Επιλογή νέων διευθυντών σχολικών μονάδων.
Του Δημήτρη Τσιμούρα
Σε λίγες μέρες ξεκινά η νέα σχολική χρονιά με νέους διευθυντές στις διευθύνσεις των σχολείων. Έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί πάρα πολλά σχετικά με τις πρόσφατες κρίσεις.
Διατυπωθήκαν έντονες διαμαρτυρίες για αδικίες στη βαθμολόγηση των υποψήφιων διευθυντών από τα υπηρεσιακά συμβούλια. Σε πολλές από αυτές επισημαίνονται διάφορες παρατυπίες, ενώ σχεδόν όλες έχουν ως κοινό παρονομαστή την… αρίστευση πρώην και νυν κυβερνητικών συνδικαλιστικών στελεχών!
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, στις συγκεκριμένες αναφορές-καταγγελίες, τα υπηρεσιακά συμβούλια εμφανίζονται αποκομμένα από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση και τις βίαιες ανατροπές, που συντελούνται σε όλους τους τομείς στη χώρα μας, άρα και στην εκπαίδευση.
Νομίζω βέβαια ότι δεν χρειάζονταν οι τελευταίες κρίσεις, για να αντιληφθεί κανείς ότι τα υπηρεσιακά συμβούλια είναι κυβερνητικά όργανα και οι… κρίσεις τους γίνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι επιλεγέντες διευθυντές, πάντα στα πλαίσια του δυνατού, να υπηρετούν με συνέπεια και πάθος τις κυβερνητικές επιλογές. Όπως δεν χρειαζόταν οι τελευταίες κρίσεις, για να διαπιστώσει κάποιος ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι αιρετοί του κλάδου στοιχίζονται στην ίδια γραμμή με τους υπηρεσιακούς παράγοντες αυτών των οργάνων, κάτι που φάνηκε πιο έντονα τώρα με τις τελευταίες… κρίσεις! Οι όποιες αλληλοκαταγγελίες μεταξύ των συνδικαλιστικών στελεχών των κυβερνητικών παρατάξεων, πρώην και νυν, αποτελούν μια πράξη της γενικότερης… θεατρικής παράστασης, στην οποία είναι ταγμένοι και επιβάλλεται να παίξουν. Αυτοί αδιαλείπτως διαβιούν σε καθεστώς ασυλίας και αποτελούν προστατευόμενο είδος του συστήματος.
Επειδή διατυπώθηκαν εκ των υστέρων πολλές ενστάσεις για τη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων, για παρατυπίες κλπ, θεωρείται αυτονόητο ότι η υποβολή υποψηφιότητας για τη διεύθυνση σχολείου από κάποιο συνάδελφο έχει και την έννοια της αναγνώρισης ενός τέτοιου οργάνου. Θεωρεί τα μέλη του ικανά και άξια να τον κρίνουν. Όπως επίσης έχει και την έννοια μιας μορφής δέσμευσης ότι, εάν επιλεγεί, θα υπηρετήσει το… «νέο σχολείο», που η μορφή και οι στόχοι του είναι πλέον γνωστοί τοις πάσι. Και είναι προφανές ότι ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν θα έκαναν κάποιον διευθυντή που θα αμφισβητούσε ένα τέτοιο σχολείο!
Μέχρι τώρα συνάδελφοι που πράγματι είχαν διοικητικές ικανότητες και πραγματικό ενδιαφέρον για τη δημόσια εκπαίδευση είχαν τη δυνατότητα για κάποιους ελιγμούς και τη σχετική ευχέρεια να βοηθήσουν το σχολείο τους, ώστε να λειτουργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κρατώντας πολύ καλές ισορροπίες ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως και να σταθούν ως πρώτοι μεταξύ ίσων στο συλλογό τους.
Είναι όμως σαφές ότι σε αυτές τις κρίσεις υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες, επειδή η δομή του σχολείου αλλάζει ριζικά. Οι νέοι διευθυντές, έχοντας υπερεξουσίες έναντι του συλλόγου των εκπαιδευτικών, θα χρειαστεί να υπερασπιστούν το «νέο σχολείο». Το σχολείο της αγοράς και των μάνατζερ!
Tο σχολείο που θα βλέπει το γειτονικό του σχολείο σαν ανταγωνιστή και αντίπαλο! Το σχολείο-επιχείρηση και κράχτη διαφημίσεων! Το σχολείο στο οποίο μεταξύ των εκπαιδευτικών αλλά και μεταξύ των μαθητών θα έχει εδραιωθεί το μικρόβιο της… καχυποψίας! Το σχολείο της επιβαλλόμενης πειθαρχίας και όχι της συνειδητής! Το σχολείο της υποκρισίας, που θα απαγορεύει-και καλά θα κάνει- το κάπνισμα αλλά θα θεωρεί έκφραση ελευθερίας τη χρήση του… χασίς! Το σχολείο-εχθρό της σκέψης του μαθητή. Το σχολείο που θα εκβράζει εκπαιδευτικούς και μαθητές, εάν δεν βαδίζουν στη ρότα του χορηγού-επιχειρηματία, τους οποίους σύντομα θα δούμε να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια!
Θα κληθούν με μία λέξη να υπερασπίσουν το «νέο σχολείο της βαρβαρότητας»!
Κάθε λογική σκέψη λοιπόν καταλήγει ότι τα υπηρεσιακά συμβούλια «χτίστηκαν» για να επιλέξουν τους… αξιότερους γι αυτόν το σκοπό διευθυντές. Επομένως με αυτήν τη λογική λειτούργησαν. Κατά συνέπεια οι αιτιάσεις πολλών υποψηφίων και μη ότι βρέθηκαν πολλοί άξιοι έξω από το παιχνίδι κατά τη γνώμη μου δεν έχουν βάση. Είναι αυτονόητο. Όταν χαρακτηρίζουμε κάποιο ως άξιο, είναι απαραίτητο να πούμε σε τι είναι άξιος.
Και βέβαια θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο ως χώρα, αν δεν υπήρχε ένα ολόκληρο οικοδόμημα, που να περνά και να στηρίζει αυτήν την πολιτική; Οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές δεν αποτέλεσαν και δεν αποτελούν τη βάση αυτού του οικοδομήματος; Δεν είναι αφελές να πιστεύει κάποιος ότι εδώ οδηγήθηκαν τα πράγματα από έναν πρωθυπουργό, πέντε υπουργούς και από τους βουλευτές του «ναι σε όλα»;
Άρα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτό το σχολείο μπορούν να το υπηρετήσουν και να το υπερασπιστούν με τον καλύτερο τρόπο αυτοί που χρόνια τώρα υπερασπίζονται την πολιτική των κυβερνήσεων της τελευταίας εικοσαετίας με θαυμαστή συνέπεια. Και αυτοί βέβαια δεν είναι άλλοι από τους εκάστοτε κυβερνητικούς συνδικαλιστές και όσους συνοδοιπορούσαν και συνοδοιπορούν μαζί τους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που… «αρίστευσαν» οι εν λόγω συνάδελφοι, χωρίς όμως να είναι και ο μοναδικός. Η στήριξη από τη μεριά τους των κυβερνητικών επιλογών με θαυμαστή συνέπεια, επί τόσα χρόνια δεν θα έπρεπε να επιβραβευθεί; Η τοποθετησή τους επομένως σε μία διευθυντική θέση και μάλιστα πρώτης επιλογής -εκτός εάν δεν την εξασφαλίζει ούτε το… άριστα του υπηρεσιακού συμβουλίου-αποτελεί και μια μορφή αντιπαροχής στις εν λόγω προσφερόμενες υπηρεσίες! Και φυσικά μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των ανατροπών αδιαφόρησαν και αδιαφορούν παντελώς για το κοινό αίσθημα, το οποίο με τις επιλογές τους το προκαλούν χαρακτηριστικά.
Και ας επισημανθεί ότι οι εν λόγω… αξιολογήσεις αποτελούν προάγγελο των αξιολογήσεων των εκπαιδευτικών, οι οποίες βέβαια θα συνδέονται άμεσα και με τη μισθολογική τους εξέλιξη! Αυτό σημαίνει ότι θα κληθούν, έχοντας πάνω από το κεφάλι τους τη δαμόκλεια σπάθη της μισθολογικής εξάρτησης, να υπηρετήσουν το «νέο σχολείο» Θα υπάρξει ένας χωρίς όρια πειθαναγκασμός των εκπαιδευτικών, ώστε να… στοιχηθούν πίσω από τους σκοπούς και τους στόχους αυτού του «σχολείου».
Φυσικά δεν θα είχε βάση να υποστηρίξει κάποιος ότι όλοι όσοι έγιναν διευθυντές είναι απόλυτα αρεστοί της διοίκησης και των υπηρεσιακών συμβουλίων, στερούμενοι πραγματικής αξίας. Κάποιους τους έκαναν επειδή εξάντλησαν τις επιθυμητές επιλογές, επειδή ο αριθμός των… « άξιων και με τη… βούλα» δεν ήταν ικανός να καλύψει τις υπάρχουσες θέσεις. Όμως όλοι θα κληθούν να υπερασπίσουν και να υπηρετήσουν το «νέο σχολείο», το οποίο-ας μη μας διαφεύγει- θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία της νέας εξαθλιωμένης κοινωνίας, που οραματίζεται η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές! Όπως και το σημερινό –και αυτό να μην μας διαφεύγει- συνέβαλε τα μέγιστα, για να οδηγηθούμε ευκολότροπα στη σημερινή κατάσταση. Γι αυτό οι ανάγκες του νέου σχολείου απαιτούν και διευθυντές «νέου τύπου» και άλλης… λογικής. Αυτός είναι και ο λόγος που λαμβάνεται ελάχιστα υπ’ όψιν η διευθυντική εμπειρία στον υπολογισμό των μετρήσιμων μορίων –αυτό σε πρώτη ανάγνωση προκαλεί έκπληξη- ενώ παίζουν κυρίαρχο ρόλο οι μεταπτυχιακοί τίτλοι, που χωρίς να αμφισβητείται η αξία τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν στην πράξη τεκμήριο για τη διοίκηση ενός σχολείου.
Κάποιοι υποψήφιοι, που δεν είχαν το αποτέλεσμα που ανέμεναν, ισχυρίστηκαν, εκ των υστέρων όμως, ότι έκαναν την αίτηση απλώς για, να «ξεσκεπάσουν» το υπηρεσιακό συμβούλιο. Όποιος γνωρίζει τα πράγματα θα διαφωνήσει κατηγορηματικά με το εν λόγω «επιχείρημα». Αυτοί που επιθυμούσαν μία διευθυντική θέση όφειλαν να γνωρίζουν ότι τα υπηρεσιακά συμβούλια είναι από πολύ καιρό «ξεσκέπαστα». Ούτε με διάφανο πέπλο δεν είναι πλέον καλυμμένα! Τα δε μέλη τους –πλην ελαχίστων περιπτώσεων αιρετών- ποτέ δεν έδειξαν να έχουν γι αυτό κάποιο πρόβλημα ούτε και κάποια ηθική αναστολή.
Βέβαια υπάρχουν εύλογα ερωτήματα. Εάν δεν έκαναν αιτήσεις αυτοί που κατά κοινή ομολογία είχαν διευθυντικές δυνατότητες, δε θα άφηναν τους κυβερνητικούς συνδικαλιστές και άλλους παρατρεχάμενους να «αλώσουν» όλες τις διευθυντικές θέσεις; Δεν θα ήταν καλύτερο να υπάρχουν περισσότεροι πραγματικά άξιοι σε αυτές τις θέσεις; Μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος τη διάθεση προσφοράς ορισμένων συναδέλφων υποψηφίων διευθυντών;
Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη διάθεση προσφοράς κάποιων συναδέλφων. Όμως ακόμη και αυτοί που δεν τους «χρωστούν», που δεν έδωσαν «γην και ύδωρ» για μία διευθυντική θέση, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν στη ρότα του «νέου σχολείου», το οποίο σύντομα θα δούμε και στην πράξη.
Συνεπώς, οι εν λόγω συνάδελφοι θα βρεθούν μπροστά στο δίλημμα. Ή να ενσωματωθούν στη λογική αυτού του «σχολείου» ή να σταθούν δίπλα σε κείνους που θα πουν και πρέπει να πουν ΟΧΙ!
Ίδωμεν!