ΜΑΡΙΚΑ ΛΥΣΙΑΝΘΗ
Πριν από 11 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2000, η Ντόρα Μπακογιάννη είχε παραχωρήσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη και στο «Βήμα της Κυριακής». Έχει σημασία το πολιτικό περιβάλλον της συνέντευξης. Η Νέα Δημοκρατία είχε χάσει οριακά τις εκλογές του Απριλίου, ο Κώστας Καραμανλής δεν αμφισβητήθηκε, και η τότε «Νο2» του κόμματος προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της για το μέλλον.
Ένα μέλλον που θα την οδηγούσε αρχικά στον Δήμο της Αθήνας, ως η πρώτη γυναίκα η οποία πήρε τα κλειδιά μιας πρωτεύουσας το όνομα της οποίας είναι έμπλεο ιστορικού μεγαλείου. Και στη συνέχεια, επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, πάλι η πρώτη γυναίκα που έγινε υπουργός Εξωτερικών, στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή.
Για να ακολουθήσουν η ήττα από τον Αντώνη Σαμαρά στη μάχη για την ηγεσία, τον Νοέμβριο του 2009, η αποχώρησή της από τη Νέα Δημοκρατία μέσω διαγραφής, και η δημιουργία της Δημοκρατικής Συμμαχίας.
Σε εκείνη τη συνέντευξη η Ντόρα Μπακογιάννη είχε πει πολλά. Για τον Τζορτζ Μπους, τη Χίλαρι Κλίντον, για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη μητέρα της Μαρίκα, για τον Εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή και φυσικά τον αείμνηστο μάρτυρα της Δημοκρατίας, Παύλο Μπακογιάννη.
Εντύπωση ωστόσο είχαν προκαλέσει δυο αποστροφές της. Η πρώτη αφορούσε την «αριστερή» δράση της, και η δεύτερη την… ευχή ενός τοπικού παράγοντα του ΠΑΣΟΚ στο Καρπενήσι «να την πάρει το ποτάμι». Ο τίτλος της συνέντευξης άλλωστε, ήταν εύγλωττος: “Έχω φάει πολύ ξύλο”…
Είχε πει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Δεν άφηνα διαδήλωση για διαδήλωση. Έχω φάει πολύ ξύλο. Το περισσότερο ξύλο το έχω φάει στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι Γάλλοι αστυνομικοί πάντως ήταν χειρότεροι και από τους δικούς μας. Όταν σε πετύχαιναν δε και με κοτσίδα»…
Η δεύτερη αναφορά της είχε ως πρωταγωνιστή έναν πρόεδρο κοινότητας στην Ευρυτανία, που ανήκε στο ΠΑΣΟΚ. «Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Ευρυτανία, ένα ξύλο πάνω από το ποτάμι ένωνε τη μεριά της Καρδίτσας με την Ευρυτανία. Ήταν φουρτουνιασμένο το ποτάμι, και απέναντι στο χωριό, ο τότε πρόεδρος της κοινότητας, που εκλεγόταν με το ΠΑΣΟΚ, έλεγε: ‘’ Δεν θα πέσει, να την πάρει το ποτάμι;’’. Δεν έπεσα, και σήμερα σε αυτό το μέρος υπάρχει μια γέφυρα πολύ μεγάλη, από την οποία περνούν και αυτοκίνητα. Όποτε περνάω από εκείνη τη γέφυρα, χαμογελώ. Και όσο πιο φουρτουνιασμένο είναι από κάτω το ποτάμι, τόσο περισσότερο χαμογελώ».