Καθώς οι προτάσεις της Επιτροπής έχουν εισηγητικό χαρακτήρα, η τελική απόφαση θα ληφθεί στις 11 Ιουνίου από την Ολομέλεια.
Ως γνωστόν, τον Νοέμβριο του 2012 η Γαλλία είχε ζητήσει να αρθεί η ασυλία της αρχηγού της γαλλικής ακροδεξιάς λόγω των δηλώσεων που είχε κάνει το 2010, όταν παραλλήλισε τις προσευχές των μουσουλμάνων στο δρόμο με τη γερμανική Κατοχή.
Αυτό συνέβη στη διάρκεια της εσωκομματικής προεκλογικής εκστρατείας, προκειμένου η Μαρίν να διαδεχθεί τον πατέρα της Ζαν-Μαρί, με αντίπαλο τον Μπρούνο Γκόλνις.
Εκείνες οι δηλώσεις της – σε περίοδο που δεν είχε ακόμη διαδεχθεί τον πατέρα της Ζαν-Μαρί στην ηγεσία του κόμματος - προκάλεσαν σάλο και η εισαγγελία της Λιόν ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα με την κατηγορία της «υποκίνησης ρατσιστικού μίσους», μετά από καταγγελία του Κινήματος κατά του Ρατσισμού και της Φιλίας των Λαών (Mrap).
Τότε, η δικογραφία είχε μπει στο αρχείο, αλλά ακολούθησε και δεύτερη καταγγελία, αυτή τη φορά από την Ένωση κατά της Ισλαμοφοβίας στη Γαλλία (CCIF), οπότε και ξεκίνησε δεύτερος κύκλος δικαστικών ερευνών.
Τι ακριβώς είχε πει η Μαρίν;
Το ακόλουθο:
«Για όσους πολύ αρέσκονται να μιλούν για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν πρόκειται να μιλήσουμε για Κατοχή, θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο και γι’ αυτό (σ.σ. τις οργανωμένες ομαδικές προσευχές μουσουλμάνων σε πλατείες), γιατί και αυτό αποτελεί κατοχή εδάφους. Είναι μια κατοχή τμημάτων του εδάφους, των περιοχών όπου εφαρμόζονται οι θρησκευτικοί νόμοι (σ.σ. Σαρία). Είναι μια Κατοχή. Βέβαια, δεν υπάρχουν τεθωρακισμένα, ούτε στρατιώτες, αλλά πάντως είναι Κατοχή που βαραίνει τους κατοίκους».
Άσχετα από οποιαδήποτε διαφωνία ή αποτροπιασμό τον οποίο προκαλεί κάθε προσπάθεια υποτίμησης των εγκλημάτων του Ναζισμού…
Άσχετα από τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο τα νεοναζιστικά κόμματα προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα του φασισμού και του ναζισμού…
Υπάρχει κανείς που να υποστηρίζει πως η Μαρίν Λεπέν (που στις περσινές προεδρικές εκλογές συγκέντρωσε το 14% των ψήφων) δεν είχε δικαίωμα να πει τη γνώμη της;
Μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε ένα case study (για να μιλήσω και εγώ… ελληνικά σαν τον κ. Τσίπρα που τελευταία μας έχει φλομώσει στα αγγλικά) για να δούμε πόσο λεπτή και αδιόρατη – αν και κόκκινη - είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην έκφραση γνώμης και στην υποκίνηση ρατσιστικού μίσους:
Η Μαρίν Λεπέν είπε τη γνώμη της – ότι δηλαδή κατ’ αυτήν η κατάληψη των πλατειών από μουσουλμάνους που προσεύχονται ομαδικά, αποτελεί κατοχή, όπως αυτή που συνέβη επί της (πρόσκαιρης) επικράτησης του ναζισμού στην Ευρώπη.
Αυτή η έκφραση γνώμης, όμως, μπορεί (σύμφωνα με κάποιον αντιρατσιστικό νόμο) να αποτελεί υποκίνηση ρατσιστικού μίσους – ότι δηλαδή είναι δυνατόν, με αυτή την ταύτιση, να υποκινηθούν οι πολίτες μιας ευρωπαϊκής χώρας να επιτεθούν σε μουσουλμάνους την ώρα που εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντά σε δημόσιο χώρο.
Ας το πάρουμε αλλιώς.
Ας πούμε πως ένας τέτοιος παραλληλισμός δεν προέλθει από την αρχηγό ενός ακροδεξιού κόμματος που στρέφεται κατά των μεταναστών, αλλά από έναν κοινό πολίτη.
Έναν ηλικιωμένο πολίτη που περνά από έναν χώρο όπου γίνεται δημόσια ομαδική προσευχή μουσουλμάνων, βλέπει το θέαμα και φωνάζει: «Ούτε οι Γερμανοί στην Κατοχή δεν μας απαγόρευαν να διασχίζουμε τις πλατείες μας»!
Αυτός, λέει τη γνώμη του, εκφράζει την οργή του για την αδυναμία του να κάνει χρήση μιας πλατείας για την οποία πληρώνει φόρους ή υποκινεί φυλετικό μίσος;
Αν τον ακούσει κάποιος, ενοχληθεί και καλέσει ένα αστυνομικό όργανο, τι πρέπει να κάνει ο συγκεκριμένος αστυνομικός με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο;
Να τον συλλάβει και να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου;
Όσοι, λοιπόν, με τόση ευκολία επιχειρηματολογούν υπέρ της ποινικοποίησης της γνώμης, καλό θα ήταν να τα σκεφθούν όλα αυτά.
Διότι οι νόμοι δεν χρησιμοποιούνται μόνο κατά των αντιπάλων μας, αλλά και κατά του εαυτού μας…