Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Η Δεξιά ενώπιον προκλήσεων


Tου Κώστα Iορδανίδη
Εκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Αντώνης Σαμαράς κατά την εκλογή του νέου γραμματέα του κόμματος ότι «στις κρίσιμες ώρες που περνάει ο τόπος μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε την πηγή της πολιτικής μας δύναμης, που λέγεται παράταξη.»
Η ενασχόληση του κ. Σαμαρά με το κόμμα στην παρούσα συγκυρία όχι απλώς δεν ήταν περιττή, αλλά, αντιθέτως, έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος. Διότι απλούστατα το κόμμα είναι ο μηχανισμός που διαθέτει μία κυβέρνηση προκειμένου να πείσει την κοινωνία για την ορθότητα των επιλογών της.
Ο κ. Σαμαράς απέφυγε να χαρακτηρίσει την «παράταξη» Δεξιά, διότι η Δεξιά, υπονομεύθηκε από τους αντιπάλους της και η ηγεσία της εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες απεδέχθη τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Δεν χαρακτήρισε την «παράταξη» συντηρητική, διότι οι Ελληνες πολίτες αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί», αν και επί της ουσίας εμμένουν σε παραδοσιακά σχήματα και αξίες με τρόπο εντυπωσιακότατα πεισματικό.
Διαπίστωσε ο κ. Σαμαράς στις δύο τελευταίες εκλογές ότι ένα σημαντικότατο ποσοστό της Δεξιάς –περί το 15%– αποκολλάται από τη Ν.Δ. προσχωρώντας στη Χρυσή Αυγή και στους Ανεξάρτητους Ελληνες. Εκ των πραγμάτων, ο κ. Κώστας Καραμανλής ήταν ο τελευταίος ηγέτης που διατήρησε την ενότητα της συντηρητικής παρατάξεως, σε πείσμα των μηχανισμών που έμμεσα ή άμεσα εστήριξαν τον ΛΑΟΣ επί σειράν ετών, με στόχο να υπονομεύσουν τη Ν.Δ.
Δεν είναι βέβαιο εάν ο κ. Σαμαράς πιστεύει στον επαναπατρισμό των παραδοσιακών δεξιών στη Ν.Δ. όταν η κοινωνία πληβειοποιείται, συνεπεία των μέτρων που λαμβάνονται διά την σωτηρία της Ελλάδος. Η μελέτη, ωστόσο, του αποτελέσματος των δευτέρων εκλογών θα πρέπει να τον έπεισε ότι ο κίνδυνος αναδείξεως του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα οδήγησε μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων στη Νέα Δημοκρατία, που είχε εξασφαλίσει στις πρώτες εκλογές το όντως ιστορικό χαμηλότατο του 18%.
Εάν ληφθεί υπ’ όψιν και η συνεχιζόμενη απομείωση του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Σαμαράς θα πρέπει να φιλοδοξεί ότι θα αναδειχθεί και ο ηγέτης της νέας «αστικής τάξεως» που διαμορφώθηκε στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και ειδικότερα επί πρωθυπουργίας του κ. Κώστα Σημίτη. Διόλου παράδοξο ότι στην ομιλία του ενώπιον της Πολιτικής Επιτροπής αναφερόταν συνεχώς στην παραμονή της χώρας στο ευρώ, στηλιτεύοντας το «κόμμα της δραχμής», που πρέπει κάποτε να το προσδιορίσει, αφού μόνον το ΚΚΕ έχει ταχθεί υπέρ της εξόδου της χώρας από το ευρωπαϊκό σύστημα, συνολικώς.
Οι υπάρχουσες ενδείξεις πείθουν ότι η Ν.Δ. μετασχηματίζεται εκ των πραγμάτων σε κόμμα κεντρώων και φιλελευθέρων τάσεων. Το επιχείρησε στο παρελθόν και ο κ. Κ. Μητσοτάκης και απέτυχε για πλείστους όσους λόγους, αλλά δεν διασάλευσε την ενότητα του κόμματος.
Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι από την αποκατάσταση της ομαλότητος στη χώρα, μετά τη συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας, το πολιτικό σύστημα κατάφερε να ελέγξει την Αριστερά με κάποιον τρόπο και να την διαπλάσει. Ουδέποτε ευρέθη, όμως, ενώπιον της προκλήσεως να αντιμετωπίσει την παραδοσιακή ή την άκρα Δεξιά ως ανεξάρτητες κοινοβουλευτικές δυνάμεις. Το πολιτικό σκηνικό μεταβάλλεται με τρόπο απρόβλεπτο.