Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Η Μαργαρίτα των φαναριών


Ανήλικοι στα δίχτυα κυκλωμάτων εκμετάλλευσης

Του Φώτη Κουτσαμπάρη

Ήταν μόλις 11 χρόνων… Καθάριζε τζάμια αυτοκινήτων στην οδό Λαγκαδά και ζητιάνευε από τους περαστικούς, για να μαζέψει λίγα χρήματα, που ακόμη κανείς δεν γνωρίζει ποιος καρπωνόταν. Είχε τέσσερα χρόνια στο δρόμο αναζητώντας ολημερίς τη συμπόνια των διερχομένων και το βράδυ έπεφτε να κοιμηθεί δίχως όνειρα και ελπίδες σ’ ένα παλιόσπιτο παρέα με εννέα άλλα παιδιά, των οποίων την ταυτότητα κανείς από τη γειτονιά δεν γνώριζε. Οι ευαίσθητες ψυχές τους στριμωγμένες κι αυτές ανάμεσα στους φθαρμένους τοίχους και τα μισοκατεστραμμένα παράθυρα, που έτριζαν στο μικρό φύσημα του ανέμου.



Οι λιγοστοί φίλοι της τη γνώριζαν με το όνομα Στέφκα και τη φώναζαν Μέγκη, υποκοριστικό μιας ταυτότητας που αποδείχτηκε ψεύτικη, όπως και το ενδιαφέρον αυτών που την καθοδήγησαν να ξεχάσει την παιδικότητά της και να βιώσει σε μία αθώα ηλικία το σκληρό πρόσωπο μιας ζωής που δεν άξιζε. Στο δρόμο, εκεί όπου βρήκε τελευταία ένα παρατημένο ποδήλατο και το έκανε δικό της, για να βολτάρει και να απομακρύνεται από τη μοίρα της. Έκανε πετάλι χαρούμενη στην άσφαλτο και θαρρείς απογειωνόταν από την πραγματικότητα, παρότι κινούταν στη γνωστή διαδρομή της: οδός Λαγκαδά - Βαρδάρι και πάλι πίσω, μέχρι το στρατόπεδο Παύλου Μελά και πιο μακριά, μέχρι την αερογέφυρα της Σταυρούπολης. Το καθημερινό ταξίδι της από φανάρι σε φανάρι, από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Έπαιρνε και φίλους της μαζί, που βολεύονταν ακουμπισμένοι στο σιδερένιο σκελετό του ποδηλάτου. Βόλτες στη Λαγκαδά, καθάρισμα τζαμιών, επαιτεία και ύπνος στο κρύο δωμάτιο.
Εκείνο το μεσημέρι, της Τρίτης 22 Ιανουαρίου, φαινόταν πολύ χαρούμενη. Κάποιος είχε φροντίσει να βαφούν τα μαλλάκια της σε κόκκινη απόχρωση και το γεγονός φαίνεται να ανανέωσε την ακόμη άγουρη θηλυκότητά της. Ήταν άλλωστε κορίτσι παρά τις κακουχίες και βαθιά μέσα της σκιρτούσαν ακόμη συναισθήματα κι ας ήταν καλά κρυμμένα ή βιασμένα από το πεπρωμένο. Η βόλτα με το ποδήλατο της έδινε μία αίσθηση ελευθερίας που φαινόταν από τον τρόπο με τον οποίο έκανε πετάλι και έστριβε το τιμόνι, σχεδιάζοντας «οχταράκια» στο οδόστρωμα. Έτσι βρέθηκε μπροστά στο τουριστικό λεωφορείο που μετέφερε μαθητές, συνομηλίκους της δηλαδή, που είχαν το «προνόμιο» να πηγαίνουν στο σχολείο, όταν αυτή ζητιάνευε στους δρόμους. Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και τα παιδιά κατέβηκαν χαρούμενα. Χαρούμενη κι η Μέγκη, ποδηλατούσε μπροστά από το λεωφορείο, παρέα με έναν φίλο της, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τι θα ακολουθούσε.
Το τουριστικό λεωφορείο ξεκίνησε, όταν η Μέγκη μπήκε αιφνιδίως μπροστά με το ποδήλατό της. Το ταλαιπωρημένο κορμάκι της βρέθηκε στις ρόδες μαζί με το μπλε και άσπρο ποδήλατο. Ο φίλος της ο Νικόλας, που έλεγε ότι είναι αδελφός της, το έβαλε στα πόδια τρομαγμένος. Οι περαστικοί έτρεξαν να βοηθήσουν. Βαριά τραυματισμένη η Μέγκη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Γεννηματάς». Η ψυχή της φτερούγισε μία ώρα αργότερα παρά τις προσπάθειες των γιατρών να τη συγκρατήσουν στη ζωή. Η λύτρωσή της από το μαρτύριο της επαιτείας και της εκμετάλλευσης ήρθε με τον πιο τραγικό τρόπο.


ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟΥ
Η μοναξιά του κοριτσιού την ακολούθησε και μετά θάνατον, στο νεκροτομείο του «Γεννηματάς», όπου παρέμεινε για δέκα ημέρες. Μία γυναίκα, 50 ετών, εμφανίστηκε την επομένη του θανάτου της, δηλώνοντας ότι είναι η γιαγιά της Στέφκας Μλαντένοβα, όπως την αποκάλεσε, παρουσιάζοντας ένα διαβατήριο, που αποδείχτηκε πλαστό. Η αστυνομία άρχισε να ερευνά την υπόθεση σε συνεργασία με τις βουλγαρικές αρχές. Επτά ημέρες αργότερα διαπιστώθηκε ότι η 11χρονη λεγόταν Μαργαρίτα Νικόλοβα και το πλαστό διαβατήριο εκδόθηκε στο όνομα ενός κοριτσιού που είναι εν ζωή στη Βουλγαρία, με τη βοήθεια του παππού εκείνου του κοριτσιού. Ο βιολογικός πατέρας της Μαργαρίτας δεν την είχε αναγνωρίσει, ενώ τα ίχνη της μητέρας της χάθηκαν κάπου στη Γαλλία. Κανείς δεν μπορούσε να παραλάβει τη σορό της. Η ταφή της έγινε τελικά την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου με έξοδα του νοσοκομείου «Γεννηματάς».
Η Μαργαρίτα, όπως φαίνεται, ήταν ένα από τα παιδιά που εκμεταλλεύονται κυκλώματα, για να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη, αν και η έρευνα της αστυνομίας ακόμη δεν απέδειξε κάτι τέτοιο. Είχε εντοπιστεί από επιστήμονες της οργάνωσης «Άρσις» πριν από δύο χρόνια στο πλαίσιο έρευνας. «Ήταν ήρεμο παιδί με χαμογελαστό βλέμμα. Εμείς γνωρίζαμε ότι μένει με τη γιαγιά της, που δεν είναι βιολογική, αλλά τη μεγάλωσε. Δεν μας μιλούσε για τη δουλειά της», αναφέρει στη «Θ» η Βαλμπόνα Χυστούνα, κοινωνική ερευνήτρια της «Άρσις». «Η αστυνομία δεν διαπίστωσε ότι την εκμεταλλευόταν κάποιο κύκλωμα, ωστόσο εργαζόταν σε δύσκολες συνθήκες στο δρόμο, όπως και άλλα παιδιά», προσθέτει η ίδια.
Οι περιγραφές των γειτόνων φανερώνουν ότι η Μαργαρίτα δεν λειτουργούσε μόνη της και ότι δεν είχε συγκάτοικο τη γιαγιά της αλλά πολλούς άλλους συμπατριώτες της. «Ήταν ψυχούλα. Κρίμα. Τόσες μέρες στο νεκροτομείο. Τη γνωρίζω τέσσερα χρόνια, μιλούσαμε. Μου έλεγε ότι δούλευε και ότι βγάζει πολλά λεφτά, αλλά η ίδια δεν είχε λεφτά. Ήταν αδύνατη και καχεκτική. Μιλήσαμε δέκα λεπτά πριν από το δυστύχημα. Είχε βάψει τα μαλλιά της και τη ρώτησα με τι τα έβαψε. Δεν μου απάντησε», λέει στη «Θ» γειτόνισσα της 11χρονης, που διέμενε στη Λαγκαδά 90. Στο σπίτι έμεναν μέχρι δέκα άτομα, από 10 μέχρι 17 ετών, κάθονταν ή και κοιμούνταν στη βεράντα, όταν ο καιρός ήταν καλός, και έβγαιναν για επαιτεία τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Οι συνθήκες διαμονής ήταν άθλιες και οι γείτονες είχαν θέσει και ζήτημα καθαριότητας. «Είπαμε στον ιδιοκτήτη ότι δημιουργείται πρόβλημα, αλλά δεν άκουγε. Το νοίκιαζε και έπαιρνε τα χρήματα», λένε.
«Την Κυριακή, δύο ημέρες πριν από το δυστύχημα, έκανε βόλτες στην οδό Λαγκαδά με το ποδήλατο. Ανησυχούσαμε ότι κάτι θα συμβεί, έτσι όπως έβγαινε στο δρόμο», λέει γειτόνισσα. Την Τρίτη, μετά το δυστύχημα, στο σπίτι της οδού Λαγκαδά μπαινόβγαιναν πολλά άτομα και επικρατούσε αναστάτωση. Ένας Βούλγαρος έκοβε ξύλα στην αυλή και μία κυρία, που έλεγε ότι ήταν η γιαγιά της Μαργαρίτας, στεκόταν στη βεράντα. Η αναστάτωση κράτησε δύο ημέρες. Την Πέμπτη εμφανίστηκε μία εντυπωσιακή ως προς την εμφάνιση κυρία, η οποία στάθμευσε μπροστά στο σπίτι ένα αυτοκίνητο μάρκας BMB, μπορντό, με βουλγαρικές πινακίδες. Μελαχρινή, με ψηλές μπότες και κολάν. Ανέβηκε στο σπίτι και λίγο αργότερα άρχισαν να βγαίνουν από μέσα ένας, ένας οι ένοικοι, τα μικρά παιδιά. Όλοι εγκατέλειψαν το σπίτι. Στο τέλος έφυγε και η κυρία και έμειναν τα φώτα αναμμένα. Έκτοτε κανείς από τους διαμένοντες δεν εμφανίστηκε στη γειτονιά.


Η μάστιγα της επαιτείας και της εργασίας ανηλίκων


Το φαινόμενο της εκμετάλλευσης ανηλίκων από τη Βουλγαρία, τους οποίους οργανωμένα κυκλώματα σπρώχνουν στην επαιτεία και στην εργασία των φαναριών, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στη Θεσσαλονίκη. Οι ομάδες των βούλγαρων παιδιών επικρατούν από το 2007, χρονιά που άρχισε η ελεύθερη διακίνηση από τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας, και διακρίνονται σήμερα μεταξύ ομάδων παιδιών από την Αλβανία, τη Ρουμανία και ρομά ελληνικής καταγωγής.
Για την κοινωνική αυτή μάστιγα η «Άρσις» διενήργησε έρευνα σε συνεργασία με τη βουλγαρική ΜΚΟ «Alliance for Children and Youth» και τη διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση για την προστασία παιδιών «Terres des homes». Η έρευνα διεξήχθη για διάστημα ενός μήνα (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2010) στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με εργασία στους δρόμους (street worker) από έλληνες και βούλγαρους κοινωνικούς ερευνητές και λειτουργούς, οι οποίοι προσπάθησαν να προσεγγίσουν τους ανηλίκους.
Εντοπίστηκαν 62 περιπτώσεις παιδιών και εφήβων από τη Βουλγαρία, ηλικίας μέχρι 18 ετών, που ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα στους δρόμους με διάφορους τρόπους. Επιπλέον τέσσερις ενήλικες, ηλικίας 18 έως 19 ετών, συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, καθώς είτε συνόδευαν έφηβους είτε ασκούσαν οικονομικές δραστηριότητες που ενδεχομένως συνδέονται με την εκμετάλλευση ή με επιζήμια αποτελέσματα. Δύο από αυτούς ήταν έφηβοι με αναπηρίες που επαιτούσαν στα φανάρια, ενώ ένα 19χρονο κορίτσι συνελήφθη για παραβατική συμπεριφορά μαζί με έναν 15χρονο φίλο της. Οι περιπτώσεις ήταν ενδεικτικές και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν καθημερινά 100 παιδιά από τη Βουλγαρία.
Οι ηλικίες των παιδιών και των εφήβων διέφεραν. Υπήρχαν πολύ περισσότερα παιδιά προσχολικής ηλικίας και έφηβοι στο δρόμο απ’ ό,τι παιδιά του δημοτικού σχολείου. Ειδικότερα 12 παιδιά ήταν κάτω των 2 ετών, 10 από 2 έως 5 ετών, 13 από 6 έως 11 ετών, 18 από 11 έως 14 ετών και 9 από 15 έως 17 ετών. Τα βρέφη και τα νήπια, καθώς και τα παιδιά ηλικίας μέχρι 5 ετών συνήθως βρίσκονταν στην αγκαλιά των ενηλίκων που επαιτούσαν. Συνολικά 40 παιδιά ήταν γενικώς υπό την άμεση επίβλεψη ενός ενήλικα. Οι περισσότεροι από τους ενήλικες ισχυρίστηκαν ότι ήταν οι μητέρες (για 30 παιδιά και εφήβους). Σε μία περίπτωση ο ενήλικας ισχυρίστηκε ότι ήταν πατέρας και σε εννέα θείες ή γιαγιάδες.


Η αστυνομία δεν συλλαμβάνει προαγωγούς, επειδή είναι γονείς τους!
Του Κώστα Καντούρη

kantouris@hotmail.com

Περιορισμένες λόγω… νομικής εμπλοκής είναι οι επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ. στη Θεσσαλονίκη για την εκμετάλλευση των παιδιών των φαναριών. Το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις προαγωγοί είναι οι ίδιοι οι γονείς ή στενοί συγγενείς είναι ο λόγος που προβάλλεται από τις διωκτικές αρχές, για να μην προχωρούν σε συλλήψεις.
«Αφού είναι παιδιά τους, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί δουλεμπόριο», αναφέρουν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., οι οποίοι βλέπουν το φαινόμενο να έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να γίνεται καμία αποτελεσματική έρευνα. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν πως γίνονται συλλήψεις και προσαγωγές στα δικαστήρια, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να κατηγορηθούν. Αρμόδια υπηρεσία για τον έλεγχο της επαιτείας είναι η διεύθυνση τάξης της ΕΛ.ΑΣ., από την πλευρά της οποίας όμως δεν έγινε κανένα βήμα.
Αυτό πιστοποιείται και από τα δικαστήρια, όπου εδώ και καιρό έχουν να δουν οι εισαγγελείς συλλήψεις ενηλίκων που εξωθούν ακόμη και τα παιδιά τους στην επαιτεία, όπως και οι δικαστές να οδηγούνται στο ακροατήριο τέτοιες υποθέσεις. Άλλωστε νομικό πλαίσιο υπάρχει και προβλέπει την παραπομπή των κατηγορουμένων γονέων ή συγγενών στο αυτόφωρο μονομελές πλημμελειοδικείο, ενώ για τους συλληφθέντες υπάρχει ο κίνδυνος αφαίρεσης της επιμέλειας των παιδιών.
Στη Θεσσαλονίκη η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών των φαναριών κατάγεται από τη Βουλγαρία και είναι παιδιά οικογενειών ρομά. Οδηγούνται στην Ελλάδα συνοδευόμενα από συγγενείς τους, κυρίως γονείς, ενώ είναι άγνωστο εάν οι ενήλικες έχουν διασφαλίσει πλαστά έγγραφα για τα παιδιά και τα εμφανίζουν δικά τους. Αυτό αποκαλύφθηκε και στην περίπτωση της 11χρονης Μαργαρίτας, που βρήκε τραγικό θάνατο, όταν παρασύρθηκε από λεωφορείο στην οδό Λαγκαδά. Προέκυψε πως είχε χρησιμοποιηθεί πλαστό διαβατήριο για τη μετακίνησή της, με στοιχεία άλλου παιδιού από τη Βουλγαρία. Αυτό που έχει προκαλέσει ερωτήματα είναι ότι δεν έχει διευκρινιστεί ο λόγος της χρησιμοποίησης του πλαστού διαβατηρίου, αφού η γυναίκα συνοδός της 11χρονης αποδείχτηκε πως ήταν πράγματι γιαγιά της Μαργαρίτας.
Για την κατασταλτική αντιμετώπιση του φαινομένου πάντως υπάρχουν πράγματι προβλήματα -ειδικά αναφορικά με τη φύλαξη των παιδιών. Από τη μία δεν υπάρχουν θέσεις σε ιδρύματα, για να φιλοξενηθούν, εάν αφαιρεθεί η επιμέλειά τους, και από την άλλη αυτή η διαδικασία είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, όταν οι ανήλικοι μένουν με τους γονείς τους. Εξάλλου η καταδίκη ενός γονέα ότι εξωθεί το παιδί του στην επαιτεία τιμωρείται με ποινές που ασφαλώς δεν διασφαλίζουν ότι δεν θα το επαναλάβει.


ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


Ο τραγικός θάνατος της 11χρονης, που είχαν λατρέψει καταστηματάρχες και κάτοικοι της οδού Λαγκαδά, προκάλεσε την κινητοποίηση της εισαγγελίας ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Εξετάζονται πλέον τρόποι, για να προστατευτούν αυτά τα παιδιά, που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους γονείς τους.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει ήδη κινητικότητα στις εισαγγελικές αρχές, σε συνεννόηση με την αστυνομία, καθώς ακόμη και μετά το θόρυβο που προκλήθηκε από το θάνατο της Μαργαρίτας τα παιδιά επανήλθαν στα φανάρια. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται και η περίπτωση έντεκα Βουλγάρων, μεταξύ των οποίων τρία παιδιά, που εντοπίστηκαν σε διατηρητέο στην Άνω Πόλη, πάσχοντας πολλοί από φυματίωση. Οι αρχές ερευνούν εάν και αυτά τα παιδιά επαιτούσαν στα φανάρια της Θεσσαλονίκης και είχαν βρει καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο σπίτι της Τ. Παπαγεωργίου.


Εργασία στα φανάρια


Σύμφωνα με την έρευνα οι έφηβοι συνήθως πλένουν τζάμια αυτοκινήτων επαιτώντας ή πουλώντας μικροαντικείμενα. Στη Θεσσαλονίκη εργάζονται κυρίως σε μικρές ομάδες συνομήλικων (εντοπίστηκαν 16 παιδιά έως 16 ετών) και σπανιότερα είναι εντελώς μόνοι τους (5 έφηβοι). Τα ανήλικα παιδιά του δρόμου από τη Βουλγαρία μένουν σε πρόχειρους καταυλισμούς ή φτηνά ξενοδοχεία, τα οποία πληρώνουν τα κυκλώματα. Η πλειονότητα των μικρών κοριτσιών συλλαμβάνεται να κλέβει πορτοφόλια σε δρόμους, λεωφορεία, σούπερ μάρκετ και λαϊκές αγορές, ενώ τα αγόρια γίνονται επαίτες σε φανάρια.
Η καταγωγή των βουλγάρων υπηκόων που εντοπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη ποικίλλει. Μεταξύ των τόπων που αναφέρθηκαν ήταν οι περιοχές Βάρνα, Ντόμπριτς, Πλέβεν, Ρους, Σόφια, Σούμεν και Βιντίν. Σημαντικός αριθμός των παιδιών φαινόταν να προέρχεται από τη Ρους. Μερικές γυναίκες περιέγραψαν ότι ήταν μέλη μιας ομάδας γυναικών και παιδιών που ταξιδεύουν μαζί. Οι περισσότερες είχαν μικρά παιδιά μαζί τους και επαιτούσαν με ένα παιδί ή μωρό στην αγκαλιά τους. Επαγγελματίες της κοινωνικής πρόνοιας εκτιμούν ότι τα παιδιά από τη Βουλγαρία και οι οικογένειές τους στους δρόμους είναι όλοι καταγωγής ρομά. Η βουλγαρική εθνικότητα και η ταυτότητα ρομά είναι πάντως σχετικά περίπλοκα θέματα στη Βουλγαρία.
Η κυριότερη τάση των Βουλγάρων είναι η επαναλαμβανόμενη, προσωρινή μετανάστευση.



ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Εκτός από τα παιδιά από τη Βουλγαρία, όπως έδειξε η έρευνα της «Άρσις», οι άλλες ομάδες μεταναστών που εργάζονται στο δρόμο είναι:
Τα παιδιά ελληνικής ιθαγένειας γενικά θεωρούνται ρομά. Στη Θεσσαλονίκη εντοπίζεται μικρός αριθμός παιδιών ελλήνων ρομά σε αντίθεση με την Αθήνα.
Σημαντικός είναι ο ρουμανικός πληθυσμός των παιδιών και των οικογενειών που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στο δρόμο, αλλά είναι μειωμένος σήμερα σε σύγκριση με το 2009.
Τα παιδιά αλβανικής καταγωγής είναι η πιο ευδιάκριτη ομάδα που κυκλοφορεί γύρω από εστιατόρια στο κέντρο της πόλης χωρίς τη συνεχή επίβλεψη των ενηλίκων. Τα μεγαλύτερα παιδιά μάλλον φροντίζουν τα μικρότερα, αν και ενήλικες φαίνεται να τους επιβλέπουν από απόσταση. Όπως επισήμανε η κοινωνική λειτουργός της «Άρσις», οι ομάδες αυτές είναι σχετικά καλοντυμένες και γενικά πηγαίνουν στο σχολείο και εργάζονται με μερική απασχόληση. Τα μικρότερα ή άπειρα παιδιά που δέχονται ακραίες πιέσεις για την εξασφάλιση εισοδήματος έχουν την τάση να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε εργασίες που αποφέρουν έσοδα και δεν είναι υπερβολικά κουραστικές, ενώ τα πιο έμπειρα παιδιά έχουν μία γνώση του περιβάλλοντος εργασίας και βρίσκουν χρόνο για παιχνίδι, εξερεύνηση και ανάπτυξη φιλικών σχέσεων, αναζητώντας οικονομικές δραστηριότητες που θεωρούνται πιο αξιοπρεπείς ή απαιτούν περισσότερες δεξιότητες.



ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Εδώ και έντεκα χρόνια υπάρχει διακρατική συνεργασία Ελλάδας-Αλβανίας και η «Άρσις» δημιούργησε μηχανισμό για παιδιά επαίτες από την Αλβανία, φροντίζοντας για την αποκατάστασή τους σε συνεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες της γειτονικής χώρας. Η «Άρσις» συμμετέχει στις προσπάθειες που γίνονται και για τη σύναψη διακρατικής συμφωνίας με τη Βουλγαρία και παράλληλα συνεχίζει την έρευνα με χρηματοδότηση του ιδρύματος «Νιάρχος». «Έγιναν προσπάθειες για συνεργασία με τη Βουλγαρία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Είχαμε δύο συναντήσεις, μία το Μάιο και μία το Σεπτέμβριο του 2012. Η ελληνική πλευρά ήθελε πολύ τη συνεργασία, αλλά η βουλγαρική υποστήριξε πως υπάρχουν ήδη διακρατικές συμφωνίες και δεν είναι αναγκαίο να συναφθεί ακόμη μία. Εμείς θέλουμε ειδική συμφωνία για την αρωγή αυτών των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά οι προσπάθειες συνεχίζουν, όπως και η συνεργασία που έχουμε με βουλγαρικούς κυβερνητικούς και μη φορείς», δηλώνει η Βαλμπόνα Χυστούνα.


Υπακούν στον «νόμο της σιωπής»


Της Φανής Σοβιτσλή
Παιδιά που υπακούουν στον «νόμο της σιωπής», είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί έχουν κακοποιηθεί, χαρακτηρίζουν τα λεγόμενα «παιδιά των φαναριών» οι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί. Μάλιστα, για την περίπτωση του 11χρονου κοριτσιού από τη Βουλγαρία, που βρήκε τραγικό θάνατο στην οδό Λαγκαδά, εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για το αν ήταν ένα από αυτά ή… στρατεύθηκε από κυκλώματα που τα εκμεταλλεύονται για άλλη, εξίσου επικίνδυνη, δραστηριότητα. «Δεν ξέρουμε το συγκεκριμένο παιδί τι ακριβώς έκανε, αν ζητούσε λεφτά, φαγητό ή, επειδή δεν κέρδισε τίποτα από όλα αυτά, πήρε ένα ποδήλατο και βγήκε βόλτα σε έναν επικίνδυνο δρόμο, χωρίς την εποπτεία κάποιου» τονίζει η ψυχολόγος της διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Ελένη Πατίδου. Σε κάθε περίπτωση, όπως λέει, τα παιδιά αυτά υπάρχει τρόπος να προστατευτούν από οργανώσεις, αρκεί κάποιος να ευαισθητοποιηθεί και να καταγγείλει την παρουσία τους στον δρόμο ή σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για τον αν οι πολίτες που συναντούν στον δρόμο τους τα παιδιά των φαναριών πρέπει να τα βοηθούν, δίνοντάς τους χρήματα, η κ. Πατίδου ξεκαθαρίζει ότι αυτό είναι ολέθριο λάθος. «Υπάρχει τρόπος να τα συμπονέσει κανείς, αλλά όχι με χρήματα, γιατί καταλήγουν σε κυκλώματα που τα εκμεταλλεύονται και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο» υπογραμμίζει η ψυχολόγος και προσθέτει ότι δίνοντάς τους χρήματα, στην ουσία επιβραβεύουμε αυτό που κάνουν και ενισχύουμε τη δράση τους. Σύμφωνα με την ίδια, σε μια εποχή που το φαινόμενο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, οι πολίτες θα πρέπει αν είναι δυνατόν να ειδοποιούν τις αρχές ή μια κοινωνική οργάνωση προστασίας παιδιών, για να τα απομακρύνει από τον δρόμο, παρέχοντάς τους προστασία.  



ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι σε αυτές τις ηλικίες τα παιδιά πείθονται σχετικά εύκολα για να φύγουν από τη χώρα τους, αφήνοντας την πατρογονική τους εστία. «Συνήθως τα παιδιά που φεύγουν από τη χώρα τους, για να έρθουν στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού, έχουν υποστεί πρωτίστως ψυχολογική κακοποίηση. Είναι παιδιά που, σύμφωνα με έρευνες, έχουν κακοποιηθεί, έχουν δεχθεί σκληρό εκφοβισμό ότι θα τους συμβεί οτιδήποτε κακό, οπότε πειθαναγκάζονται εύκολα να κάνουν το βήμα και να αφήσουν το σπίτι τους σε αυτή την τρυφερή ηλικία» υπογραμμίζει η κ. Πατίδου. Επιπλέον, σε πολλά κυκλώματα, που τα εκμεταλλεύονται, λειτουργούν με τη λογική της δωροδοκίας και του δέλεαρ.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως αναφέρει, υπόσχονται λεφτά στους γονείς τους και υλικά αγαθά για μια καλύτερη ζωή. «Ως εκ τούτου, τα παιδιά πείθονται γιατί νιώθουν χρέος τους να θυσιαστούν για την οικογένειά τους». Οι ψυχολόγοι επισημαίνουν ακόμα ότι τα παιδιά αυτά, παρότι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, τηρούν «ομερτά». Έχουν μάθει, όπως λένε οι ίδιοι, να υπακούν στον νόμο της σιωπής και δεν μιλούν ποτέ, ούτε για ποιο λόγο ήρθαν στην Ελλάδα ούτε ποιος τους έφερε, ούτε και γιατί δεν πάνε σχολείο, γεγονός που είναι συνήθως αυτονόητο.