ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Όπως το είχαμε προβλέψει έτσι κι έγινε. Η πρώτη δημοσκόπηση μετά τη συνεύρεση του ΠΑΣΟΚ της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ, επιβεβαιώνει την άνοδο της Αριστεράς. Αντιμνημονιακής και soft. Από την άλλη το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει «φοιτητικά» ποσοστά, ενώ η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία προηγείται σταθερά αν και χάνει ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με την προηγούμενη δημοσκόπηση της GPO.
Και τα δύο κόμματα εξουσίας δεν συγκεντρώνουν πάνω από 38%, ενώ την ίδια στιγμή τα κόμματα της Αριστεράς-συμπεριλαμβανομένων και των οικολόγων- συγκεντρώνουν μεγαλύτερα ποσοστά. Κι αυτό, αν δεν κάνω λάθος, συμβαίνει για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική πολιτική ζωή της χώρας.
Τα ποσοστά των αναποφάσιστων κινούνται γύρω στο 27% και αυτό έχει τη σημασία του για τις εξελίξεις. Όπως τη δική του σημασία έχει και η «απεξάρτηση» των ψηφοφόρων από τις κατευθυντήριες γραμμές των κομμάτων. Οι ψηφοφόροι μπορεί να ακολουθούν τα κόμματα, όσοι τέλος πάντων τα ακολουθούν, αλλά πλέον αμφισβητούν πολλές από τις επιλογές τους. Είναι προφανές ότι το πολιτικό σκηνικό εισέρχεται σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας και εμφανίζει τάσεις επανασύστασης των βασικών του χαρακτηριστικών του μεγεθών. Μια πρώτη διαπίστωση, στη βάση των ευρημάτων που ασφαλώς δεν αποτελούν πρόβλεψη, είναι ότι η αυτοδυναμία καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη.
Με ιδιαίτερο προβληματισμό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί από τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, η θετική απήχηση που έχει στη κοινωνία η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Ο δείκτης εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού είναι αρκετά υψηλός, ενώ οι ψηφοφόροι εμπιστεύονται σε μεγάλο βαθμό το σχήμα στο οποίο προΐσταται ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι προφανές ότι η κοινωνία βρίσκεται σε διάσταση με εκείνα τα στελέχη των κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που υπονομεύουν τη κυβέρνηση. Αυτό θα πρέπει να το αξιολογήσουν και να το λάβουν σοβαρά οι ηγεσίες των δύο κομμάτων.
Το τελευταίο και πιο σημαντικό: Οι ψηφοφόροι έχουν πλέον πεισθεί ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις αλλά και στις απειλές που δημιουργεί το υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Και μάλιστα το κάνουν απαλλαγμένοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις και στερεότυπα που συνοδεύουν τους πολιτικούς σχηματισμούς στους οποίους ανήκουν. Το ποσοστό του 65% που θεωρεί ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας μπορούν να διαχειρισθούν αποτελεσματικότερα τα προβλήματα και να δώσουν λύσεις, προαναγγέλλει ουσιαστικά και την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού.