Δεν έχουν τέλος οι ζημιές που προκαλούνται τον τελευταίο χρόνο από τις δολιοφθορές και τις κλοπές καλωδίων και άλλων υλικών από τις εγκαταστάσεις ηλεκτροφωτισμού στο οδικό δίκτυο της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Το κόστος μάλιστα που καλείται να πληρώσει η περιφέρεια προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές αυτές υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 200.000 ευρώ.
Το θέμα, που συζητήθηκε στη χθεσινή συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου, έθεσε ο αντιπεριφερειάρχης Σερρών Γιάννης Μωυσιάδης, καταγγέλλοντας ότι οι κλοπές καλωδίων τείνουν να εξελιχθούν σε μάστιγα στις περισσότερες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς επιτήδειοι εισβάλλουν, όπως είπε, σε διάφορες εγκαταστάσεις για να κλέψουν τον χαλκό και να τον πουλήσουν. Ο ίδιος είπε μάλιστα ότι σήμερα το αρδευτικό σύστημα στην πεδιάδα των Σερρών κοντεύει να τιναχτεί στον αέρα, καθώς οργανωμένα κυκλώματα ληστεύουν τον χαλκό από τα καλώδια και τα άλλα χρήσιμα υλικά των αντλιοστασίων. «Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες δεν μπορούν να ποτίσουν τις καλλιέργειές τους. Επίσης σε πολύ μεγάλο μήκος του οδικού δικτύου γίνεται πλιάτσικο στα καλώδια. Δεν μπορεί όμως να γίνει έλεγχος και φύλαξη, διότι είναι πολύ μεγάλες οι εκτάσεις στις οποίες γίνονται οι κλοπές», τόνισε ο κ. Μωυσιάδης.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι μόνο για την περιοχή της Κερκίνης θα πρέπει να δαπανηθούν περί τις 40.000 ευρώ για αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί. Ο αντιπεριφερειάρχης Σερρών ανέφερε επίσης ότι υπάρχουν και ομάδες που κλέβουν και συνεργάζονται με ομάδες εκτός συνόρων, ενώ κλέβουν ακόμη και με γερανούς.
Από την πλευρά του ο περιφερειακός σύμβουλος Μιχάλης Τρεμόπουλος πρότεινε εναλλακτικές λύσεις για έλεγχο, όπως αυτός να γίνεται στις εταιρείες που παραλαμβάνουν τον χαλκό και άλλα υλικά ανακύκλωσης, προκειμένου να θεσπίσουν κανόνες και να γνωρίζουν από πού προέρχονται τα υλικά που παραλαμβάνουν.
«Έχουν ξηλώσει όλα τα αλεξικέραυνα στον δήμο Θεσσαλονίκης και στη Θέρμη. Υπάρχει πλέον ζήτημα ασφάλειας και ατυχημάτων», σημείωσε ο κ. Τρεμόπουλος, ενώ ο περιφερειακός σύμβουλος Γιάννης Κούτρας επισήμανε ότι το πρόβλημα είναι πολύ έντονο στις αγροτικές περιοχές, ως αποτέλεσμα της φτώχειας, αλλά και της ανόδου της τιμής του χαλκού.