χέρια ιδιοτελών και πλουσιοπάροχα αμειβόμενων διοικητικών συμβουλίων, κατά πόσον οι θέσεις εργασίας αντέχουν στις αλλαγές, κλπ. Επίσης αναγνωρίζουν, όπως κάνουν και το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, πως και οι υγιέστερες κοινωνίες απειλούνται από την αύξηση των ανισοτήτων. Αυτή είναι η Λυδία λίθος για το πόσο αποτελεσματικά έχει οικοδομήσει η ελίτ την θεσμική συγκρότηση με την οποία καρπώνεται υπεραξία από την υπόλοιπη κοινωνία.
Ένα άλλο μέλος του δικτύου ΙΝΕΤ, ο καθηγητής Σαμ Μπόουλς, πάει πιο μακρυά: θεωρεί πως η ανισότητα απορροφά παραγωγικές δυνάμεις από την παραγωγή υπεραξίας και την διοχετεύει στην κατοχύρωση των αγαθών των πλουσίων –μέσω της αστυνόμευσης, της ασφάλισης, του δικαίου, της επιτήρησης και των μορφών τεχνολογίας ελέγχου και παρακολούθησης. Όσο μεγαλώνει η ανισότητα, τόσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις μετατρέπονται σε πραιτωριανούς των κυρίαρχων: μία δραστηριότητα που παράγει μικρή υπεραξία και μειώνει την συνολική παραγωγικότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού.
Μέσα σε αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον, το οποίο έφερε πολύ παραστατικά στην επιφάνεια η χρηματοοικονομική κρίση, οι ανισότητες και η αυξανόμενη μονιμοποίησή τους είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν ισχυρό διασπαστικό παράγοντα στο μέλλον. Ιδιαίτερα δε στην Ευρώπη, όπου, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν υπάρχουν πέρα από το ευρώ άλλα ισχυρά σημεία συνοχής, όπως η γλώσσα για παράδειγμα. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ ήταν αυτός που είπε ότι «κανείς δεν ερωτεύεται μία οικονομική και νομισματική ένωση, ή μία ενιαία αγορά». Συνεπώς, για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα οι κίνδυνοι υπάρχουν.
Το ίδιο όμως ισχύει και για τις αναδυόμενες χώρες που κυβερνώνται από αρπακτικές και διεφθαρμένες ελίτ. Το μέλλον τους κάθε άλλο παρά προδιαγεγραμμένο είναι. Τουναντίον, ίσως αποτελέσουν το θέατρο ανατρεπτικών κρίσεων με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Πολύ αμφιβάλλω, συνεπώς, αν το 2030 η Κίνα, για παράδειγμα, θα είναι πρώτη ή δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο.
Η Δύση δεν πέθανε ακόμα και στην σημερινή συγκυρία δείχνει να έχει ισχυρότερες κοινωνικές αντοχές από τους ανταγωνιστές της.
* Οικονομολόγος, επιφυλλιδογράφος στην βρεταννική εφημερίδα Γκάρντιαν