Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Κυρ. Μητσοτάκης: Δεν είναι λύση η αποχή

Σας άκουσα να λέτε, πριν από λίγες ημέρες, πως η χώρα δεν αντέχει σε επαναληπτικές εκλογές. Ωστόσο αν δεν επιτευχθεί η αυτοδυναμία, αναπόφευκτα δεν θα οδηγηθούμε σε εκλογές, λαμβανομένης υπ’ όψιν της άποψης που έχει το κόμμα σας κατά της συγκυβέρνησης;

Το πιστεύω ακράδαντα αυτό, κύριε Παυλίδη. Όσοι δεν το βλέπουν νομίζω ότι προσφέρουν κακές υπηρεσίες στην Πατρίδα. Αυτό που λέω, όμως, δεν αναιρεί τον αγώνα που δίνουμε και την αναγκαιότητα να δώσουν οι πολίτες στη ΝΔ την αυτοδυναμία. Άρα, και τη δυνατότητα να προχωρήσει στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος. Από εκεί και πέρα σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες.
Αντιλαμβάνομαι ότι λέτε το αυτονόητο. Θα μου επιτρέψετε παρ’ όλα αυτά να επιμείνω. Υπό τις παρούσες συνθήκες είστε βέβαιος ότι η αυτοδυναμία εγγυάται τη σταθερότητα;
Η αυτοδυναμία εγγυάται τη δυνατότητα στο κόμμα που θα την κατακτήσει, πιστεύω ότι αυτό θα είναι η ΝΔ, να προχωρήσει γρήγορα στις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η Πατρίδα μας. Την ίδια στιγμή βέβαια θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις για να υλοποιήσουμε την πολιτική της. Η ΝΔ μπορεί και πρέπει να είναι ο κεντρικός πυλώνας μιας ευρείας κοινωνικής πλειοψηφίας που θα οδηγήσει με ασφάλεια τη χώρα έξω από την κρίση.
Η πρόταση που διατύπωσε ο κ. Σκανδαλίδης για «ψήφο ανοχής» είναι προς τη σωστή κατεύθυνση;
Νομίζω ότι η προσέγγιση του κ. Σκανδαλίδη, όπως και άλλων μετριοπαθών πολιτικών μέσα στο ΠΑΣΟΚ, είναι σωστή. Και την ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή. Δεν ξέρω, όμως, πόσο θετικά ακούγεται στο εσωτερικό του κόμματός τους, καθώς με την ανάληψη της προεδρίας από τον κ. Βενιζέλο βλέπω μια προσπάθεια παλινόρθωσης του πάλαι ποτέ βαθέως ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή του ΠΑΣΟΚ εκείνου που με τις πολιτικές και τις πρακτικές του οδήγησε εν πολλοίς τη χώρα εδώ που είναι σήμερα.
Στη Β΄ Αθηνών, στη δική σας εκλογική περιφέρεια, υπάρχει ένα έντονο «αντι-μνημονιακό» κλίμα, το οποίο φαίνεται ότι «εισπράττει» το κόμμα του κ. Καμμένου, αλλά και η Αριστερά. Θεωρείτε ότι υπάρχει χρόνος για αναστροφή του κλίματος;
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι τα ποσοστά αυτά είναι δημοσκοπικά, δηλαδή αφορούν μια συγκεκριμένη στιγμή και πάντως καταγράφονται πριν από την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, που πάντα διαμορφώνεται ένα διαφορετικό πολιτικό κλίμα. Κυρίως γιατί θα περάσουμε στην ουσιαστική συζήτηση για τις πολιτικές και τα προγράμματα των κομμάτων. Ειδικά σε αυτές τις εκλογές νομίζω ότι όλοι μας, με νηφαλιότητα και χωρίς κραυγές, καθώς το απαιτεί η κρισιμότητα της στιγμής, θα μιλήσουμε με σαφήνεια για την επόμενη ημέρα της χώρας μας. Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι ο κ. Καμένος, ο οποίος έχει διατελέσει υφυπουργός, όπως και κάποια άλλα στελέχη που τον ακολουθούν, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το θυμικό του πολίτη, ο οποίος είναι προβληματισμένος και ανήσυχος από τις εξελίξεις. Δεν προτείνει, όμως, τίποτα. Δεν μας λέει δηλαδή τι θα κάνει με το χρέος. Πως θα περιορίσει τα ελλείμματα. Πως θα έρθει η ανάπτυξη. Όταν καθίσει η πολιτική σκόνη, η κοινωνία θα καταλάβει ότι τα κόμματα διαμαρτυρίας, όταν μάλιστα στελεχώνονται από πολιτικούς με μακρά διαδρομή στο πολιτικό σύστημα που σήμερα σπεύδουν να καταδικάσουν, δεν είναι η λύση.
Μήπως όμως για να επιτευχθεί αυτό είναι αναγκαία μια «πανστρατιά» όλων των δυνάμεων της κεντροδεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της Δημοκρατικής Συμμαχίας;
Ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Αντώνης Σαμαράς το έχει κάνει ήδη αυτό το προσκλητήριο. Έχει απευθυνθεί στις δυνάμεις εκείνες της ευρύτερης κεντροδεξιάς και έχει μιλήσει για τη συγκεκριμένη ανάγκη. Κατά συνέπεια, όσοι πιστοί μπορούν να προσέλθουν.
Πέραν του προσκλητηρίου, πιστεύετε ότι χρειάζεται η ΝΔ να απευθυνθεί στη μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων του κεντρώου χώρου;
Νομίζω, κύριε Παυλίδη, ότι παραβιάζετε ανοιχτές θύρες. Η ΝΔ είναι το κατεξοχήν κεντρώο, φιλελεύθερο κόμμα της Πατρίδας μας. Κάτι που γνωρίζουν οι πολίτες της χώρας μας και κατά συνέπεια το να χρειάζεται, όπως λέτε, να απευθυνθούμε σε κάτι που από την ίδρυση του κόμματος από τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή είναι η βασική μας ιδεολογική πλατφόρμα, δεν είναι πολιτικά σωστό. Εκείνο, όμως, που μπορώ να πω στην κοινωνία είναι πως σήμερα αποδεικνύεται περισσότερο από ποτέ ότι θέσεις και οι απόψεις μας ήταν σωστές, καθώς σε αυτές προστρέχει σήμερα και το ΠΑΣΟΚ. Δυστυχώς, όμως, κυρίως τη δεκαετία του ’80 με την καθεστωτική αντίληψη του ΠΑΣΟΚ, χάσαμε πολύτιμο χρόνο για μια σειρά μεταρρυθμίσεων, που αν είχαν πραγματοποιηθεί, σήμερα η κατάσταση της χώρας μας θα ήταν διαφορετική.
Εξακολουθεί να ισχύει η κόντρα σας με τους συνδικαλιστές του κόμματός σας;
Θέλω αρχικά να σας ξεκαθαρίσω ότι η σχέση μου μαζί τους δεν έχει προσωπικά χαρακτηριστικά. Έχει πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Επίσης, δεν είναι όσοι ασχολούνται με το συνδικαλιστικό κίνημα, ίδιοι. Η δική μου αντίθεση έχει να κάνει με τους συνδικαλιστές εκείνους που την ίδια στιγμή που εκπροσωπούν ομάδες εργαζομένων, έχουν κομματικές θέσεις και θέλουν να επιβάλλουν την άποψή τους στην πολιτική γραμμή. Αυτό είναι αδιανόητο και θα τολμούσα να πω μη δημοκρατικό. Πρέπει να επιλέξουν. Ή συνδικαλιστές θα είναι ή κομματάρχες. Και τα δυο δεν μπορούν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, την πολιτική ενός κόμματος τη χαράσσουν οι ηγεσίες, έχοντας ακούσει φυσικά τα στελέχη τους. Την ίδια στιγμή, όμως, πιστεύω –και σας το λέω εγώ που έχω έρθει σε ρήξη με συνδικαλιστές της ΝΔ- ότι πολλές φορές αυτή η ανταλλαγή διαφορετικών απόψεων μπορεί να φέρει ένα πολύ ουσιαστικό δια ταύτα.
Προφανώς όσα λέτε δεν αφορούν μόνο στη ΔΑΚΕ, αλλά στρέφονται κυρίως κατά των συντεχνιών και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού.
Προφανώς. Κατ’ εξοχήν δεν είναι με τη ΔΑΚΕ, αλλά κυρίως με τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ. Που για να πούμε την πάσα αλήθεια είναι αυτοί που έδειξαν το δρόμο και οι δικοί μας συνδικαλιστές, στα δύσκολα χρόνια της υπεροχής του ΠΑΣΟΚ, με τις διώξεις που επέβαλαν σε ό,τι δεν ήταν «πράσινο», ακολούθησαν. Θέλω, όμως, να επισημάνω ότι η ηγεσία της ΝΔ τόλμησε και συγκρούστηκε με τα δικά της συνδικαλιστικά στελέχη. Δεν έκανε, όμως, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, που εξέθρεψε τον κομματικό συνδικαλισμό. Δεν είδα για παράδειγμα να συγκρούεται με τον κ. Φωτόπουλο της ΔΕΗ.
Θα ήθελα να ακούσω τη θέση ενός φιλελεύθερου πολιτικού, όπως εσείς, για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης. Αρκεί η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, που αφορά στη χωροθέτηση «κέντρων φιλοξενίας», για την οποία μάλιστα αντιδρούν οι τοπικές κοινωνίες;
Φυσικά και δεν αρκεί. Νομίζω, κύριε Παυλίδη, ότι το πρώτο που πρέπει να γίνει να «σφραγιστούν» τα σύνορα. Να μην μπαίνουν κατά εκατοντάδες την ημέρα, όπως συμβαίνει σήμερα, και να μην μπορείς ως Κράτος να το ελέγξεις. Το δεύτερο που πρέπει να γίνει, με σχεδιασμό, όμως, είναι η δημιουργία αυτών των κέντρων υποδοχής, που θα πρέπει να πληρούν όλους τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Θυμίζω εδώ ότι το 2009 η Κυβέρνηση της ΝΔ προσπάθησε να προχωρήσει σε αυτή τη λύση, αλλά τότε συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση του ΠΑΣΟΚ. Χάσαμε δηλαδή δυόμισι χρόνια για να γυρίσουμε και πάλι στην πρόταση της ΝΔ. Ένα τρίτο που πρέπει να γίνει είναι να δημιουργηθούν οι στοιχειώδεις υποδομές υποστήριξης στις μεγάλες πόλεις και ειδικά στην Αθήνα. Αυτό που συμβαίνει σήμερα να έχει καταληφθεί από παράνομους μετανάστες το κέντρο της πρωτεύουσας και οι περιοχές γύρω από αυτό, είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο για τους κατοίκους τόσο για λόγους ασφάλειας όσο και υγιεινής. Τέλος θα πρέπει να πάμε άμεσα σε επαναδιαπραγμάτευση του «Δουβλίνου 2».
Κάτι τελευταίο κ. Μητσοτάκη. Τι λέτε στον νέο ψηφοφόρο που σκέφτεται να πάει για καφέ αντί να ψηφίσει;
Φυσικά να πάει να ψηφίσει. Δεν λέω να ψηφίσει τη ΝΔ ή εμένα. Λέω ότι η αποχή δεν είναι λύση. Ειδικά σήμερα. Άλλωστε σαν νέος πολιτικός πιστεύω στους νέους ανθρώπους, πιστεύω ότι μπορούν να κάνουν τις ανατροπές. Σίγουρα, όμως, οι ανατροπές δεν έρχονται από τις καφετέριες. Έρχονται μέσα από τη συμμετοχή στα κοινά. Επίσης, είμαι πεπεισμένος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νέων της Πατρίδας μας πιστεύει στη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και αναζητά πολιτική σταθερότητα. Μια σταθερότητα που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό σύστημα, και ξεπερνάει τα όρια του οποιουδήποτε κόμματος.
Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χρήμα Plus», το Σάββατο 31 Μαρτίου 2012