Το να υποστηρίζει κάποιος στην Ελλάδα, αυτή την ακραία δύσκολη ώρα, ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και ακόμη περισσότερο στον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη) αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική σύμπραξη της χώρας στις παγκόσμιες εξελίξεις και για την επάνοδό της στην οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, ισοδυναμεί για πολλούς, περίπου με προκλητικό ιδεολόγημα.
Εν τούτοις, αυτή είναι η πραγματικότητα. Όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για όλες τις χώρες που είναι ήδη μέλη της Ένωσης αλλά και για εκείνες που επιζητούν την ένταξη σ’ αυτήν.
Δεν υπάρχει, στην παρούσα ιστορική περίοδο ούτε έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής μελέτης και επιστημονικής επεξεργασίας, καμιά άλλη αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική, για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου (δηλαδή των λαών της) προς τον κόσμο του Αύριο.
Όλες οι προτάσεις και προτροπές να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, να επιστρέψουμε σε μια εποχή πρωτόγονης αυτάρκειας, δηλ. εποχή έσχατης φτώχειας, μιζέριας και επικίνδυνης εθνικής μοναχικότητας, δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε συγκεκριμένη, μετρήσιμη και αξιόπιστη περιγραφή του «Μετά».
Η απορία, η θλίψη και η οργή μας, για την εκτροπή από τους πρωταρχικούς στόχους της και για την αδυναμία της να ελέγξει την παρούσα Κρίση, δεν αφαιρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση την ευθύνη και την αποστολή να ξαναβρεί τον αναντικατάστατο ρόλο της στη παγκόσμια Κοινότητα.
Σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομική παγκοσμιότητα δεν φαίνεται να είναι πρακτικά αναστρέψιμη, ακόμη και αν θα έπαιρνε μεγαλύτερη έκταση και ένταση το αίτημα της «αποπαγκοσμιοποίησης».
Με αυτό το δεδομένο, η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί αναντικατάστατο πυλώνα στη διατήρηση της (ασταθούς) ισορροπίας του παγκόσμιου οικονομικοπολιτικού συστήματος. Η καθυστέρηση της ενότητάς της, αντίστροφα, εγκυμονεί πολύ συγκεκριμένους κινδύνους.
Η αστραπιαία αντίδραση της Ουάσιγκτον στις πρώτες εκδηλώσεις της Οικονομικής Κρίσης, σε σύγκριση με τη βραδύτητα της ευρωπαϊκής ανταπόκρισης και οι καταστροφικές (ιδιαίτερα για τη χώρα μας) συνέπειες αυτής της καθυστέρησης, επιβάλουν την αποφασιστική επιτάχυνση των διαδικασιών της ολοκλήρωσης. Εν τούτοις oi ακραίες ηγεμονικές συμπεριφορές της Γερμανίας και των δορυφόρων της αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα που πρέπει επειγόντως να παραμερισθεί.
Όμως, η αδυναμία (ή ανικανότητα) των ηγετών των ευρωπαϊκών χωρών, δεν είναι προσωπική αποτυχία της κυρίας Μέρκελ, του κ. Σαρκοζύ, του κ. Ρομπάι ή του κ. Γιούνκερ και των άλλων. Οι αδύναμοι, κοντόφθαλμοι και κατώτεροι των περιστάσεων ευρωπαίοι ηγέτες, είναι εκείνοι ακριβώς που «παρήγαγε» η γενικότερη παρακμή του Συστήματος.
Αυτή η παρακμή είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο. Όταν οι υπέρτερες, οικονομικές και νομισματικές δυνάμεις, έχουν ξεφύγει ή έχουν αφεθεί να ξεφύγουν από κάθε πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο, από κάθε υποχρέωση δημόσιας λογοδοσίας και από κάθε λαϊκή νομιμοποίηση, είναι αυτονόητο ότι οι προγενέστεροι Θεσμοί (όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση) αρχίζουν σταδιακά να χάνουν πραγματικές δυνάμεις και εξουσίες και τελικά αρχίζουν να λειτουργούν «εν κενώ». Γλιστρούν δηλαδή ανεπαισθήτως σε μια κατάσταση γενικευμένης παρακμής.
Αυτή είναι η Εικόνα της Ευρώπης σήμερα. Και υπεύθυνοι γι’ αυτήν είναι όσοι άφησαν τη δημοκρατική νομιμότητα να υποχωρήσει απέναντι (για παράδειγμα) στους Οίκους αξιολόγησης και, όσοι άφησαν το Κοινωνικό κράτος να καταρρεύσει απέναντι στις πιέσεις των κυνικών ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού, όσοι μετέτρεψαν την Αλληλεγγύη σε ελεγχόμενη φιλανθρωπία, όσοι εμπιστεύτηκαν (και εμπιστεύονται) το «αόρατο χέρι της Αγοράς» για να βγάλει έξω από τη φτώχεια και τη δυστυχία τα αμέτρητα θύματα αυτής της άσχετης με την πραγματική οικονομία και ζωή θεωρητικής εμμονής.
Σε τέτοιο πλαίσιο παρακμής, οι ηγέτες της παρακμής, διαπράττουν τα μεγαλύτερα σφάλματα, τις πιο επώδυνες για τους λαούς αστοχίες, τις πιο κοντόφθαλμες επιλογές. Παίρνουν (ή καθυστερούν να πάρουν) αποφάσεις που καταστρέφουν εκατομμύρια ανθρώπους ή ρίχνουν ολόκληρες χώρες στην άβυσσο, για μια χούφτα ψηφοδέλτια στην κάτω Σαξωνία ή στα δυτικά Πυρηναία! Η προτεσταντική ιδεοληψία, προσφέρει άλλωστε το «ευπρεπές» άλλοθι της «τιμωρίας των κακών».
Όμως αυτή ακριβώς η διαπίστωση, ότι δηλαδή είναι μικρά και δευτερεύοντα όσα οδηγούν σήμερα τους ευρωπαίους ηγέτες στα μεγάλα λάθη και τις μεγάλες εκτροπές και αδικίες, γεννά την Ελπίδα. Την ελπίδα ότι η μεγάλη ιστορική υπέρβαση που πραγματοποίησαν οι εμπνευστές και θεμελιωτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λίγο μετά την απίστευτη σφαγή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δείχνει το δρόμο για μια καινούργια υπέρβαση που θα επανασχεδιάσει τον νέο Κόσμο της Ειρήνης, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας. Οι παλαιότερες Ουτοπίες είναι τώρα πιο επίκαιρες (και πιο χρήσιμες) παρά ποτέ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Hellenic Mail