Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Ποιος, επιτέλους, κυβερνά την Ευρώπη;


Της Ζέζας Ζήκου
Η φράου Μέρκελ, προφανώς. Παρά τις όποιες διαφωνίες, κέρδισε και τη χθεσινή μάχη για την Ευρώπη. Εχει μια εμφανή φιλοευρωπαϊκή στάση, η οποία όμως έχει προκαλέσει και μεγάλη «αντίσταση» στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας της. 
Σε τελική ανάλυση, η Γερμανίδα καγκελάριος συνεχώς μας εκπλήσσει, όσον αφορά στον χειρισμό της κρίσης από μέρους της. Τώρα κάνει το σωστό. Η Ε.Ε. σχηματίστηκε (εν μέρει) με σκοπό την ενσωμάτωση της μεταναζιστικής Γερμανίας στην Ευρώπη και την αποδοχή της από τους γείτονές της. Απ’ όλη αυτή την ιστορία η χώρα κέρδισε πολλά. Τώρα ήρθε η ώρα για τη Γερμανία να αποδεχτεί την Ευρώπη, δυστυχώς όμως και να χειραγωγήσει.
Και αυτό κυρίως δείχνει η χθεσινή ετυμηγορία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ενέκρινε την υιοθέτηση από το Βερολίνο του Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης της Ζώνης του Ευρώ, εκτιμώντας πως είναι σύμφωνη προς τον θεμελιώδη νόμο (δηλαδή το Σύνταγμα). «Είναι μια ευφυής απόφαση μέσα στο φιλοευρωπαϊκό πνεύμα του συντάγματός μας. Η δουλειά μας για το ευρώ και την Ευρώπη συνεχίζεται», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε. Επιπλέον, ο υπουργός χαρακτήρισε «καλό και απαραίτητο» το όριο που τέθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο στην οικονομική συμμετοχή της Γερμανίας στη χρηματοδότηση του ΕSΜ, επισημαίνοντας ότι «δεν πρέπει να ζητάει κανείς υπερβολικά πολλά από τη γερμανική δύναμη κρούσης».
«Ναι μεν, αλλά...», λοιπόν, σύμφωνα με την απόφαση. Δηλαδή θετική, αλλά υπό όρους, η απόφαση για την επικύρωση ESM και του δημοσιονομικού συμφώνου, απορρίπτοντας ως «αβάσιμες» τις προσφυγές που είχαν κατατεθεί εναντίον τους. Σύμφωνα με την πολυαναμενόμενη απόφαση, η Γερμανία μπορεί να επικυρώσει το ταμείο διάσωσης της Ευρωζώνης και το δημοσιονομικό σύμφωνο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αύξηση της γερμανικής συνεισφοράς στον ESM χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου. «Οποιαδήποτε αύξηση της γερμανικής συμμετοχής πάνω από τα 190 δισ. ευρώ θα πρέπει πρώτα να εγκριθεί από την Bundestag», αναφέρεται ρητά!
Η αποφασιστική υπεράσπιση της Ευρωζώνης με κάθε τρόπο αποτελεί σε τέτοιες εποχές μια πάρα πολύ αποτελεσματική συνεισφορά στην καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και στον εκπολιτισμό των αγορών. Αντιστρόφως, η φλυαρία περί κατάρρευσης της νομισματικής ένωσης και αποτυχίας της Ελλάδας ευνοεί κυρίως τις δοσοληψίες Αγγλοαμερικανών λαφυραγωγών. Αν η Αθήνα βγει από το ευρώ, αυτό θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για αποδυνάμωση της Ευρώπης σε μια ιστορική στιγμή – και κυρίως πρόσκληση προς όλους όσοι περιμένουν να ορμήσουν να κατασπαράξουν την Ισπανία και την Ιταλία, στο τέλος ίσως και τη Γαλλία. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπερασπιστεί την Ευρώπη, ολοκληρωτικά και απόλυτα.
Ασφαλώς, οι Ελληνες πολιτικοί θα πρέπει να αποδείξουν την ικανότητα χειρισμών τους, για να απαλλάξουν τους εταίρους τους από εσωπολιτικές περιπέτειες. Αλλά από τους Ελληνες ζητήθηκαν περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να αντέξει οποιοσδήποτε άλλος λαός της Ευρώπης. Αλλωστε, μόνο η διάσωση της υπερχρεωμένης γερμανικής τράπεζας Hypo Real Estate (HRE) κόστισε στο γερμανικό Δημόσιο περίπου 200 δισ. ευρώ. Πλέον είναι σαφές: υπό την πίεση της κρίσης και με χωνεμένη την αποτυχία (στην καλύτερη περίπτωση, την επικίνδυνη ατέλεια) των λύσεων και κυρίως της φιλοσοφίας βάσει των οποίων η Ενωση έχει έως σήμερα κινηθεί για την αντιμετώπισή της, οι αποφασίζοντες στην Ευρώπη έχουν συμφωνήσει μάλλον οριστικά ότι χρειάζεται ένα ουσιαστικό άλμα προς τη βαθύτερη πολιτική ενοποίηση.
Με τα εγγενή στοιχεία κάθε τέτοιου διαβήματος: δημιουργία υπερεθνικών δομών, κέντρων αποφάσεων και διαδικασιών, από τη μια, περαιτέρω απώλεια εθνικής κυριαρχίας και επιρροής της διακυβερνητικής μεθόδου (όπου το κάθε κράτος–μέλος διαπραγματεύεται πρώτα για τα δικά του συμφέροντα), από την άλλη. Από όλα τα επικείμενα βήματα, δύο είναι ασφαλώς αυτά με το εμφανέστερο ομοσπονδιακό πρόσημο: η «τραπεζική ένωση» και η νέα «πολιτική συνθήκη» που ετοιμάζεται να προτείνει, αν οι συνθήκες τής το επιτρέψουν, η κυρία Μέρκελ. Η πρώτη (κατ’ αρχάς προοριζόμενη για τους 17 της Ευρωζώνης, αλλά πιθανώς ανοιχτή σε προσχωρήσεις και άλλων χωρών της Ε.Ε.) θα μεταθέτει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την καθημερινή εποπτεία όχι εν γένει του τραπεζικού συστήματος αλλά καθεμίας των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη και θα εγγυάται την τήρηση κοινών ρυθμιστικών και ελεγκτικών κανόνων. Μένει να φανεί πώς θα προταθεί να υλοποιηθεί θεσμικά η νέα συνθήκη σε σχέση, αφενός, με το δημοσιονομικό σύμφωνο (που δεν αποτελεί μέρος των ευρωπαϊκών συνθηκών, αλλά που πολλά στοιχεία του έχουν σχέση με τις προτεινόμενες αλλαγές) και, αφετέρου, με την εξαιρετικά δύσκολη σε τέτοιους καιρούς επικύρωση από τα κράτη–μέλη.