Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ζητούν βοήθεια για να βγουν από το τούνελ της κατάθλιψης

Εκρηκτική προσέλευση πολιτών και οικογενειών στα Κέντρα Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Στήριξης έφερε η κρίση τα τελευταία δύο χρόνια. Η ραγδαία και βίαιη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου από την απώλεια εργασίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων ανάγκασε περισσότερους από 3.500 ανθρώπους -μόνο στη δυτική Θεσσαλονίκη- να ζητήσουν βοήθεια, οικονομική και ψυχολογική, καθώς εμφάνισαν συμπτώματα κατάθλιψης, κρίσης πανικού και άγχους.
 Της Φανής Σοβιτσλή
fanisovi@gmail.com

Τα περισσότερα Κέντρα που σύστησαν οι κατά τόπους δήμοι λειτουργούσαν τα προηγούμενα χρόνια ως «καταφύγια» κυρίως για τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, άπορους και μοναχικούς πολίτες. Σήμερα όμως, με την οικονομική κρίση, σ’ αυτά προσέρχονται καθημερινά δεκάδες άνθρωποι που μέχρι χθες είχαν τις δουλειές τους, τις επιχειρήσεις τους, ζητώντας βοήθεια να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά και να βγουν από το τούνελ της κατάθλιψης και της απόγνωσης. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στη δυτική Θεσσαλονίκη, μια περιοχή με πολλά κοινωνικά προβλήματα, όπου στα συμβουλευτικά κέντρα μόνο του δήμου Νεάπολης - Συκεών το 2011 προσήλθαν 2.000 άτομα, ενώ φέτος από τον Ιανουάριο έως τον περασμένο Απρίλιο τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς λειτουργούς επισκέφθηκαν 1.650 άνθρωποι, ηλικίας από 35 έως και 55-60 χρόνων.
Αντίστοιχα στο Κέντρο του δήμου Καλαμαριάς από τον Σεπτέμβριο του 2011 έως τον Απρίλιο του 2012 βοήθεια για εργασία και ψυχολογική στήριξη ζήτησαν περισσότεροι από 200 πολίτες, πραγματοποιώντας συνολικά 400 - 500 συναντήσεις έως ότου βρουν μια δουλειά ή ώσπου να σταθούν και πάλι δυνατοί για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους. Πρόκειται για μεμονωμένους πολίτες αλλά και ζευγάρια που σπεύδουν στους ψυχολόγους, προκειμένου να μιλήσουν για τα προβλήματα στη δουλειά και την οικογένεια, και το οικονομικό στο οποίο βρέθηκαν, αδυνατώντας να εξασφαλίσουν το φαγητό και τους λογαριασμούς τους.

Εξαθλίωση λόγω ανεργίας
Η προσέλευση των πολιτών στο Κέντρο του δήμου Νεάπολης - Συκεών έσπασε κάθε ρεκόρ καθώς ο αριθμός μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2012 έφτασε σχεδόν αυτόν που καταγράφηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011. Τα αιτήματα που θέτει η πλειονότητα είναι η απασχόληση αλλά και η κοινωνική, οικονομική και ψυχολογική στήριξη.
«Δουλεύουμε με όλες τις ηλικιακές ομάδες και διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι ζητούν δουλειά, για να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο. Υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν και οικονομική ενίσχυση γιατί δεν έχουν ούτε το λογαριασμό του ρεύματος να πληρώσουν», τόνισε η ψυχολόγος- επιστημονική υπεύθυνη του γραφείου Κοινωνικής Πολιτικής του δήμου Νεάπολης- Συκεών και Κέντρου Πρόληψης «Πυξίδα» Μάρω Βασσάρα.
Εξήγησε ότι πολλές είναι οι οικογένειες που έφτασαν στα όρια της εξαθλίωσης, καθώς με την κρίση έχασαν τη δουλειά τους, το βασικό εισόδημα με το οποίο συντηρούσαν την οικογένειά τους ακόμα και την αυτοεκτίμησή τους. «Μοιραία, οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως οικογενειάρχες, φτάνουν στα όριά τους, αφού κυριεύονται από την απελπισία και το άγχος για το πώς θα καλύψουν τις ανάγκες του σπιτιού και των παιδιών τους», σημείωσε η ψυχολόγος. Ζητούν βοήθεια, όπως είπε, και για το πώς θα απαλλαγούν από τα χαράτσια και τους πρόσθετους φόρους, όντας άνεργοι και ανασφάλιστοι, αλλά και πώς μπορούν να εξασφαλίσουν ένα επίδομα.

Νιώθουν… παρείσακτοι
Τα μέλη των κατά τόπους δημοτικών Κέντρων Στήριξης εκτός από το να αναζητούν εργασία για τους ενδιαφερόμενους, τους βοηθούν να συντάξουν βιογραφικά, ώστε να είναι πλήρη, να στείλουν e-mail ακόμα και να κάνουν κάποια τηλέφωνα για δουλειά. Μεγάλος όμως είναι ο αριθμός των ανθρώπων που σύμφωνα με την κ. Βασσάρα ζητούν απεγνωσμένα ψυχολογική στήριξη, επειδή έχασαν τη δουλειά τους και δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν στην οικογένεια και τα παιδιά τους. «Το άγχος και η πίεση των ανθρώπων που βρέθηκαν… ξεκρέμαστοι τους αναγκάζει να ζητήσουν ψυχολογική στήριξη για το πώς θα αντιμετωπίσουν τα παιδιά και τη σύζυγο, τον περίγυρο, ακόμα και για το πώς θα τονώσουν την αυτοπεποίθησή τους».
Ακόμα, στα κέντρα καταφεύγουν και οικογενειάρχες, άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών, που ζητούν στήριξη για να μη νιώθουν «άχρηστοι» και «παρείσακτοι» στην οικογένεια, επειδή δεν έχουν δουλειά ή επειδή φοβούνται ότι η ανασφάλεια θα τους οδηγήσει στο αλκοόλ ή και τον τζόγο.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Οργή και θυμός
Ανάλογα είναι και τα περιστατικά που δέχεται σχεδόν καθημερινά η ψυχολόγος του Κέντρου Συμβουλευτικής Στήριξης στο δήμο Καλαμαριάς. Και σ’ αυτήν την περιοχή οι ηλικιακές ομάδες που ζητούν βοήθεια είναι μεταξύ 35-45 και 45 έως 60 χρόνων. «Οι άνθρωποι που έρχονται για βοήθεια έχουν βασικές ανάγκες, τις οποίες πλέον δεν μπορούν να καλύψουν. Όπως να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό στα παιδιά τους και να καλύψουν λογαριασμούς και άλλα έξοδα» παρατήρησε η ψυχολόγος Ιφιγένεια Καραμφίλη. Εξηγεί ότι η κρίση γιγάντωσε τα ψυχολογικά τους προβλήματα, που είναι απόρροια του τρόπου ζωής. Τα περισσότερα περιστατικά, όπως είπε, αφορούν ανθρώπους που ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά και ανθρώπους που η απώλεια της εργασίας τούς οδηγεί σε κατάθλιψη και κρίσεις άγχους. «Για τους νέους ανθρώπους, ηλικίας 35 -45 ετών, το πρόβλημα είναι η επιβίωσή τους, η οικονομική στενότητα που δεν τους επιτρέπει να σχεδιάσουν τη ζωή τους και να παρέχουν πράγματα στα παιδιά τους» επισημαίνει η ψυχολόγος και προσθέτει ότι οι περισσότεροι εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης και κρίσεων πανικού για το αύριο. Αλλά και οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, άνω των 45, όπως αναφέρει η κ. Καραμφίλη, έχουν τα ίδια συμπτώματα, αφού νιώθουν το ίδιο απελπισμένοι επειδή είναι άνεργοι, ωστόσο είναι περισσότεροι ανασφαλείς, φοβούμενοι ότι θα τους απορρίψει η οικογένειά τους. «Όλοι όμως ανεξαιρέτως έχουν οργή, θυμό και αγανάκτηση μέσα τους για την κατάσταση την οποία βιώνουν, και ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια», τόνισε ή ίδια.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ «Είμαστε σε απόγνωση»
«Πριν από λίγα χρόνια ήμασταν ευτυχισμένοι και δεν μας έλειπε τίποτα. Είχαμε τις δουλειές μας και μπορούσαμε να καλύπτουμε τις ανάγκες του σπιτιού και των παιδιών. Σήμερα με την κρίση χάσαμε τις δουλειές μας και δεν τα βγάζουμε πέρα. Μας έπιασε κατάθλιψη, δεν έχουμε διάθεση για τίποτα, ούτε με τα παιδιά δεν μπορούμε να ασχοληθούμε σωστά. Τα έξοδα τρέχουν και είμαστε σε απόγνωση».
Η ιστορία του Κοσμά και της Ελένης, δύο ανθρώπων της διπλανής πόρτας, είναι μια από τις δεκάδες που ακούν καθημερινά οι ψυχολόγοι τα Κέντρα Συμβουλευτικής Στήριξης. Προσερχόμενοι σε ένα από αυτά δείχνουν να διστάζουν και οι ψυχολόγοι καταλαβαίνουν ότι ντρέπονται. Ντρέπονται γιατί σκοπεύουν να ζητήσουν και οικονομική βοήθεια έως ότου δουν τι θα κάνουν. Ο Κοσμάς μάλιστα εξομολογείται ότι κάποτε δεν ήθελε να ακούσει για ψυχολόγο, αλλά σήμερα χρειάζεται όσο τίποτα στήριξη και βοήθεια, για να μην πάθει κατάθλιψη. Τον χρειάζονται, όπως είπε στη συνάντηση, η οικογένειά του, τα παιδιά τους που καθημερινά τον ρωτούν «Μπαμπά, γιατί είσαι στεναχωρημένος;».
Η ψυχολόγος, ακούγοντας τα προβλήματά του, προσπαθεί να τον ηρεμήσει, αφού πρώτα τον αφήνει να βγάλε το θυμό και την οργή που νιώθει. Πρώτα από όλα όμως καταβάλλει προσπάθεια να τον πείσει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει δεν το δημιούργησε ο ίδιος. Αυτός ωστόσο επιμένει ότι είναι σε απόγνωση, καθώς νιώθει εγκλωβισμένος σε μια συνθήκη ζωής που δεν επέλεξε. Ωστόσο, έπειτα από μισή ώρα συζήτησης νιώθει καλύτερα, αφού η ψυχολόγος του επισημαίνει ότι πρέπει να φανεί δυνατός και πιο αισιόδοξος για την οικογένεια και τα παιδιά του.

Η μοναξιά των αστέγων
Ο Βασίλης τα τελευταία χρόνια είναι ένας από τους εκατοντάδες αστέγους που τριγυρνούν στην πόλη, έχοντας για κρεβάτι του το παγκάκι μια ήσυχης γειτονιάς. Στο συσσίτιο του δήμου Καλαμαριάς πηγαίνει τακτικά, αφού ξέρει ότι θα βρει ένα πιάτο φαγητό, θα το πάρει και θα φύγει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Η μοναξιά του όμως είναι αβάσταχτη ώρες ώρες και μαθαίνει ότι υπάρχει ένα γραφείο ψυχολόγου, με τον οποίο μπορεί να μιλήσει αν θέλει για να μοιραστεί τις σκέψεις του. Επιχειρεί να πάει και όταν φτάνει διστάζει… ντρέπεται, αλλά ανοίγει την πόρτα και είναι έτοιμος να συζητήσει.
«Για αυτούς τους ανθρώπους η επικοινωνία είναι το ζητούμενο, όταν φυσικά την επιδιώκουν. Υπάρχει και αυτή η κατηγορία πολιτών που ζουν στο δρόμο αλλά όταν έρθουν εδώ, θέλουν να μιλήσουν να μοιραστούν τις σκέψεις τους. Δεν ζητάνε τίποτα άλλο», τονίζει η ψυχολόγος κ. Καραμφίλη. Εξηγεί ότι η μοναξιά είναι και για αυτούς εξαιρετικά δυσάρεστη, και το μόνο που θέλουν προσερχόμενοι στο Κέντρο είναι κάποιος να τους ακούσει…