Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Το “εθνικό κίνητρο” για την έξοδο από την κρίση


ΗΡΩ ΡΑΝΤΟΥ
Οι μέχρι σήμερα κυβερνητικές πολιτικές κατέδειξαν τον στρουθοκαμηλισμό του πολιτικού κόσμου ως προς την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική ιδιαιτερότητα ανέδειξε την προβληματική εφαρμογή των σπασμωδικών πολιτικών και την ανάγκη αντικατάστασής τους απο άλλες, με έμφαση σε κίνητρα και αντικίνητρα.
Πολιτικές δηλαδή που πέραν του ότι θα επιλέγονται με όρους οικονομικής αποδοτικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, θα επιτρέπουν και την απαρέγκλιτη εφαρμογή των νόμων που τις συνοδεύουν, είτε επειδή θα παρέχουν θετικούς λόγους στα υποκείμενα δικαίου να τις εφαρμόζουν είτε επειδή δεν θα προσφέρουν εναλλακτικές διόδους για την μερική ή την ολοκληρωτική καταστρατήγηση τους. Ποιά όμως είναι τα κραυγαλέα παραδείγματα στρεβλής εφαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας και απο ποια πολιτικά μέτρα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν;
Πρώτο έρχεται το μέτρο της εργασιακής εφεδρείας. Πέραν του οριζόντιου τρόπου εφαρμογής του που θέτει εξ’ορισμού εκτός εργασίας έμπειρα στελέχη και αποκλείει την αναλογική κατανομή των δημοσίων υπαλλήλων, απέτυχε πλήρως και στην πραγμάτωση του αφού μόνο 657 υπάλληλοι υπάχθηκαν σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς. Το γεγονός αυτό, καταδεικνύει την έλλειψη μεθοδικού σχεδιασμού στη κατάρτιση του μέτρου, και κυρίως την δυνατότητα παράκαμψης ενός νόμου μέσω μιας άλλης νόμιμης οδού που είναι η συνταξιοδότηση.
Προτιμότερο λοιπόν είναι η σύνδεση του μέτρου με την παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Μια τακτική και μόνιμη αξιολόγηση των επιδόσεων τους απο μια ανεξάρτητη αρχή, θα έθετε εκτός εργασίας τους λιγότερο παραγωγικούς. Εξάλλου, στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν οτι η παραγωγικότητα των Ελλήνων βρίσκεται πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τον ευρωπαικό μέσο όρο. Αυτό θα οφελούσε το κράτος διπλά καθώς δεν θα μειωνόταν μόνο το μισθολογικό κόστος αλλά θα αύξανε και την παραγωγικότητα του, προσφέροντας ποιότητα υπηρεσιών καθώς η απειλή της εργασιακής εφεδρείας θα κινητοποιούσε τους εργαζομένους να καταστούν παραγωγικότεροι.
Δεύτερο παράδειγμα είναι η συνεχής αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Η υψηλή φορολογία αποθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα, συρρικνώνει την οικονομία ενώ ενισχύει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά φορολογίας εισοδήματος και συντελεστών ΦΠΑ, ενώ η φοροδιαφυγή οργιάζει καθώς το κράτος χάνει έσοδα ύψους 13 δις ευρώ ετησίως. Στην θέση λοιπόν μιας πολιτικής που δίνει κίνητρο στη φοροδιαφυγή, θα πρέπει να σχεδιαστεί μια πολιτική μείωσης των φορολογικών συντελεστών και βελτιώσης της φοροεισπρακτικής ικανότητας του κράτους μέσω της παροχής θετικών κινήτρων. Μια γενικώς παραδεκτή πολιτική για την αποδοτικότερη είσπραξη του ΦΠΑ συγκεκριμένα, είναι η απόδοση φοροκινήτρων για την χρήση χρεωστικών καρτών και η υποχρεωτική χρήση τους για πάνω απο ένα συγκεκριμένο και χαμηλό ποσό συναλλαγών που αποτελεί εξ’όρισμού αντικίνητρο φοροδιαφυγής. Αυτό το μέτρο, καθίσταται άμεσα αποτελεσματικό και δεν επιτρέπει την σύγχυση, την χρονική καθυστέρηση και την αναποτελεσματικότητα εφαρμογής που δημιουργούν μέτρα-ημίμετρα, όπως το μέτρο της φοροκάρτας που, συν τοις άλλοις, έχει και προαιρετικό χαρακτήρα.
Στο γενικότερο τώρα πρόβλημα του χρηματισμού δημοσίων λειτουργών ως μέσο παράκαμψης οφειλών προς το ελληνικό κράτος, η θεσμοθέτηση του λεγόμενου «πριμ παραγωγικότητας» στα πλαίσια του ενιαίου μισθολογίου αποτελεί σίγουρα ενα θετικό βήμα προς την παροχή κινήτρων για υπαλλήλους με ελεγκτικές αρμοδιότητες, όμως δεν είναι αρκετό. Μια προσάυξηση της τάξης των 100-250 ευρώ μηνιαίως σε περίπτωση εκπλήρωσης συγκεκριμένων στόχων, δεν είναι συγκρίσιμη με τα τεράστια ποσά που συνεπάγεται μια δωροδοκία για την οριστική διευθέτηση οφειλών προς το κράτος. Έτσι, το μέτρο θα πρέπει να συνοδευτεί και με συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους ως απαραίτητη προυπόθεση για την παραμονή τους στην υπηρεσία. Διαφορετικά, θα απομακρύνονται στα πλαίσια μιας «μόνιμης εφεδρείας» και θα αντικαθίστανται απο άλλους μέσω διαγωνισμών. Αν μάλιστα αποδειχθεί μεγάλος ο αριθμός των υπαλλήλων που δεν εκπλήρωσαν τους στόχους, η ανάθεση της συλλογής των φόρων σε ιδιωτικές εταιρείες θα είναι το έσχατο στάδιο. Αυτά άλλωστε εμπερικλείουν τόσο την παραγωγικότητα όσο και τον παραδειγματισμό, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για την εξάλειψη της διαφθοράς.
Τέλος, έλλειψη κινήτρων εκ μέρους της ελληνικής Πολιτείας εντοπίζεται και στο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ «Εξωστρέφεια-Ανταγωνιστικότητα των Επιχειρήσεων». Παρα το γεγονός οτι αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την στήριξη των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, εντούτοις, δεν λογαριάζει κατουσίαν την ισχύουσα παραγωγική δομή της οικονομίας. Η Ελλάδα, εισάγει προιόντα αξίας 20 δις ευρώ παραπάνω απο αυτά που εξάγει. Η κοινωνία στηρίχθηκε για χρόνια στην υπέρμετρη κατανάλωση και την επενδυτική προχειρότητα παρά στην παραγωγή και την καινοτόμο δράση, όπως φανερώνει άλλωστε ο τεράστιος αριθμός εισαγωγικών εταιρειών στη χώρα. Ενώ λοιπόν με το πρόγραμμα δίνεται έμφαση στην εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, δεν προβλέπεται η αναδιάρθρωση των ήδη υπαρχόντων εισαγωγικών επιχειρήσεων προς την εξωστρέφεια, επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν ήδη τεράστια οικονομικά προβλήματα. Η στήριξη αυτών κρίνεται απαραίτητη κατά τη περίοδο της μετάβασής, και θα μπορούσε να περικλείει μέτρα-κίνητρα όπως επιδοτήσεις, δωρεάν τεχνική και συμβουλευτική βοήθεια, μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών, μηδενική φορολόγηση για τα πρώτα χρόνια μετάβασης, δωρεάν διαφήμιση μέσω της ΕΡΤ και οικονομική ενίσχυση καινοτόμων προιόντων (π.χ Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης). Η παραπάνω πολιτική θα έβρισκε ευρεία ανταπόκριση ενώ θα βοηθούσε στην αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας.
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψιν, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο τεράστιος όγκος νόμων στη χώρα ευνοεί την λανθασμένη εφαρμογή τους παρά την λειτουργικότητα τους, ενώ το επιπόλαιο περιεχόμενό τους ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς προπαρασκεύης και στρεβλής αντίληψης της ελληνικής πραγματικότητας, οδηγεί κατα το πλείστον σε αρνητικές συνέπειες. Οι πολιτικές κινήτρων-αντικινήτρων, δίνουν έμφαση στη δραστηριοποίηση των υποκειμένων δικαίου, γεγονός που δημιουργεί τις κατάλληλες προυποθέσεις για ορθή εφαρμογή τους και την αποκόμιση πολλαπλών ωφελειών για το κράτος αλλά και για τους Έλληνες πολίτες.