Το συγκριτικό πλεονέκτημα της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Γερμανίας, έναντι της υπόλοιπης… παιδικής χαράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει η διπλωματική ωμότητα με την οποία το Βερολίνο θέτει τους όρους της…
παράδοσης των ηττημένων του οικονομικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη, τουλάχιστον τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όχι φυσικά μονάχα στην Ευρώπη, αλλά συνολικά στην παγκόσμια οικονομία.
Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελούν το πολιτικό δίδυμο που έχει καταφέρει να επιβάλλει σε ολόκληρη την ευρωζώνη μια οικονομική στρατηγική ακραίας και αδιέξοδης λιτότητας, προκειμένου να παραμείνουν ισοσκελισμένοι οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών. Έστω κι αν κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται με το υψηλό τίμημα της πλήρους υπονόμευσης της ανάπτυξης, αλλά και του ξεριζώματος του κοινωνικού κράτους και των παρεμβάσεων αλληλεγγύης τις οποίες έχει ανάγκη κάθε σύγχρονη κοινωνία. Για να διατηρήσει τη συνοχή της, και να συνεχίσει να ταξιδεύει προς το μέλλον.
Το παιχνίδι του Βερολίνου ωστόσο, αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο για την ίδια τη γερμανική ηγεσία. Σχεδόν έναν χρόνο πριν από τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013, η Άνγκελα Μέρκελ γνωρίζει ότι μπορεί το CDU να παραμένει πρώτη πολιτική δύναμη, η υποχώρηση της εκλογικής επιρροής του, σε συνδυασμό με την εξαφάνιση των Ελεύθερων Δημοκρατών όμως, καθιστά εξαιρετικά περίπλοκη, αν όχι αβέβαιη, την προοπτική παραμονής της στην Καγκελαρία.
Έτσι, όπως ακριβώς συμβαίνει σχεδόν με όλες τις πολιτικές ηγεσίες του κόσμου, τη στιγμή που αισθάνονται να χάνουν την εσωτερική ισορροπία τους με την εξουσία, η Άνγκελα Μέρκελ αρχίζει να φλερτάρει με τον λαϊκισμό. Είτε πρόκειται για αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους της Γερμανίας, είτε για το εγκώμιο της… υπεροχής του γερμανικού έθνους, είτε για αποστροφές σαν τη χθεσινή, και το ιστορικό πλέον “όσο ζω, δεν θα υπάρξουν ευρωομόλογα”. Που παραπέμπει ευθέως στις παραστάσεις από την εφηβική ηλικία της, στη λάθος πλευρά του Τείχους του Βερολίνου, όταν η ηγεσία της Ανατολικής Γερμανίας υποστήριζε επίσης ότι “όσο ζούσε”, το Τείχος δεν θα έπεφτε ποτέ. Φυσικά, η συνέχεια ήταν διαφορετική, και τη γνωρίζουμε όλοι.
Οι στρατηγικοί τακτικισμοί της Άνγκελα Μέρκελ οδήγησαν τη Γερμανία σε εθνικό απομονωτισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις κοινωνίες και τους λαούς. Εκεί δηλαδή που… μετράει, και όπου διαμορφώνονται τα ρεύματα πάνω στα οποία θα κινηθούν οι διαδρομές του μέλλοντος. Με ανοικτό το μέτωπο με την άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Γερμανία θα πρέπει να ανησυχεί για το πως θα “απαντήσει” ο Μπαράκ Ομπάμα, μετά την πιθανή επανεκλογή του στην αναμέτρηση του Νοεμβρίου για τον Λευκό Οίκο.
Ταυτόχρονα, το Βερολίνο δεν έχει προφανείς ισχυρούς συμμάχους, σε άλλες παραδοσιακές δυνάμεις του πλανήτη, ούτε όμως και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η Ολλανδία, και κυρίως η Αυστρία… δεν μετρούν, και σίγουρα δεν θα μπορέσουν να έχουν καθοριστική επιρροή στο μέλλον που έρχεται.
Στην πραγματικότητα, η Άνγκελα Μέρκελ παζαρεύει το ευρωομολόγο, με την εκχώρηση πρόσθετης εθνικής κυριαρχίας από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Η Γερμανία φυσικά υπονοεί από τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, που είναι αφερέγγυες, που δεν προλαβαίνουν να μετρούν υποβαθμίσεις από τους Οίκους Αξιολόγησης.
Η επικινδυνότητα των χειρισμών της Μέρκελ έγκειται στο ενδεχόμενο να… γυρίσει ο τρόχος. Και να βρεθεί και η ίδια η Γερμανία απολογούμενη στις διεθνείς αγορές, κυνηγημένη από τους Οίκους Αξιολόγησης που, για να μην ξεχνιόμαστε, ελέγχονται πολιτικά από την Ουάσινγκτον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Γερμανία θα βρεθεί να υφίσταται τη δική της έμπνευση περί εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας. Θα αναγκαστεί να εκχωρήσει μέρος και από τη δική της…