Απάντηση της Ευρ. Επιτροπής σε ερώτηση του Ευρωβουλευτή Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά
«Οι επιστημονικές παραδόσεις εξακολουθούν να κυριαρχούνται από παραδοσιακά ανδροκρατούμενα πρότυπα και συνήθειες σταδιοδρομίας. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη μισθολογικών διαφορών, στερεοτύπων, επιλογών γνωστικών πεδίων και, μερικές φορές, τα μεροληπτικά κριτήρια αξιολόγησης της ερευνητικής ποιότητας αποκαλύπτουν διάφορα προβλήματα για τα οποία απαιτείται επέμβαση δεδομένου ότι η πρόοδος προς την ισότητα των φύλων είναι αργή και δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη», ανέφερε η Επίτροπος, κα Γκέγκεν - Κουίν, αρμόδια για θέματα Έρευνας, Καινοτομίας και Επιστήμης, απαντώντας σε ερώτηση του Ευρωβουλευτή της ΝΔ, Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά.
Με την ερώτησή του, ο Έλληνας Ευρωβουλευτής θέλησε να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους πολλές γυναίκες εξακολουθούν να διατηρούν διστακτική στάση απέναντι στην έρευνα καθώς επίσης και τις δράσεις που είναι διατεθειμένη να αναλάβει η Ευρ. Επιτροπή για την επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου του 40% της συνολικής συμμετοχής των γυναικών σε ερευνητικά ευρωπαϊκά προγράμματα.
Παρά τις θετικές τάσεις τα τελευταία έτη, η ίση συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην έρευνα εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική έλλειψη κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων-πλαίσιο για την έρευνα (ΠΠ). Παρόλο που το 7ο ΠΠ συνέβαλε στην ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών στην επιστημονική έρευνα, η συνολική συμμετοχή των ερευνητριών δεν έφθασε τον επιδιωκόμενο στόχο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το γεγονός ότι η γυναικεία συμμετοχή ποικίλλει ανάλογα με το αντικείμενο της έρευνας και το είδος των αρμοδιοτήτων. Για παράδειγμα, παρατηρείται μεγαλύτερη συμμετοχή γυναικών στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (άνω του 30%) και λιγότερη σε θέματα νανοτεχνολογίας, ενέργειας, διαστήματος (κάτω του 20%). Γυναίκες νεότερης ηλικίας δείχνουν πιο διαθέσιμες να συμμετάσχουν σε ερευνητικά προγράμματα, απασχολούνται όμως κατά κύριο λόγο, σε πρωτοβουλίες μικρότερης εμβέλειας και συχνά περιορίζονται σε διοικητικά και επικοινωνιακά καθήκοντα.
Στην απάντησή της, η αρμόδια Επίτροπος υπογράμμισε ότι αποδίδεται μεγάλη σημασία στην αύξηση της γυναικείας συμμετοχής στα ερευνητικά προγράμματα και συλλέγει στοιχεία παρακολούθησης, που δημοσιεύονται στη μελέτη «She Figures». Με βάση τη συγκεκριμένη έκδοση, η Επιτροπή πραγματοποιεί έρευνα με στόχο την εξέταση των ζητημάτων στα οποία οφείλεται η μόνιμη υποεκπροσώπηση των γυναικών, αφενός στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα και αφετέρου στην επιστήμη και την έρευνα, γενικότερα στην Ευρώπη. Στόχος της ήταν, μεταξύ άλλων, να δοθούν κατευθύνσεις στη διαμόρφωση πολιτικής σχετικά με την ισότητα των φύλων και την επιστήμη και να καθοριστούν μελλοντικές ερευνητικές προτεραιότητες, ιδίως μέσω καλών πρακτικών και ανάλυσης των κενών σε διάφορα ερευνητικά θέματα.
Πιο συγκεκριμένα για την ανάληψη δράσεων, η κα Γκέγκεν - Κουίν ανέφερε ότι η Ευρ. Επιτροπή:
«- θα υλοποιήσει πλήρως τον στόχο συμμετοχής ποσοστού 40% γυναικών σε όλες τις επιτροπές αξιολόγησης και τις συμβουλευτικές επιτροπές και θα επιδιώξει την στήριξη των κρατών μελών για την επίτευξη του εν λόγω στόχου και για τις επιτροπές προγραμμάτων,
- θα δρομολογήσει νέες αναλύσεις με την υποστήριξη κρατών μελών και ερευνητικών ιδρυμάτων για τον προσδιορισμό, μέχρι το τέλος του 2011, των πολιτιστικών παραγόντων και καταστάσεων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της συμμετοχής ερευνητριών, καθώς και των μέτρων αντιμετώπισής τους,
- θα ενισχύσει την παρακολούθηση σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής των έργων,
-στο πλαίσιο των Δράσεων «Μαρία Κιουρί», θα ενισχύσει τον ρόλο ειδικής ομάδας επανεκκίνησης της σταδιοδρομίας, βοηθώντας τις γυναίκες που επιθυμούν να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στην έρευνα μετά από διακοπή, για παράδειγμα λόγω άδειας μητρότητας».
Με αφορμή την απάντηση της Επιτρόπου, ο κος Τσουκαλάς δήλωσε:
« Η χώρα μας παρουσιάζει ικανοποιητικό ποσοστό γυναικών που απασχολούνται στον τομέα της επιστήμης (37%), ακολουθώντας την Πορτογαλία (44%), σε συνάρτηση με τη συνολική γυναικεία απασχόληση. Ωστόσο, παρά την αυξημένη συμμετοχή τους σε ορισμένες κατηγορίες, οι Ελληνίδες εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη παρουσία στις Φυσικές Επιστήμες και την Τεχνολογία καθώς και σε ανώτερες διοικητικές θέσεις. Το 2009, οι γυναίκες καταλάμβαναν μόλις το 14,4% των μονίμων θέσεων στα Πανεπιστήμια. Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι πολλά ακόμα χρειάζονται αλλαγή και βελτίωση. Ακόμα και στις ημερές μας, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των γυναικών που έρχονται αντιμέτωπες με το δίλημμα «έρευνα ή οικογένεια» και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την ερευνητική τους καριέρα για να αποκτήσουν οικογένεια ή αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια στην επανένταξη τους μετά από διακοπή της δράσης τους. Τα υπάρχοντα κίνητρα φαίνεται ότι δεν επαρκούν. Πρέπει να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες για την καλύτερη ένταξη των γυναικών στην έρευνα ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ασκήσει ηγετικό ρόλο, με την ενεργή συνδρομή, πάντα, και των κρατών μελών και να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος του 40%».