Του ΦΙΛΗ ΚΑΪΤΑΤΖΗ
Μυστικές από τους πολίτες οι όποιες μετρήσεις έχουν γίνει από τον ΕΦΕΤ για τα επίπεδα διοξινών σε τομείς τυποποιημένων προϊόντων ή κηπευτικών και άλλων ειδών διατροφής, καθώς, εκτός από το επίσημο site που είναι γυμνό από ανάλογη πληροφόρηση, η ηγεσία του αρνήθηκε να δώσει στοιχεία.
Μόνο σε επίσημες αρχές μπορούμε να δώσουμε, δήλωσε ο αντιπρόεδρος του ΕΦΕΤ κ. Ράλλης στη Ναταλία Τσιγαρίδου, υπεύθυνη του Δικτύου Δράσης Καταναλωτών τής Greenpeace, χωρίς να μπει καν στον κόπο να καταλάβει ότι δεν αφορά το ζήτημα αυτό μια οργάνωση αλλά την πολιτεία, τους πολίτες, που μένουν «γυμνοί» από ενημέρωση και εγκληματικά απροστάτευτοι απέναντι σε προβλήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία.
Ενα μόνο απλό δελτίο Τύπου στο site του υπουργείου Υγείας (προϊσταμένη αρχή του ΕΦΕΤ) δίνει και το μέγεθος του... ενδιαφέροντος του κράτους σχετικά με το διατροφικό σκάνδαλο που προέκυψε στη Γερμανία: «Ο υπουργός ΥΚΑ κ. Ανδρέας Λοβέρδος και ο υφυπουργός κ. Χρήστος Αηδόνης έδωσαν εντολή στον ΕΦΕΤ να διενεργηθεί αμέσως ο απαιτούμενος έλεγχος στα σχετικά προϊόντα, που ενδεχομένως έχουν εισαχθεί στη χώρα μας και προς πάσα κατεύθυνση». Ουάου!
Δεν είστε καλοπροαίρετοι, μπορεί να πει ο υπουργός για τα σχόλιά μας. Δώστε μας ένα εύλογο χρονικό περιθώριο έως ότου ολοκληρώσουμε την έρευνά μας, μπορεί πάλι να πει ο απρόσωπος ΕΦΕΤ.
Να το κάνουμε κύριοι, αλλά πείτε μας: Είναι μυστικό το είδος, πού και πόσες μετρήσεις έχουν γίνει στη χώρα μας εδώ και δώδεκα χρόνια από τότε (1999) που ξέσπασε το διατροφικό σκάνδαλο με τις διοξίνες; Αποδείξτε μας εμπράκτως ότι οι υπηρεσίες του κράτους δεν έμειναν σε ευχολόγια, αλλά προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες μετρήσεις χαρτογραφώντας και τις πηγές διοξινών στο τόπο μας.
«Η Ελλάδα δεν έχει πολιτική για την εξάλειψη των διοξινών, δεν έχει ξεκάθαρη πολιτική και φαίνεται να υπάρχει άγνοια του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος» δήλωσε ο Νίκος Χαραλαμπίδης, διευθυντής τής Greenpeace.
«Υστερα από παρεμβάσεις μας, είπε (μεταξύ των οποίων μετρήσεις σε μητρικό γάλα, μετρήσεις σε στάχτες από χωματερές), η Ελλάδα απέκτησε δύο εργαστήρια (στο Δημόκριτο και το Εθνικό Αστεροσκοπείο αντίστοιχα), τα οποία έχουν τη δυνατότητα μέτρησης των διοξινών. Αυτό που δεν έχει αποκτήσει ακόμα η χώρα μας είναι εθνική στρατηγική για τη μείωση των διοξινών (εντοπισμός των πιο σημαντικών πηγών, λήψη μέτρων, συστηματικές μετρήσεις για αξιολόγηση των μέτρων). Πρώτο βήμα αποτελεί η καταγραφή των κύριων πηγών διοξινών στην Ελλάδα. Αξίζει να πούμε ότι -σύμφωνα με σχετικές εργαστηριακές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για λογαριασμό τής Greenpeace- κυριότερη πηγή διοξινών στη χώρα μας είναι οι χωματερές! Δυστυχώς, η απουσία συστηματικής καταγραφής δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε ένα παράδεισο που απειλείται μόνο από τις εισαγόμενες διοξίνες».
Τα τελευταία χρόνια ο ΕΦΕΤ ανακοινώνει ότι πραγματοποιεί αναλύσεις για διοξίνες στην ελληνική αγορά. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων όμως δεν δημοσιοποιούνται, αλλά παραμένουν στα αρχεία του ΕΦΕΤ και του εργαστηρίου όπου πραγματοποιήθηκαν. Με αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει διαφάνεια και ολοκληρωμένη ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με την ανίχνευση ή μη διοξινών στην Ελλάδα, μας εξήγησε η Ναταλία Τσιγαρίδου, που μας αναφέρει δυνατές περιπτώσεις σημαντικής ρύπανσης τροφίμων από διοξίνες, όπως τις έχει καταγράψει η περιβαλλοντική οργάνωση.
1989 - Ολλανδία
Το 1989 βρέθηκε ότι το γάλα σε μια περιοχή της Ολλανδίας ήταν εξαιρετικά επιβαρημένο με διοξίνες. Πηγή των διοξινών ήταν το παρακείμενο εργοστάσιο καύσης αποβλήτων. Για χρόνια, το ρυπασμένο γάλα μαζευόταν και καταστρεφόταν στον ίδιο αποτεφρωτήρα που προκαλούσε το πρόβλημα! Ανιχνεύτηκαν τότε 13,5 πικογραμμάρια διοξίνης ανά γραμμάριο γάλακτος. Λόγω αυτού του συμβάντος (υπόθεση Lickebaertpolder), η ολλανδική κυβέρνηση έθεσε ως όριο για τις διοξίνες στο λίπος του γάλακτος τα 6 pg. Παρ' όλο που τα εργοστάσια καύσης ξόδεψαν έκτοτε εκατομμύρια φιορίνια τότε για βελτίωση των μέτρων ασφαλείας, οι παρακείμενοι στα εργοστάσια πληθυσμοί συνεχίζουν να εκτίθενται, ακόμη και σήμερα, σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα διοξινών.
1990 - Αυστρία
Ενα σκάνδαλο ξέσπασε στο χωριό Brixlegg της επαρχίας Τιρόλου της Αυστρίας, όταν μετρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών σε αγελαδινό γάλα της περιοχής (520-1.420 pg TEQ / λίτρο γάλακτος). Καθώς η ανεκτή πρόσληψη διοξίνης στην Αυστρία είναι 1 pg ανά κιλό βάρους ανά μέρα, η κατανάλωση του γάλακτος θεωρήθηκε επικίνδυνη κυρίως για τα παιδιά και τις εγκύους. Πηγή των διοξινών ήταν ένα παρακείμενο εργοστάσιο ανακύκλωσης χαλκού. Το πρόβλημα ήταν ότι μαζί με τα καλώδια χαλκού που ανακυκλώνονταν, καιγόταν και το πλαστικό περίβλημα από PVC, το οποίο επειδή περιέχει χλώριο, αποτελεί πηγή έκλυσης διοξινών.
1993 - Βρετανία
Γάλα και βόειο κρέας από τρεις φάρμες δεν επιτράπηκε να πουληθεί στην αγορά επειδή ανιχνεύθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών που προέρχονταν από τη χημική βιομηχανία Coalite Chemicals.
1997 - Αρκανσο, ΗΠΑ
2.000 εργάτες πτηνοτροφείων στο Αρκανσο χρειάστηκε να μείνουν στα σπίτια τους μέχρι να διαπιστωθεί αν τα επίπεδα διοξίνης στους χώρους δουλειάς τους ήταν κάτω από τα νέα όρια που θέσπισε η Αμερικανική Υπηρεσία Περιβάλλοντος (ΕΡΑ).
1998 - Γαλλία
Τρεις δημοτικοί αποτεφρωτήρες απορριμμάτων στην περιοχή της πόλης Lille κοντά στο Βέλγιο έλαβαν εντολή να κλείσουν τον Ιανουάριο του 1998, όταν ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα διοξίνης σε γάλα αγελάδων που έβοσκαν στην περιοχή.
1997-99 - Ευρωπαϊκή Ενωση/Βραζιλία
Τον Μάρτιο του 1998, η Ευρωπαϊκή Ενωση απαγόρευσε τις εισαγωγές πούλπας κίτρου από τη Βραζιλία. Η πούλπα κίτρου, που χρησιμοποιείται για ζωοτροφές, είχε αναμιχθεί με απόβλητα της χημικής βιομηχανίας Solvay, η οποία παράγει χλωριωμένα προϊόντα. Αποτέλεσμα της ανάμιξης αυτής ήταν να ανιχνευτούν υψηλά επίπεδα διοξινών στις ζωοτροφές που εξήχθησαν στην Ευρώπη. Οι ζωοτροφές διανεμήθηκαν σε 291 διαφορετικούς προορισμούς σε 11 ευρωπαϊκές χώρες (ανάμεσά τους η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ελβετία, η Γαλλία, η Σουηδία και η Φινλανδία).
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε όταν αναλύσεις σε γάλα και βούτυρο στη Γερμανία έδειξαν υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών. Τα επίπεδα διοξίνης στη ζωοτροφή ήταν 5,6-7,1 pg Ι-TEQ/g (110-140 φορές λιγότερο δηλαδή από την περίπτωση του σκανδάλου στο Βέλγιο). Με αφορμή το σκάνδαλο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ενωση εξέδωσε στις 24-7-98 την Οδηγία 98/60, όπου ορίζει ως αποδεκτό όριο διοξίνης στις ζωοτροφές (και συγκεκριμένα στην πούλπα κίτρου) το όριο ανίχνευσης των διοξινών δηλαδή το 0,5 pg Ι-TEQ/g.
1999 - Βέλγιο
Το πρόβλημα με τις διοξίνες στα κοτόπουλα και τα παράγωγα προϊόντα (αυγά και προϊόντα που περιέχουν αυγό) εντοπίστηκε τον Ιανουάριο 1999, όταν Βέλγοι πτηνοτρόφοι παρατήρησαν μειωμένη παραγωγή αυγών από τα πουλερικά τους. Οι πρώτες αναλύσεις έδειξαν την παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων διοξινών στη ζωοτροφή που χρησιμοποιήθηκε. Οι διοξίνες αυτές πέρασαν στα κοτόπουλα και τα αυγά. Σύμφωνα με τις αναλύσεις, οι μέγιστες συγκεντρώσεις διοξινών στο λίπος των κοτόπουλων είναι 170-1.460 φορές πάνω από τις συνήθεις, ενώ στα αυγά 80-3.425 φορές πάνω από τις συνήθως μετρούμενες σε ευρωπαϊκές χώρες. Σε ό,τι αφορά την παρουσία διοξινών στην επίμαχη ζωοτροφή, αυτή μετρήθηκε 1.562 φορές πάνω από το όριο της Ε.Ε. Το σκάνδαλο οδηγεί την κυβέρνηση σε παραίτηση.
2004 - Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία
162 φάρμες σε Ολλανδία, Βέλγιο και Γερμανία έκλεισαν προσωρινά, όταν διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποίησαν προϊόν ζωοτροφής με πατάτα στο οποίο ανιχνεύθηκαν διοξίνες. Απαγορεύτηκε η διάθεση στην αγορά των ζώων από τις φάρμες αυτές ως προληπτικό μέτρο και μέχρι την ολοκλήρωση των ελέγχων.
2006 - Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία
Οι αρχές στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία έκλεισαν αρκετές εκατοντάδες φάρμες εκτροφής χοίρων και πουλερικών μετά την ανίχνευση διοξινών σε ζωοτροφές.
2010 - 2011 - Γερμανία
Πάνω από 4.700 φάρμες εκτροφής χοίρων και πουλερικών έκλεισαν προληπτικά στη Γερμανία όταν στις ζωοτροφές που χρησιμοποιούσαν ανιχνεύθηκαν διοξίνες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το σκάνδαλο κοστίζει στη βιομηχανία τροφίμων 60.000 ευρώ εβδομαδιαία. Οι διοξίνες προέρχονταν από βιομηχανικά έλαια που χρησιμοποιήθηκαν στις ζωοτροφές.
«Ελευθεροτυπία»