Στη Σύνοδο των G8 στο Camp David, οι λόγοι αλληλεγγύης προς την Ελλάδα περίσσευσαν. Με έντονο τρόπο και πειστικό ύφος, οι ηγέτες των μεγαλύτερων και ισχυρότερων κρατών του κόσμου, ζήτησαν άμεσες δράσεις, προκειμένου να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη. Όχι απαραιτήτως επειδή μας…
λατρεύουν, αλλά επειδή κατανοούν ότι αν «πέσει» η Αθήνα, δεν θα μπορέσει να σταθεί η Μαδρίτη.
Και παρά τις πομπώδεις διαβεβαιώσεις ότι η ευρωζώνη είναι σήμερα κατάλληλα προετοιμασμένη για να διαχειριστεί μια ελληνική χρεοκοπία, κανείς στις Βρυξέλλες δεν είναι διατεθειμένος να βάλει την υπογραφή του κάτω από μια τέτοια δήλωση. Όλοι άλλωστε γνωρίζουν ότι η οικονομία επηρεάζεται καθοριστικά από τον παράγοντα της ψυχολογίας. Αν λοιπόν καταρρεύσει η Ελλάδα, κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να προβλέψει τις επιπτώσεις στην ψυχολογία των υπόλοιπων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Και στην προκειμένη περίπτωση, όταν μιλάμε για κράτη-μέλη, μιλάμε για τις κοινωνίες των εθνών αυτών.
Τι άλλαξε ωστόσο σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, ώστε να δικαιολογείται μια τονωτική ένεση αισιοδοξίας στην Ελλάδα; Πρακτικά, δεν άλλαξε τίποτα. Ειδικά ο Μπαράκ Ομπάμα, δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τη στρατηγική της διαρκούς… παρενόχλησης της Γερμανίας, στην κατεύθυνση των άμεσων παρεμβάσεων για την επαρκή και πειστική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, επομένως και της Ελλάδας.
Η οριακή συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, απαιτεί κάτι περισσότερο. Η αφηγηματική διαπίστωση του προβλήματος, ακόμη και η (ρητορική) δέσμευση για στήριξη της Ελλάδας και συνολικά της ευρωζώνης, δεν αρκεί. Το Camp David έπρεπε να εκπέμψει λευκό καπνό. Με την εξαγγελία ενός συγκεκριμένου σχεδίου δράσης.
Και όταν λέμε συγκεκριμένο, εννοούμε με χρονοδιάγραμμα δράσεων, κοστολόγηση των επιμέρους μέτρων που θα απαιτηθούν, πρόγνωση της νέας πραγματικότητας που θα προκύπτει μετά από κάθε ενδιάμεσο στάδιο. Η εποχή της αφέλειας έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Για να ξεπεραστεί η κρίση, χρειάζεται μια περισσότερο… άκομψη γλώσσα, σε σχέση με τη γαλλική. Και ακόμη, δεν την ακούσαμε.