Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Ο ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ «Ο ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»



ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ

Πρόκειται για μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής Εκκλησίας και για έναν ακόμα ήρωα που ανέδειξε η χώρα μας. Ο αδάμαστος και ακατάβλητος ηγέτης του Ελληνισμού είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνα, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όχι μόνο η Ορθοδοξία σεμνύνεται για τον Άγιο Χρυσόστομο Καλαφάτη, αλλά και ολόκληρο το Ελληνικό Έθνος.

«Τα πρώτα χρόνια της ζωής του»
Ο Χρυσόστομος Σμύρνης γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1868 στην πόλη Τρίγλια (Tirilye) της Βιθυνίας, την άλλοτε αρχαία πόλη Βρύλλειον και σήμερα μία γραφική παραθαλάσσια κωμόπολη της Προύσσας. Ήταν το δεύτερο από τα οχτώ παιδιά του δημογέροντα Νικολάου Καλαφάτη και της γυναίκας του Καλλιόπης. Οι ευσεβείς αυτοί γονείς είχανε όνειρο και διακαή πόθο να δούνε ένα από τα τέσσερα αγόρια τους κληρικό και ιδίως δεσπότη.
Από τα μαθητικά του χρόνια στην επτατάξιο Σχολή της Τρίγλιας ξεχώρισε ανάμεσα στους συμμαθητές του για την αγνότητα των ηθών του, την ευγένεια του χαρακτήρα του και την πνευματική του υπεροχή. Ιδιαίτερη εντύπωση προξενούν στους δασκάλους του το χριστιανικό πνεύμα και η έφεση του Χρυσόστομου στη χριστιανική ιστορία. Γι’ αυτό και ο αρχιμανδρίτης δάσκαλός του στα θρησκευτικά Ιωανίκειος πείθει τον πατέρα του να τον στείλει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1884. Ο πατέρας του αφού είχε πουλήσει το ένα του κτήμα για να στείλει τον πρωτότοκο γιο του Ευγένιο στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, πουλά τώρα και το άλλο για να μπει ο Χρυσόστομος εσωτερικός μαθητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί, γρήγορα ο Χρυσόστομος διακρίνεται σαν ο αναμενόμενος διαπρεπής θεολόγος και αποφοιτά αριστούχος το 1891 μόλις 23 ετών. Αμέσως διορίζεται αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητρόπολης Μυτιλήνης στην αρχή και μετά της Εφέσου.
«Η θητεία του ως Μητροπολίτης Δράμας»
Το 1897 ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε από τον ίδιο τον Πατριάρχη πρεσβύτερος και αμέσως τοποθετήθηκε μέγας πρωτοσύγκελος του οικουμενικού θρόνου. Τον Μάιο του 1902 χρίστηκε μητροπολίτης Δράμας. Εκεί δραστηριοποιήθηκε αμέσως θρησκευτικά, κοινωνικά αλλά και εθνικά. Έχτισε μητροπολιτικό ναό, κτίριο αρχιεπισκοπής, σχολεία, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, οικοτροφείο, ίδρυσε φιλόπτωχες αδελφότητες, γυμναστήρια, οδοιπορικούς συλλόγους, αναγνωστήρια και μουσικούς συλλόγους. Ο οργασμός έργων, εθνικής και θρησκευτικής θωράκισης, από τον Χρυσόστομο είναι μοναδικός.
Σε εκείνον τον κρίσιμο καιρό συνετέλεσε επωφελώς στην εθνική αναδιοργάνωση και αναζωογόνηση του ποιμνίου του. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, ενθαρρυμένοι από τους Οθωμανούς άρχοντες, τότε λυμαίνονταν την περιοχή προσπαθώντας να μεταβάλλουν τον εθνικό χαρακτήρα της Μακεδονίας. Την επόμενη κιόλας μέρα, από την άφιξη του στη Δράμα και την ενθρόνισή του, άρχισε να περιοδεύει στα χωριά της επαρχίας του και να καλεί τους Ορθόδοξους Χριστιανούς όχι μόνο σε συναγερμό και αυτοάμυνα, αλλά και σε αντεπίθεση. Έτσι έβαζε σταθερά τις βάσεις για την διοργάνωση του Ελληνικού Αγώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.
Φυσική συνέπεια της δράσης του αυτής υπήρξε η συνασπισμένη αντίδραση και το κοινό μίσος Βουλγάρων και Τούρκων κατά του γενναίου μητροπολίτη και έτσι ο Χρυσόστομος καταδιώχθηκε. Μετά από επανειλημμένες απόπειρες δολοφονίας του, οι τοπικές αρχές του απαγόρευσαν κάθε περιοδεία και έξοδο από τη Δράμα. Το μεσημέρι στις 29 Αυγούστου του 1907 ειδοποιήθηκε από την αστυνομία της Δράμας ότι μετά από διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη πρέπει να εγκαταλείψει τη Δράμα μέσα σε 20 ώρες γιατί αλλιώς θα διωχθεί με τη βία. Ο ίδιος λέει πως δεν μπορεί να λιποτακτήσει χωρίς διαταγή των Πατριαρχείων. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας ολόκληρος ο λαός της πόλης είναι ανάστατος. Το Πατριαρχείο στέλνει τηλεγράφημα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και οι Τούρκοι χωροφύλακες μεταφέρουν τον μητροπολίτη στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Μετά από περίπου ένα χρόνο και την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1908, δίδεται αμνηστία και ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος επανήλθε στην έδρα του. Πάλι όμως με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του προκαλεί διασάλευση της τάξης, επετεύχθη και η δεύτερη απομάκρυνσή του.
«Η εκλογή και τοποθέτησή του ως Μητροπολίτης Σμύρνης»
Στις 11 Μαρτίου του 1910 η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε παμψηφεί τον Χρυσόστομο μητροπολίτη Σμύρνης. Αμέσως μετά την άφιξή του εκεί, μεταβάλλει το Μητροπολιτικό Μέγαρο της Σμύρνης σε εθνική στέγη των Ελλήνων. Ανεγείρει νέο Μητροπολιτικό ναό γιατί ο παλιός ήταν ετοιμόρροπος, επικυρώνει τον κανονισμό της ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας, αναδιοργανώνει την εκκλησιαστική οργάνωση και ανακαινίζει όλους τους ναούς της Σμύρνης ή χτίζει καινούριους. Επιπλέον επιβάλλει τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών κάθε Κυριακή και την ομαδική μετάληψή τους δύο φορές το χρόνο. Βοηθά το Γραικικό Νοσοκομείο Σμύρνης, ιδρύει ορφανοτροφείο, βρεφοκομείο, γηροκομείο, άσυλα ενδεών, άσυλο αστέγων και χορηγεί δωρεάν συσσίτιο σε άπορους Σμυρναίους, ακόμα και σε Ισραηλίτες και Τούρκους κατατρεγμένους ανεξαρτήτως θρησκεύματος και γένους. Συνετέλεσε επίσης στην ανοικοδόμηση της Ευαγγελικής Σχολής και του Ομηρείου Παρθεναγωγείου.
Όταν άρχισε η δράση των Νεότουρκων (1914), ο Χρυσόστομος πρωτοστάτησε στην περίθαλψη χιλιάδων προσφύγων, που κατέφυγαν στη Σμύρνη, και κατήγγειλε στην Ευρώπη τις τουρκικές θηριωδίες. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκε από τον Τούρκο διοικητή, αλλά μετά την ανακωχή του 1918 επέστρεψε πανηγυρικά στη Σμύρνη. Όταν στις 13 Αυγούστου του 1922 άρχισε η τουρκική επίθεση και η συρροή χιλιάδων προσφύγων στη Σμύρνη, πρωτοστάτησε στη σύσταση της «Επιτροπής Παμμικρασιατικής Άμυνας».
«Το μαρτύριο του Μητροπολίτη»
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την αναχώρηση των ελληνικών αρχών από τη Σμύρνη, αρνήθηκε να ακολουθήσει τον καθολικό αρχιεπίσκοπο της πόλης και παρέμεινε εμψυχώνοντας τους χριστιανούς. Το βράδυ της 27ης Αυγούστου του 1922 οδηγήθηκε μαζί με τους δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου και Κιλιμάνογλου μπροστά στο στρατηγό Νουρεδίν πασά, που τον παρέδωσε στον εξαγριωμένο όχλο. Ο ιεράρχης πέθανε μαρτυρικά, πέθανε ηρωικά, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που μαρτύρησαν και έσβησαν το 1922 στη Σμύρνη.
Αρνήθηκε πεισματικά να προδώσει τους συμπατριώτες του για να σωθεί ο ίδιος, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πόλη και το ποίμνιό του όταν του το ζήτησε ο καϊμακάμης Σμύρνης. Το μαρτύριο του Άγιου Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου ήταν μεγάλο. Παραδόθηκε στο μανιασμένο μουσουλμανικό όχλο. Του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τα δόντια, του βγάλανε τα μάτια, τον χτυπούσαν αλύπητα με ρόπαλα και τον μαχαίρωναν, τον διαμέλισαν και έσυραν το σώμα του με άλογα σε όλη την προκυμαία μέχρι την τουρκική συνοικία όπου και το πέταξαν στα σκυλιά. Όταν ευλόγησε τους σφαγιαστές του, του έκοψαν τα χέρια, τα αυτιά, τη γλώσσα και τα χέρια.
Η μνήμη του αγίου δεν έσβησε ούτε πρέπει να σβήσει ποτέ από τα φυλλοκάρδια μας. Με την υπ’ αριθμόν 2556 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, την 4η Νοεμβρίου 1992, ανακηρύχτηκε Ιερομάρτυρας – Άγιος. Τα ματωμένα ράσα του μητροπολίτη σήμερα φυλάσσονται στο μουσείο της μονής Τοπλού στη Σητεία Κρήτης.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης αποτελεί το πρότυπο κάθε πατριώτη και Χριστιανού αγωνιστή, καθώς θυσίασε μέχρι και την ζωή του για τα δύο αυτά αγαθά. Πάλεψε για την ελευθερία του να είσαι αυτό που γεννήθηκες και την ελευθερία του να πιστεύεις στον Θεό.
Πηγή:www.reporter.gr