Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο πολιτικό όπως κάποιοι θέλουν να το παρουσιάσουν. Είναι βαθύτατα οικονομικό, διότι ακόμα και αν λυθεί το πολιτικό πρόβλημα, δεν θα λυθεί και το οικονομικό. Απλώς, η λύση του πολιτικού προβλήματος, μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις ώστε να μπει σε ένα δρόμο η λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Με λύση του οικονομικού προβλήματος, εννοούμε την ανάκτηση του απολεσθέντος βιοτικού επιπέδου σε έναν χρονικό ορίζοντα δεκαετίας και αυτά τα οποία πρέπει να γίνουν ώστε να πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος.
Τέλος του 2012, με τις καλύτερες προϋποθέσεις, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα κυμανθεί γύρω στα 205 δις. Μετά από πέντε χρόνια διαρκούς και εμβαθυνόμενης ύφεσης, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα έχει μειωθεί περίπου κατά 20%. Δηλαδή, το μέσο βιοτικό επίπεδο θα έχει μειωθεί κατά 20%, ενώ κάποιες κατηγορίες εργαζομένων θα έχουν χάσει πάνω από το 50% του πραγματικού εισοδήματος και κάποιες άλλες το 100% (απολυμένοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες).
Ο στόχος των επόμενων ελληνικών κυβερνήσεων με χρονικό ορίζοντα τη δεκαετία, θα πρέπει να είναι η ανάκτηση του επιπέδου εισοδήματος του 2008, δηλ. η ανάπτυξη, η μεγέθυνση του ΑΕΠ και η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μεγέθυνση της γεωργίας, του τομέα της ενέργειας, της βιομηχανίας, του τουρισμού, χωρίς επενδύσεις εκσυγχρονισμού αλλά και επενδύσεις αύξησης της παραγωγικής δυναμικότητας σε παλιούς και νέους κλάδους και προϊόντα.
Για να είναι πραγματοποιήσιμος ο προαναφερθείς μακροπρόθεσμος στόχος, θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να αποφευχθεί η χρεοκοπία, να καταπολεμηθεί η ύφεση και μεσοπρόθεσμα να αντιστραφεί η πορεία της οικονομίας, ώστε να αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα θετικά πρόσημα στην ανάπτυξη.
Η χρεοκοπία και η επιστροφή στη δραχμή, συνοδευόμενη από διάρρηξη των σχέσεων με τους εταίρους μας, θα είναι άκρως καταστροφική. Μόνο ιδιοτελείς πολιτικές σκοπιμότητες, άγνοια, σκέψεις εν θερμώ , άρνηση πρόβλεψης ή αδυναμία αντίληψης λόγω απουσίας ουσιαστικής πληροφόρησης για το τι μπορεί να σημαίνει η έλλειψη «συναλλάγματος» για εισαγωγή πετρελαίου, φαρμάκων, τροφίμων, πρώτων υλών, ημικατεργασμένων προϊόντων, εξαρτημάτων, ανταλλακτικών, μηχανημάτων κ.α για τη λειτουργία της οικονομίας, μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις ή προτάσεις για επιστροφή στη δραχμή. Ένα προσεκτικό «διάβασμα» της σύνθεσης των εισαγωγών της χώρας, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες της εγχώριας παραγωγής, μπορεί εύκολα να πείσει για το μέγεθος των ελλείψεων οι οποίες θα προκύψουν και για την οικονομική κατάρρευση η οποία θα επακολουθήσει. Μέχρι στιγμής, δεν έχει πραγματοποιηθεί ένα ουσιαστικό και δημόσιο «debate», με την αντιπαράθεση επιχειρημάτων ώστε να είναι δυνατή μία πραγματική σκιαγράφηση των συνεπειών στην καθημερινότητα από μία άταχτη χρεοκοπία ή από τα προτεινόμενα, πιθανολογούμενα αποτελέσματα της επιστροφής της δραχμής, ώστε η κοινή γνώμη να μπορέσει να διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη.
Αδρανοποίηση της οικονομίας λόγω αδυναμίας εισαγωγών για ένα τρίμηνο – εξάμηνο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση 25% – 35%, να εκτινάξει τον αριθμό των ανέργων στα 2 εκατομμύρια, να βάλει λουκέτο σε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις με κατάρρευση των κρατικών εσόδων , των ασφαλιστικών ταμείων και με έντονες κοινωνικές αναταραχές.
Ακόμα και ένα «βελούδινο» διαζύγιο με τους εταίρους μας με παράλληλη επιστροφή στη δραχμή, θα δημιουργήσει σαφώς δυσκολότερα και μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που θα πρέπει να επιλύσει η χώρα μέσα στο ευρώ. Υποθέτοντας ότι το βασικό πρόβλημα της χρηματοδότησης για την εισαγωγή των απαραίτητων αγαθών θα είναι λυμένο, ποιος θα επενδύσει στην Ελλάδα με επιτόκια της τάξεως του 15% – 20%, συνέπεια του πληθωρισμού και της συνεχούς διολίσθησης της δραχμής και σε μία χώρα με ιδιαίτερα υποβαθμισμένο επίπεδο. Το μεγάλο λάθος των διαφόρων οικονομολόγων οι οποίοι τοποθετούμενοι θεωρητικά και με μηχανικό τρόπο υποστηρίζουν ότι από την υποτίμηση θα επωφεληθούν οι εξαγωγές, είναι ότι δε λαμβάνουν υπόψη ότι η προστιθέμενη αξία των ελληνικών προϊόντων είναι χαμηλή (εξαιρουμένων των αγροτικών και αγροτοβιομηχανικών προϊόντων).
Αρα, μία υποτίμηση θα επιφέρει σχετικά μικρά οφέλη ,διότι υποτιμώντας διαρκώς την αξία την οποία προσθέτει η εργασία θα υποτιμάται διαρκώς η αξία του μισθού του Ελληνα εργαζόμενου. Η υποτίμηση είναι αποτελεσματική μόνον όταν μία χώρα έχει ολοκληρωμένη βιομηχανία ή σαφή κατεύθυνση στην εξειδίκευση των εξαγωγών της.
Παράλληλα , η επιστροφή στη δραχμή θα βάλει τη χώρα στη διαδικασία της αλληλεξάρτησης του πληθωρισμού με την υποτίμηση. Εκτός και αν έχουν στο μυαλό τους ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εξάγει μόνο αγροτικά ή αγροτοβιομηχανικά προϊόντα. Είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διεκδικήσει το χαμένο βιοτικό της επίπεδο βασιζόμενη κυρίως στην αύξηση της αγροτικής και αγροτοβιομηχανικής της παραγωγής.
Επίσης, θα θέλαμε ν’ απευθύνουμε τα εξής ερωτήματα σε όσους υποστηρίζουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της επιστροφής στη δραχμή : Μία υποτίμηση της τάξεως του 50%-60%, θα αποφέρει έσοδα αυξημένα σε συνάλλαγμα τουλάχιστον κατά 70%, ώστε να αξίζει τον κόπο μία συζήτηση για επιστροφή στη δραχμή ;
Έχει τη δυνατότητα η Ελλάδα, στους βασικούς τουριστικούς προορισμούς, την περίοδο αιχμής της τουριστικής περιόδου να φιλοξενήσει 50%-60% περισσότερους τουρίστες παρεμφερούς καταναλωτικής δυναμικής με αυτούς τους οποίους την επισκέπτονται τα τελευταία χρόνια ; Μάλλον όχι.
Οι ώρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμες και οι αποφάσεις ιστορικής σημασίας.
Η κοινωνία δικαιολογημένα έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής της και το πολιτικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ασταθές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο θυμός, η απόγνωση, η ντροπή, η υποκρισία, η προβολή του εγωισμού, έχουν τάση να κυριαρχούν στη διαμόρφωση των συμπεριφορών.
Φωνές με αυξάνουσα διείσδυση μέσα στην κοινωνία πιέζουν για ρήξεις και ενδεχομένως για έξοδο από το ευρώ. Μέσα σε ένα μήνα (από Ιανουάριο σε Φεβρουάριο) οι αρνητικές γνώμες για την Ε.Ε αυξήθηκαν κατά 20% και κυμαίνονται στο επίπεδο του 54%. Η κοινή λογική των Ελλήνων (70%) αντιλαμβάνεται ότι η οικονομική κατάσταση με τη δραχμή θα είναι χειρότερη. Τουλάχιστον, προς το παρόν, η κοινή λογική συγκρατεί την αγανάκτηση από την κατάρρευση των οικογενειακών προϋπολογισμών, από την αίσθηση αδικίας και της χαμένης αξιοπρέπειας. Η λογική, ισχυροποιημένη με επιχειρήματα, πρέπει να πρυτανεύσει και να επιβληθεί στη διαμόρφωση των σκέψεων και των συμπεριφορών έναντι της επίδρασης των αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων.
Η απαράδεκτη ελληνική αναξιοπιστία δε δικαιολογεί το γερμανικό δογματισμό της τιμωρίας, ο οποίος «τραβάει» το σκοινί περισσότερο από ό,τι πρέπει για την επιβολή των νέων σκληρών υφεσιακών μέτρων.
Οι διεργασίες σε διεθνές επίπεδο και κυρίως μεταξύ των παλαιών βιομηχανικών χωρών πιθανότατα οδηγούν σε μερική αποδυνάμωση των γερμανικών ορθόδοξων θέσεων και μπορούν να δημιουργήσουν στο άμεσο μέλλον ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό για την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Αρκεί να ξαναμπούμε στο ευρωπαϊκό κοπάδι, βγαίνοντας από το ρόλο του μαύρου πρόβατου ,προωθώντας τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές.
Είναι σαφές ότι το ερώτημα, το οποίο τίθεται στο μέσο Ελληνα ,είναι μέσα σε πιο περιβάλλον θα είναι πιο εφικτή η ανάπτυξη και η προσέλκυση επενδύσεων ώστε προοδευτικά να μπορέσει η χώρα να ανακτήσει προοδευτικά το χαμένο βιοτικό της επίπεδο.
Σε αυτό του ευρώ, το οποίο διασφαλίζει μία σχετική σταθερότητα και όπου με μεγάλες θυσίες και τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε οργανωμένα ώστε ελπίσουμε στην ανάκτηση του βιοτικού μας επιπέδου, ή σε αυτό της δραχμής, όπου χωρίς την απαραίτητη σταθερότητα και χωρίς δίχτυ ασφαλείας και μετά από μία μεγάλη κατάρρευση της οικονομίας –χάνοντας χρόνο και με μεγάλο κόστος-θα κάνουμε τη μεγάλη προσπάθεια ώστε η χώρα να ανακάμψει ;
Γιατί να μεγαλώσουμε «τεχνητά» την απόσταση η οποία μας χωρίζει από τις άλλες χώρες της ΕΕ μειώνοντας «τεχνητά» με δική μας απόφαση- βασιζόμενη σε κριτήρια χωρίς λογική βάση-, το βιοτικό μας επίπεδο ;
Το θέμα βραχυμεσοπρόθεσμα είναι πως θα ξεφύγουμε από τον αδιέξοδο σπιράλ της ύφεσης.
Μία άλλη κυβέρνηση πιο ικανή θα μπορέσει σίγουρα να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα. Μέχρι τώρα όλες οι αλλαγές οι οποίες έγιναν στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης των «μνημονίων» απέβησαν εις βάρος της Ελλάδας διότι δεν υπήρχε στρατηγική και διότι δεν προωθήθηκαν οι συμφωνημένες διαρθρωτικές αλλαγές.
Μια Ελλάδα που ξέρει τι θέλει, μπορεί να πετύχει βελτιώσεις εφ’ όσον βελτιωθεί και η ίδια.