Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

“Αν η Νέα Δημοκρατία κερδίσει τις εκλογές…”

Ο Αντώνης Σαμαράς ανταποκρίθηκε άμεσα στο νέο τελεσίγραφο που έστειλαν οι Βρυξέλλες στην Αθήνα, ζητώντας την έγγραφη δέσμευση του ίδιου και του Γιώργου Παπανδρέου, ότι θα τηρηθούν οι στόχοι του Μνημονίου, από την πλειοψηφία που θα προκύψει από τις εκλογές.

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ωστόσο, δεν υποστέλλει τη σημαία της ελπίδας για αλλαγές που θα απαλύνουν τις οδυνηρές συνέπειες των νέων μέτρων. Η επιστολή που έστειλε λοιπόν σε Eurogroup, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι βαθιά πολιτική. Και αποκαλύπτει το στίγμα των προθέσεων του Αντώνη Σαμαρά, για το πώς σχεδιάζει να κυβερνήσει τη χώρα.
Ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης τονίζει ότι η Νέα Δημοκρατία θα παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους και τις βασικές πολιτικές του προγράμματος στήριξης, εφόσον κερδίσει τις επόμενες εκλογές, επαναλαμβάνει ωστόσο ότι βασική στόχευση της δικής του πολιτικής είναι η ανάπτυξη της χώρας. Κάτι που συνεπάγεται ότι δεν θα διστάσει να προχωρήσει σε τροποποιήσεις, προτείνοντας βιώσιμες εναλλακτικές πολιτικές, εφόσον χρειαστεί.
Αναλυτικά η επιστολή του Αντώνη Σαμαρά:
«Όπως ήδη έχω αναφέρει στην επιστολή μου της 23ης Νοεμβρίου 2011, το Κόμμα μου, η Νέα Δημοκρατία, έχει δεσμευτεί για την επιτυχία των στόχων του Προγράμματος Σταθεροποίησης, των βασικών πολιτικών του καθώς και της εφαρμογής τους. Το ίδιο ισχύει και για το Μνημόνιο/Οικονομική και Χρηματοπιστωτική Συμφωνία (MoU/MEFP) που ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο την περασμένη Κυριακή, με μεγάλη πλειοψηφία βουλευτών.
Πιο συγκεκριμένα, το κόμμα μου εκφράζει τη δέσμευσή του:
* Να προωθήσει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Να υποστηρίξει ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και το φιλόδοξο σχέδιο αποκρατικοποιήσεων που περιέχει το πρόγραμμα. Οι προσαρμογές που συμφωνήθηκαν στην αγορά εργασίας, ελπίζουμε να δώσουν μια ισχυρή άμεση ώθηση, ώστε να προωθήσουν την απασχόληση και την οικονομική δραστηριότητα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μιαν Οικονομία που βρίσκεται ήδη για πολλά χρόνια σε ύφεση και που η ανεργία της έχει ήδη ξεπεράσει το 20%.
* Να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, προστατεύοντας όμως τα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Υποστηρίζουμε την άμεση εφαρμογή περικοπών διαρθρωτικού χαρακτήρα και τις συνεχείς προσπάθειες να ελεγχθεί η δαπάνη και να αποφευχθούν οι καθυστερήσεις πληρωμών του δημοσίου [προς Έλληνες ιδιώτες και επιχειρήσεις], που φτάνουν ήδη το 3% του ΑΕΠ. Πράγματι, τολμηρές φορολογικές μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να φέρουν πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και να ανακόψουν τη φοροδιαφυγή.
* Να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υποστηρίζουμε την εφαρμογή του Προγράμματος για μια ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης του προβλήματος στον τραπεζικό τομέα, με ισχυρή αποφασιστικότητα και έλεγχο του χρηματοπιστωτικού πλαισίου, καθώς και τα σχέδια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία έχει στόχο να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον και να σεβαστεί την επιχειρηματική αυτονομία των τραπεζών.
* Εκφράζουμε, προφανώς, τη δέσμευσή μας για ταχύτατη εφαρμογή της χρηματοπιστωτικής στρατηγικής που περιλαμβάνει τη Συμμετοχή του Επίσημου τομέα και το Ιδιωτικού τομέα (PSI), μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αυτό θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει τους απώτερους στόχους της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και να προσφέρει τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα για να στηρίξει την προσαρμογή της χώρας μας και τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές της.
Αν η Νέα Δημοκρατία κερδίσει τις επόμενες εκλογές στην Ελλάδα, θα παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους και τις βασικές πολιτικές του Προγράμματος, όπως περιγράφονται στο Μνημόνιο και τη Χρηματοπιστωτική Συμφωνία.
Όπως ανέφερα και στην προηγούμενη επιστολή μου, εξακολουθούμε να δίνουμε «μεγάλη έμφαση στο να επιτευχθεί άμεση Ανάκαμψη, έτσι ώστε τα δημόσια έσοδα που θα προκύψουν να μας επιτρέψουν να πετύχουμε τους στόχους που έχουν τεθεί».
Πράγματι, δίνοντας προτεραιότητα στην Ανάκαμψη, μαζί με τους άλλους αντικειμενικούς στόχους, θα καταστήσουμε το Πρόγραμμα πιο αποτελεσματικό και την προσπάθεια προσαρμογής πιο επιτυχή.
Έτσι λοιπόν, όπως υπογραμμίζω και στην προηγούμενη επιστολή μου, μπορεί να απαιτηθούν τροποποιήσεις που θα εγγυηθούν την πλήρη εφαρμογή του Προγράμματος. Και επαναλαμβάνουμε την πρόθεσή μας να φέρουμε αυτά τα ζητήματα για συζήτηση, μαζί με βιώσιμες εναλλακτικές πολιτικές, αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Προγράμματος, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των στόχων του».