Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Πέντε (λογικές) σκέψεις για την παρούσα κατάσταση


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Ας τα πάρουμε πάλι από την αρχή: 

1. Το ΔΝΤ διακατέχεται από σειρά ιδεοληψιών με σκοπό την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την μείωση της ανεργίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση επιβάλλει – σε όποια χώρα πάει – άμεση υποτίμηση του νομίσματος και μείωση του μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα. 

Αυτά είναι γνωστά από τότε που… βγήκε το ΔΝΤ και επομένως όποιος δεν ήθελε να τα εφαρμόσει όφειλε να μην προσφύγει σε μηχανισμό όπου μετέχει το ΔΝΤ και να μην δεχθεί δάνειο από το Ταμείο. 

Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα ήταν στο ευρώ και επομένως δεν είχε νόμισμα να υποτιμήσει. 

Επειδή, όμως, η ΕΕ είχε από τη Σύνοδο Κορυφής του Νοεμβρίου 2008 αποφασίσει πως όποιος ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης και αν εδημιουργείτο σ’ αυτόν θα συμμετείχε και το ΔΝΤ, έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να αποφευχθεί η προσφυγή της χώρας σε οποιονδήποτε μηχανισμό. 

Αυτό θα επιτυγχάνετο μόνο εάν δεν είχε δυσφημηθεί η χώρα, με αποτέλεσμα να κλείσουν οι αγορές και να μην μπορούμε να δανειστούμε από πουθενά, ενώ οι υποχρεώσεις έτρεχαν. 

2. Αλλά ακόμη και αν η χρηματοδότηση της χώρας μέσω της αγοράς συνεχιζόταν, δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με την ίδια πρακτική του υπερδανεισμού, της αντιπαραγωγικότητας, της ανυπαρξίας εσόδων, των διογκουμένων χρεών και των ελλειμμάτων, του συνεχώς διογκωνόμενου δημόσιου τομέα, της σπατάλης, της αδιαφάνειας, των ρουσφετιών και του πελατειακού κράτους. Κάποτε, αργά ή γρήγορα, η φούσκα θα έσκαγε. 

3. Επομένως, η χώρα χρειαζόταν σειρά μεταρρυθμίσεων, λόγω φοβερών παθογενειών, ενώπιον των οποίων το πολιτικό σύστημα έκλεινε επί δεκαετίες τα μάτια, οι οποίες εντοπίζονται στο δεύτερο μνημόνιο του Φεβρουαρίου 2012 και τις οποίες ανακαλύψαμε προσφάτως και μάλιστα… μέσω της τρόικας (ειδικά σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθω σε επόμενο σημείωμα). 

Για να γίνουν, όμως, αυτές οι μεταρρυθμίσεις, έπρεπε οι πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν από μόνες τους, ώστε να μην χρειαστεί να επιβληθούν βίαια μέσω τρόικας. 

Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατόν και η προεκλογική εκστρατεία του 2009 διεξήχθη με υποσχέσεις παλαιάς - προ της οικονομικής κρίσης - νοοτροπίας, ήταν αδύνατον από το «λεφτά υπάρχουν», το «οι αποκρατικοποιήσεις είναι παρωχημένη συνταγή» και το «ναι σε όλους και σε όλα» να πάμε ομαλά στις αλλαγές που σήμερα όλοι ανεξαιρέτως συμφωνούν ότι απαιτούνταν. 

Αυτό σημαίνει ότι σκόπιμα σπαταλήθηκε χρόνος από τον Οκτώβριο 2009 ως τον Μάιο 2010, ώστε όλα όσα δεν περιλαμβάνονταν – αν και έπρεπε – στις προεκλογικές θέσεις να επιβληθούν μέσω του «μπαμπούλα ΔΝΤ». 

4. Από τη στιγμή που μπήκαμε σ’ αυτήν την πρωτοφανή διαδικασία και αρχίσαμε να εισπράττουμε τις δόσεις των δανείων, υποχρεωνόμενοι συγχρόνως να πράξουμε με επώδυνο τρόπο όσα δεν πράξαμε σταδιακά τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να ανακοπεί ο ρυθμός αύξησης του χρέους και (κυρίως) των ελλειμμάτων, οφείλουμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα. 

(Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να αποδοθούν ευθύνες. Σημαίνει απλώς ότι πέρα από την απόδοση ευθυνών, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ). 

5. Το δεύτερο μνημόνιο (Φεβρουαρίου 2012) συμφωνήθηκε, υπεγράφη και ψηφίστηκε με βάση τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της 26ης -27ης Οκτωβρίου 2011 και αφού η κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκε και σχηματίστηκε μια άλλη κυβέρνηση (Παπαδήμου) με αυτόν ακριβώς τον σκοπό: Την εφαρμογή των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής, που αποφάσισε και το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. 

Αυτό το μνημόνιο περιλαμβάνει και όλα αυτά επί των οποίων υπήρξε εμπλοκή με την τρόικα τις τελευταίες ημέρες. 

Περιλαμβάνει, όμως, και ένα αναπτυξιακό μέρος (το μισό δεύτερο μνημόνιο είναι αναπτυξιακό), το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε, στην αρχή επειδή στην πτωχευμένη χώρα διεξήχθησαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις και μετά επειδή το δεύτερο μνημόνιο έθετε προϋποθέσεις για την εκταμίευση της δόσης, οι περισσότερες από τις οποίες έπρεπε να είχαν εκπληρωθεί ως τον Ιούνιο του 2012 (τότε που εμείς βρισκόμασταν ακόμη στις κάλπες και προσπαθούσαμε να σχηματίσουμε μια κυβέρνηση). 

Έτσι, η δόση δεν εκταμιεύτηκε ποτέ, οι τράπεζες δεν έχουν ακόμη ανακεφαλαιοποιηθεί και το κράτος δεν έχει καταβάλει ευρώ από τα χρωστούμενα στους ιδιώτες – αν και αυτό προβλέπεται στο δεύτερο μνημόνιο, ώστε να αποκατασταθεί κάπως η ρευστότητα στην αγορά. 

Συμπέρασμα: Όλα όσα συζητούμε αυτές τις μέρες είναι καλά και άγια. Αλλά χωρίς λεφτά εξελίσσονται σε περιττή πολυτέλεια. Διότι χωρίς λεφτά, ούτε ο δημόσιος τομέας μπορεί να λειτουργήσει, ούτε οι μισθοί του δημοσίου να καταβληθούν, ούτε συντάξεις να δοθούν, ούτε τα εργασιακά δικαιώματα να περιφρουρηθούν. 

Την ίδια ώρα, ούτε ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει μισθούς και θέσεις εργασίας – και επομένως πολύ σύντομα δεν θα υπάρχει κανενός είδους εργασιακή σχέση.