Του Νίκου Mαραντζίδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Αν κάτι εντυπωσιάζει πραγματικά τα τελευταία χρόνια είναι πως ο μετακομμουνιστικός κόσμος, οι χώρες δηλαδή που εξήλθαν ή εξέρχονται από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, σημαδεύουν όλο και περισσότερο με την παρουσία τους τις διεθνείς εξελίξεις.
Περίπου το ένα τρίτο του πλανήτη, που μέχρι πρότινος βρισκόταν στο περιθώριο, τώρα καταλαμβάνει νέα θέση.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση έφερε τους πληθυσμούς των χωρών αυτών στο προσκήνιο της παγκόσμιας σκηνής με έναν τρόπο που ξαφνιάζει πολλούς από τους προνομιούχους τους Δυτικού κόσμου, αν δεν τους προκαλεί φόβο. Τελικά, από μια παράξενη ειρωνεία της ιστορίας, είναι ο καπιταλισμός που απελευθέρωσε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από τις αλυσίδες τους.
Ο μετακομμουνιστικός κόσμος, βέβαια, δεν είναι ενιαίος. Στη μία άκρη, υπάρχουν τα αυταρχικά καθεστώτα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Κίνα. Αυτά υιοθετούν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της οικονομίας, αλλά τρέμουν τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Η ανταγωνιστική τους παραγωγική βάση τα εκτινάσσει προς τα εμπρός, όμως η αυταρχική πολιτική τους κουλτούρα τα κάνει, προς το παρόν, αδύναμα να ηγηθούν διεθνώς μιας νέας εποχής.
Στην άλλη άκρη, βρίσκονται οι μετακομμουνιστικές δημοκρατίες της ανατολικής Ευρώπης. Αυτές οι τελευταίες παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κατάφεραν μέσα σε είκοσι χρόνια κάτι εντυπωσιακό και ίσως πρωτοφανές στη σύγχρονη ιστορία: τη διπλή μετάβαση, δηλαδή την οικοδόμηση μιας οικονομίας της αγοράς πλαισιωμένης ταυτόχρονα από δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς. Ποτέ άλλοτε δεν συνέβη αυτό ταυτόχρονα, και μάλιστα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Η διαδικασία αυτή αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ακόμη τεράστιες δυσκολίες και εμπόδια όλων των ειδών: εσωτερικά και διεθνή. Τελικά όμως, η μετακομμουνιστική Ευρώπη αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα μετάβασης προς τη δημοκρατία. Με την εξαίρεση όσων βίωσαν εμφύλιους πολέμους (πρώην Γιουγκοσλαβία, Μολδαβία), τα κράτη αυτά επέτυχαν σε ταχύτατο χρόνο να καλύψουν αποστάσεις που διαμορφώθηκαν μέσα σε αρκετές δεκαετίες.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του επιτεύγματος πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού, τόσο ως καθεστώτος όσο και ως πολιτικής ιδεολογίας, συνοδεύτηκε διεθνώς από ευρύτερες αλλαγές, που έφεραν πραγματική αναστάτωση στις εθισμένες να σκέφτονται μόνο με όρους έθνους–κράτους ευρωπαϊκές πολιτικές κουλτούρες. Το πλέγμα των διαδικασιών που περιγράφεται συνοπτικά, και συχνά σχηματικά, ως παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε μια πρόκληση, που οι νέες δημοκρατίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Δεν έπρεπε, λοιπόν, απλώς, τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη να αλλάξουν εντός τους, έπρεπε να προσαρμοστούν ταχύτατα στις νέες συνθήκες απώλειας εθνικής κυριαρχίας και θέσπισης διεθνών πολιτικών συμβολαίων.
Βέβαια, πολλές φορές η προσαρμογή στους κανόνες της αγοράς γίνεται άτσαλα και με πολλά προβλήματα. Εξάλλου, οι περισσότεροι από τους πρώην αντιφρονούντες αντικομμουνιστές είχαν οραματιστεί το μέλλον τους «σκανδιναβικά»: οικονομία της αγοράς με πολλές προστατευτικές ρυθμίσεις, μικρά ποσοστά ανεργίας, ισχυρό κοινωνικό κράτος, μεγάλη ευημερία. Στους περισσότερους κατοίκους του πρώην κομμουνιστικού συνασπισμού, δυτική κουλτούρα σήμαινε κατ’ αρχάς ελευθερία, και έπειτα κατανάλωση. Απολύτως δικαιολογημένο, καθώς δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι είχαν υποχρεωθεί να ζουν κάτω από μιζέρια σε ένα από τα πλέον παράλογα συστήματα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η διάψευση όμως των αχαλίνωτων καταναλωτικών προσδοκιών έφερε σε πολλούς ανθρώπους στη μετακομμουνιστική Ευρώπη απογοήτευση και ανασφάλεια.
Βασικά ζητήματα παραμένουν ανοιχτά και προς το παρόν δείχνουν δυσεπίλυτα. Κατ’ αρχάς η διαφθορά και η θεμελίωση ενός κράτος δικαίου. Σε αρκετές περιπτώσεις η διαφθορά περιορίστηκε σε σχέση με τα χρόνια του κομμουνισμού, σε άλλες όμως φαίνεται πως είτε παρέμεινε ίδια είτε οξύνθηκε. Σε πολλές περιπτώσεις το κράτος μοιάζει ανήμπορο να αντισταθεί στα λογής μαφιόζικα συμφέροντα και η πολιτική ζωή δείχνει βουτηγμένη στις άνομες συναλλαγές. Η αντίληψη πως το κράτος αποτελεί λάφυρο στα χέρια όσων έχουν την πολιτική εξουσία δεν είναι κάτι που ξεριζώνεται εύκολα, ιδιαίτερα έπειτα από μισόν αιώνα κομμουνιστικού βιώματος.
Ενα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα σχετίζεται με την ένταση του εθνοτικού εθνικισμού, που παίρνει σε κάποιες περιπτώσεις έκδηλο ρατσιστικό χαρακτήρα εναντίον μειονοτήτων και ευπαθών ομάδων. Ιδιαίτερα οι Τσιγγάνοι στις χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν σοβαρά τέτοια προβλήματα. Ο εθνικισμός/ρατσισμός σε συνδυασμό με τη διαφθορά και τα οικονομικά προβλήματα υποβοηθούν την άνοδο του λαϊκισμού και της άκρας δεξιάς. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτός ο ρατσιστικός εθνικισμός μπορεί να μετατραπεί σε πραγματικό πολιτικό κίνδυνο και να απειλήσει με μόλυνση και αποσταθεροποίηση τους νεοπαγείς δημοκρατικούς θεσμούς. Η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική.
Το μέλλον, πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα είναι για όλους η οικονομία της αγοράς. Η κομμουνιστική εξουσία στην Κούβα ανήγγειλε πρόσφατα πως μέχρι το 2015 θα απολυθεί ένας στους πέντε δημόσιους υπαλλήλους (ένα εκατομμύριο άνθρωποι δηλαδή). Το κομμουνιστικό καθεστώς των αδελφών Κάστρο δηλώνει πως αδυνατεί να θρέψει τόσο πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και τους στέλνει να αναζητήσουν την τύχη τους στον ιδιωτικό τομέα. Αντί για «σοσιαλισμός ή θάνατος» φαίνεται πως εκεί στην Κούβα αρχίζουν να σκέφτονται ότι είναι μάλλον προτιμότερο το «αγορά ή θάνατος», που σε κάθε περίπτωση είναι ορθολογικότερο. Καλώς ήρθες, λοιπόν, Κούβα, στη νέα εποχή.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.