Με αφορμή τα μεταβαλλόμενα ευρήματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, που δεν ξεκαθαρίζουν το τοπίο αναφορικά με την επίτευξη αυτοδυναμίας από τη Νέα Δημοκρατία στις πρόωρες εκλογές που πλησιάζουν, περισσεύει η… παρα-συζήτηση για το ενδεχόμενο συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας, παρόλο που η Συγγρού έχει ξεκαθαρίσει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι τέτοια σενάρια… περισσεύουν της πολιτικής λογικής και των ρεαλιστικών πιθανοτήτων.
Ακόμη πιο ενοχλητική ωστόσο είναι η συζήτηση περί του προσώπου που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας κυβέρνησης, με το λανθάνον υπονοούμενο να εστιάζεται στην αμφισβήτηση του αυτονόητου της πρωτοκαθεδρίας του Αντώνη Σαμαρά, ως αρχηγού του κόμματος που θα πλειοψηφήσει.
Επειδή η ελληνική Δημοκρατία δεν έχει… ενηλικιωθεί ακόμη σε βαθμό που να στηρίζεται σε δομές και περιφερειακά συστήματα άρτια οργανωθέντα και λειτουργούντα, ώστε το πρόσωπο του πρωθυπουργού να είναι δευτερεύον, ή ακόμη και… αδιάφορο, το ποιος θα είναι ο επόμενος επίσημος συνομιλητής των διεθνών εταίρων της χώρας, είναι το πλέον κομβικό σημείο των εκλογών.
Ειδικά μετά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1985, και τον αποψίλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας από κρίσιμες αρμοδιότητες, το πολίτευμά μας έχει εξελιχθεί σε αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό. Γι’ αυτό και είναι απολύτως σημαντικό και κρίσιμο, το ποιος θα ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης.
Ένα σημαντικό μέρος του εθνικού προβλήματος άλλωστε, έχει να κάνει με τους δυο τελευταίους πρωθυπουργούς. Ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν εκείνος που προκάλεσε το πρόβλημα, και ο Λουκάς Παπαδήμος εκείνος ο οποίος περιορίστηκε εκ των πραγμάτων σε αμυντικογενή προσέγγιση της εθνικής κρίσης, που ωστόσο λειτούργησε επιβαρυντικά για τη διάχυσή της.
Ο επόμενος πρωθυπουργός δεν μπορεί να είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για το Μνημόνιο ΙΙ και το PSI, δυο εξαιρετικά προβληματικές παραμέτρους, το βάθος της παθογένειας των οποίων αναμένεται να διαπιστωθεί στο εγγύς και όχι στο μακρινό μέλλον.
Ο επόμενος πρωθυπουργός λοιπόν πρέπει να είναι ο Αντώνης Σαμαράς. Επειδή προσωποποιεί το μήνυμα της αμφισβήτησης μιας μυωπικής και αυτοκαταστροφικής πολιτικής, που υπερβαίνει την ελληνική κρίση, και απειλεί να συμπαρασύρει το σύνολο της ευρωζώνης.
Μονάχα εκείνος θα μπορούσε να ηγηθεί, της όποιας κυβέρνησης προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές. Ώστε να σηκώσει πάνω του το βάρος της μάχης για τη διόρθωση των στρεβλώσεων του Μνημονίου ΙΙ. Κάθε άλλο σενάριο συνιστά… ανορθογραφία της Δημοκρατίας.