Η πικρή αλήθεια για τον ισλαμικό κόσμο είναι πως, σε καιρούς
διαδεδομένης αβεβαιότητας, οι δυνάμεις της παράδοσης τείνουν να μιλούν πιο
δυνατά από εκείνες της δημοκρατικής αλλαγής
Του Michel Rocard
Πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας
Μα τί συνέβη με την Αραβική Άνοιξη; Όταν οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν στην
Τυνησία, την Αίγυπτο, την Λιβύη κατόρθωσαν να εκθρονίσουν τις παλιές και
αποκαμωμένες δικτατορίες, κανείς δεν γνώριζε ποιες δυνάμεις, ποιοι θεσμοί και
ποιες διαδικασίες θα προέκυπταν από το αίτημα των διαδηλωτών για δημοκρατία.
Και όμως, παρά το πρωτόγνωρο των γεγονότων και την αδυναμία να δούμε το μέλλον
(ή, ίσως, εξαιτίας αυτών), οι ελπίδες ήταν μεγάλες. Το τί συνέβη έκτοτε
αποδεικνύει ξεκάθαρα αυτό που ήδη γνωρίζαμε –ή οφείλαμε να γνωρίζουμε: τίποτα
δεν είναι απλό στις καθεστωτικές αλλαγές. Μέχρι στιγμής, καμμία από τις χώρες
δεν βρήκε την θεσμική εκείνη συγκρότηση που θα αποσυμπίεζε τις αυξανόμενες
εσωτερικές εντάσεις και θα απαντούσε ικανοποιητικά στα λαϊκά αιτήματα.
Άλλα κράτη της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Υεμένης και ορισμένων κρατών
του Κόλπου, βίωσαν επίσης αναστάτωση, σε διάφορους βαθμούς. Η θρησκευτική βία
πλήττει εν νέου το Ιράκ, ενώ στην Συρία οι συγκρούσεις μεταξύ των
αντικαθεστωτικών ομάδων πυκνώνουν καθώς οι ισλαμιστές επιχειρούν να αναλάβουν
το πλεονέκτημα εν όψει της διαδικασίας πολιτικής μετάβασης που θα ξεκινήσει
εφόσον καταρρεύσει η κυβέρνηση. Ακόμα και στο Μαρόκο, ο βασιλιάς –που έχει
απόλυτη εξουσία, καθώς είναι επίσης θρησκευτικός ηγέτης της χώρας–
εξαναγκάστηκε να ακροαστεί την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και να κινηθεί προς
ένα πιο ανοικτό σύστημα πολιτικού Ισλάμ.
Παρομοίως, οι εξελίξεις σε δύο μη αραβικά κράτη της περιοχής δείχνουν πως ούτε
και εκείνα έχουν ασυλία στην αστάθεια. Στην Τουρκία, οι πρόσφατες διαμαρτυρίες
ανέδειξαν την αυξανόμενη αντίδραση στις υπερεξουσίες και τις θρησκόληπτες
διχαστικές πολιτικές του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο Ιράν, το
μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων τάξεων υποστήριξε στις προεδρικές εκλογές του
Ιουνίου τον πιο μετριοπαθή υποψήφιο από όσους είχαν εγκρίνει προηγουμένως οι ισλαμιστές
Φρουροί της Επανάστασης.
Πολλές είναι οι αιτίες της μόνιμης αστάθειας της περιοχής. Η μία είναι η
υπανάπτυξη. Ενώ το πετρέλαιο κατέστησε λίγους προέδρους και πρίγκιπες
εξωφρενικά πλούσιους, ο υπόλοιπος πληθυσμός ελάχιστα ωφελήθηκε. Ο υποσιτισμός
είναι διαδεδομένος, η φτώχεια και οι ανισότητες τροφοδότησαν ένα μεγάλο μέρος
της λαϊκής οργής που εκφράστηκε στις κινητοποιήσεις ης περιοχής. Αλλά η
πολιτική των λαϊκών διαμαρτυριών αντανακλά επίσης την αυξανόμενη απόρριψη των
δικτατοριών και της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Παρά την απουσία παράδοσης
ανοικτής διαμαρτυρίας στις χώρες αυτές, η παγκοσμιοποίηση κατέστησε σαφές σε
όλους ότι, για να υπάρξει εδώ οικονομική ανάπτυξη, χρειάζεται καθεστωτική
αλλαγή.
Τέλος, το πολιτικό Ισλάμ είναι παρόν σε όλες τις συγκρούσεις της περιοχής και
δεν θα έπρεπε να θεωρείται –όπως δυστυχώς συμβαίνει πολύ συχνά– άσχετο με τα
οικονομικά προβλήματα των χωρών αυτών. Για να το πούμε απλά, το Ισλάμ –μία από
τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου, που την ασπάζεται σχεδόν το 1/4 της
ανθρωπότητας– έχασε το τραίνο της ανάπτυξης. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να
ξεπεραστεί η υπανάπτυξη χωρίς να απειληθούν παραδοσιακοί τρόποι ζωής, ήθη και
έθιμα, κοινωνικές σχέσεις.
Η ζωή, πάντως, έχει δείξει πως οι θρησκείες δεν μπορούν να αντισταθούν στην
πίεση της οικονομικής αλλαγής.
Στους Εβραίους, που δεν διέθεταν πατρίδα, η αλλαγή συνέβη στην διασπορά, όταν η
πολιτική χειραφέτηση στην Ευρώπη ανέδειξε μεταρρυθμιστικά κινήματα που
αποσκοπούσαν στην συμφιλίωση της πίστης με την νεωτερικότητα. Παρομοίως, ο
ρωμαιοκαθολικός και ορθόδοξος χριστιανισμός μπλόκαρε επί αιώνες την οικονομική
ανάπτυξη, έως ότου υπήρξαν μεταρρυθμιστές που αναθεώρησαν θεολογικά την θέση
του χρήματος και των τραπεζών, την έννοια της προόδου, της επιστήμης και της
τεχνολογίας. Δεν είναι τυχαίο που η θρησκευτική μεταρρύθμιση στην Σκανδιναβία,
την Γερμανία, την Αγγλία, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ ανέδειξε τον σημερινό
παγκόσμιο καπιταλισμό. Η δυναμική επηρέασε ακόμα και την –άθεη επισήμως– Κίνα.
Ο ορθόδοξος κομμουνισμός, μία τέλεια εκδοχή κοσμικής θρησκείας, υπήρξε το πρώτο
θύμα της, όταν η Κίνα υιοθέτησε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 1979.
Το Ισλάμ διαθέτει και εκείνο τους μεταρρυθμιστές του. Το 1826, ο Μοχάμεντ Άλι
ανέθεσε στον Αιγύπτιο σοφό Ρίφα αλ-Ταχτάουι να επισκεφθεί την Ευρώπη, ώστε να
μάθει τα του δυτικού πολιτισμού και να προσπαθήσει να διαμορφώσει ένα κλίμα
κατανόησης μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Αλλά παντού στον αραβικό κόσμο, χωρίς καμμία
εξαίρεση, οι μεταρρυθμιστές φυλακίζονταν, δολοφονούνταν ή αχρηστεύονταν
πολιτικά.
Χωρίς το ανάλογο της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης, οι μουσουλμάνοι –ιδίως
οι Άραβες– αντιμετώπισαν τους δύο τελευταίους αιώνες διαρκείς ταπεινώσεις και
μερικό αποικισμό. Το αποτέλεσμα ήταν πικρία, αίσθημα ντροπής και οργή –που εν
μέρει εξηγεί την γενικότερη δυσθυμία που επικρατεί σήμερα στην περιοχή. Οι
λαϊκές διαμαρτυρίες δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία πως στην Μέση Ανατολή υπάρχουν
πολλοί άνθρωποι που έχουν διαρρήξει εντελώς τις σχέσεις τους με την θρησκεία.
Αυτό είναι εξίσου φανερό στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όσο και στην Τουρκία.
Αλλά η πικρή αλήθεια για τον ισλαμικό κόσμο είναι πως, ιδίως σε καιρούς
διαδεδομένης αβεβαιότητας, οι δυνάμεις της παράδοσης τείνουν να μιλούν πιο
δυνατά και καθαρά από εκείνες της αλλαγής.
Η ειρήνη σε αυτή την αχανή και στρατηγικά κρίσιμη περιοχή –άρα και σε ολόκληρο
τον κόσμο– είναι δυνατόν να διαφυλαχθεί μόνον αν τα κράτη αυτά κατορθώσουν,
παρά τα προβλήματά τους, να προφυλάξουν τον εαυτό τους από ακρότητες και
πολιτικές υπερβολές. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο
στους Δυτικούς, που ο πολιτισμούς τους έχει μεν ξεπεράσει τις θρησκευτικές
συγκρούσεις, αλλά νωρίτερα είχαν βιώσει την βία της Ιεράς Εξέτασης και της
Αντιμεταρρύθμισης. Αν το Ισλάμ, ιδίως στην Μέση Ανατολή, ακολουθεί ανάλογη
πορεία, μακροπρόθεσμα η πολιτική αστάθεια στην περιοχή θα κλιμακωθεί. Η
αλληλοκατανόηση είναι ο μόνος τρόπος να μετριαστούν οι συνέπειες.
Από: EBR