Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Βασίλειος Κωνσταντινίδης –Νυμφόπετρα: Πως επιβιώσαμε μέσα από τα χαλάσματα. Τα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή μου.

Όταν ακούς τον συνομιλητή σου να σε αφηγείται γεγονότα και καταστάσεις που έχει βιώσει, οφείλεις να αφουγκράζεσαι με μεγάλη προσοχή τα όσα διηγείται, ώστε να αποτυπώσεις με κάθε ακρίβεια τα όσα σου εξιστορεί. Τέτοιου είδους αφηγήσεις έχουν και την ιστορική τους διάσταση αφού πρόκειται για πρόσωπα που έζησαν σε μια ταραγμένη περίοδο της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας.

Ο κ. Βασίλης Κωνσταντινίδης κάτοικος Νυμφόπετρας γεννημένος την περίοδο του μεσοπολέμου μας αφηγείται τα παιδικά του χρόνια, την Γερμανική κατοχή, την εγκατάλειψη του χωριού του κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, την μεταστέγαση της οικογένειας του σε άλλη περιοχή, την φυγή του στην ξενιτιά αλλά και την συγκινητική επίσκεψη στο σπίτι των παππούδων του στην Τραπεζούντα του Πόντου.

Ξεκινώντας από την γενέτειρα του το Κοκκινοχώρι, ( Παλιό όνομα Τσεσμέ μαχαλά που υπάγονταν στην κοινότητα Προφήτη) ο κ. Βασίλης μας είπε: «Γεννήθηκα στο Κοκκινοχώρι στις 20 Ιουνίου του 1935. Ήμουν μικρός αλλά θυμάμαι πολύ καλά όταν ήρθαν οι Γερμανοί κατακτητές και μας έκαναν επίταξη τρόφιμα και ζώα. Τα πήραν όλα και εμείς δεν είχαμε να φάμε. Δυο φόρες ήρθαν γερμανικά περίπολα από τον Ασκό για να δουν αν υπάρχουν αντάρτες στην περιοχή. Εμείς τότε στην Γερμανική κατοχή δεν είχαμε αντάρτες του ΕΛΛΑΣ. Αντάρτες υπήρχαν στο ορεινό όγκο του Βερτίσκου. Όταν μας κάμνανε επίταξη οι Γερμανοί στα τρόφιμα και στα ζώα περάσαμε δύσκολες στιγμές. Για να κάνουμε κάτι σαν αλεύρι μαζεύαμε αγριάδα, την ξεραίναμε και την πηγαίναμε στο μύλο για να τη κάνουμε αλεύρι. Θυμάμαι είχαμε πολλούς νερόμυλους κατά μήκος του ποταμού που είχε παρά πολύ νερό και πολλά ψάρια.

Κοκκινοχώρι: Πέτρινα απομεινάρια...


Πότε έγινε η εγκατάλειψη του χωριού και γιατί;

"Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μας είπαν να φύγουμε. Έγινε μια συμπλοκή μεταξύ ανταρτών και κατοίκων του χωριού όπου τραυματίστηκε ο Χαράλαμπος Μητσόγλου.  Οι αντάρτες τα πολυβόλα τα είχαν στήσει στο αλώνι νότια του χωριού ,στο αλώνι του Γιαννακίδη όπως το λέγανε. Τρεις ήταν οι αντάρτες που κτύπησαν το χωριό. Ο Λυκούργος, ο Λεωνίδας και ο Τσιότρας. Την δεύτερη φορά που ήρθαν οι αντάρτες ήταν 300. Ο Παπάς από το Σχολάρι που ήταν Καπετάνιος, είπε στους κατοίκους να φύγουν για να γλυτώσουν.  Με 15 όπλα δεν μπορείτε να αντιμετωπίσετε τους αντάρτες που έχουν πολυβόλα τους είπε.  Έτσι το 1946  αναγκαστήκαμε και εγκαταλείψαμε το χωριό. Μετά την προσφυγιά των γονιών μας από τις αλησμόνητες πατρίδες ζήσαμε ακόμη μια προσφυγιά μέσα στην πατρίδα μας. Σκορπίσαμε σε διάφορες περιοχές, άλλοι πήγαν στην Κατερίνη όπως οι οικογένειες Μυστακίδη, Κιόρογλου και Κωνσταντινίδη στον Λαγκαδά η οικογένεια Μουρατίδη και άλλες οικογένειες στη Παλιά Νυμφόπετρα(Τσαλί Μαχαλά)."

Σχολείο πήγατε;

"Τις πρώτες τάξεις τις έκανα στο Κοκκινοχώρι και συνέχισα στο Στίβος όπου είχαμε εγκατασταθεί  Στο Στίβος δασκάλα είχαμε την Σούζη. Ήταν πάρα πολύ καλή. Ήταν από την Θεσσαλονίκη, πέρασε και αυτή δύσκολες καταστάσεις στο χωριό την περίοδο εκείνη . Αγάπησε το χωριό και πριν πεθάνει ζήτησε να ταφή στο Στίβος. Η επιθυμία της έγινε σεβαστή και τάφηκε στο χωριό."

Η οικογένεια σας είπατε ότι εγκαταστάθηκε στο Στίβος. Εκεί πως ήταν ζωή;

 "Έρχονταν οι αντάρτες τα βράδια και μας έπαιρναν ότι εύρισκαν. Τρόφιμα, ρούχα και ότι άλλο ήθελαν. Φόβος και τρόμος. Από νωρίς  κλεινόμασταν μέσα στα σπίτια. Τα πολυβόλα έριχναν συνέχεια. Που να βγούμε έξω.   Μια βραδιά ήρθαν  πάλι οι αντάρτες, η μάνα μου είχε κάνει εγχείρηση σκωληκοειδίτιδα. Εγώ και τα δυο αδέρφια μου κάναμε ότι κοιμόμασταν, ο αντάρτης  φωνάζει την μάνα μου τον δώσει κάλτσες, κουκούλες και γάντια.  Εκείνο το βραδύ την μεγάλη μου την αδελφή την Κυριακή  ο πατέρας μου  την έκρυψε μέσα στο φούρνο για να μη την πάρουν μαζί τους οι αντάρτες και εκείνος κρύφτηκε μέσα στα τριφύλλια στην αποθήκη. Στο μεταξύ τα πολυβόλα έριχναν συνεχεία γίνονται χαλασμός. Έκαψαν ένα αυτοκίνητο και ένα σπίτι το βράδυ εκείνο. Την άλλη μέρα ο πατέρας μου πήρε την αδελφή μου και την πήγε στη Θεσσαλονίκη σε ένα συγγενικό σπίτι. Μετά από δυο εβδομάδες ήρθαν πάλι για να πάρουν την αδελφή μου έχοντας στα χέρια τους κατάσταση με ονόματα. Εγώ και τα αδέλφια μου ήμασταν στο κρεβάτι. Ο αντάρτης μας έδωσε καραμέλες και ψιθυριστά είπα στα αδέλφια μου μην τις φάνε γιατί έχουν δηλητήριο. Είπαμε στους αντάρτες ότι η αδελφή μας είναι στη Θεσσαλονίκη και μαθαίνει μοδίστρα και έτσι  γλύτωσε. Μια ξαδέλφη μας την κακοποίησαν και την πήραν μαζί τους. Τι να πω, περάσαμε πολλά."

 Από το χωριό σας περνούσε και το τρενάκι του Λαγκαδά. Τί θυμάσαι;

" Το τρένο έκανε δρομολόγια από τον Λαγκάδα μέχρι  Σταυρό. Εδώ είχε μια στάση που την έλεγα η στάση του Πάφραλου. Ο πάφραλους είχε ένα περιβόλι και πουλούσε διάφορα ζαρζαβατικά και φρούτα. Το τρένο εδώ σταματούσε και έβαζε νερό στην ατμομηχανή. Ο κόσμος έκανε αγορές από το κτήμα και έφευγε πάλι με το τρένο. Εγώ ανέβαινα και κατέβαινα τα βαγόνια παίζοντας.  Αργότερα οι αντάρτες ανατίναξαν το τρένο και από τότε σταμάτησε να περνά."

Όταν μεγαλώσατε ξεκινάτε να  μαθαίνετε τέχνες. Ποιες ήταν αυτές;

"Η πρώτη τέχνη ήταν γανωτής . Ήταν ένας μάστορας γανωτής στη Περιστερώνα και εκεί έμαθα την τέχνη του γανωτή. Στην αρχή έτριβα με άμμο τα μπακίρια και μετά γίνονταν το γάνωμα.  Τα περνούσε μέσα από ρευστό καλάι.  Οι Βλάχοι είχαν πολλά μπακίρια και όλα ήθελαν γάνωμα. Τότε όλα ήταν μπακίρια, μετά βγήκαν του αλουμινίου τα σκεύη. Έπαιρνα ένα καλό χαρτζιλίκι. Μετά δούλεψα σαν κτίστης σε διάφερες δουλειές και στις γέφυρες του δρόμου όπου κάναμε τοιχία. Με το τενεκέ κουβαλούσα λάσπη για το κτίσιμο σπιτιών. Έμαθα και την τέχνη του κουρέα. Στη Γερμανία όταν πήγα κούρευα. Πήγα να κουρευτώ σε ένα κουρείο και είχε πολύ κόσμο. τους είπα να σας βοηθήσω και δέχθηκαν . Όλοι έμεινα ευχαριστημένοι από το κούρεμα που τους έκανα. Είπαν να με πληρώσουν αλλά δεν δέχτηκα…"

Το 1952 ήμουν 17 χρονών, όταν πήγα στα Λαγκαδίκια να μάθω την τέχνη του καροποιού με μάστορα τον Πετρίδη Χρήστο. Για δυο χρόνια έμενα εκεί και έμαθα καλά την τέχνη.

Μετά ήρθα στη Νυμφόπετρα και άνοιξα  καροποιείο  σε οικόπεδο που είχε ο πατέρας μου. Είχα πάρα πολύ δουλειά. Έφτιαχνα, κάρα, αλέτρια, ινία, τσεκούρια, τσάπες και ότι είχαν ανάγκη οι άνθρωποι της αγροτιάς. Ήταν τόσοι πολύ η δουλειά που πήρα και άλλους μαστόρους καροποιούς. Τον Θανάση Τσουτσούλη  και τον Απόστολο Κοκότα από το Σχολάρι. Φάλαγγα τα καρά και τρία άτομα δεν μπορούσαμε να  προλάβουμε να τα επισκευάσουμε."

Τι έγινε και μετά από δέκα χρόνια το κλείσατε το Καροποιείο;

"Βγάζαμε πολλά λεφτά αλλά πολλά ήταν τα βερεσέδια. Πολλοί δεν πλήρωναν και αναγκάστηκα να το κλείσω και να φύγω με την οικογένεια μου στη Γερμανία."

Στη Γερμανία πότε φύγατε και τι δουλειές κάνατε;

"Το 1970 έφυγα με την οικογένεια μου στη Γερμανία. Στην αρχή δούλεψα σε χυτήρια. Είχε καλά χρήματα αλλά  η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη. Μεγάλες οι θερμοκρασίες καίγονταν τα ρούχα μας . Κόκκινη λάβα. Μετά από οκτώ μήνες έφυγα και δούλεψα για λίγο σε λαχαναγορά. Μετά μαζί με ένα φίλο μου από την Αλεξανδρούπολη πήγαμε να ζητήσουμε δουλειά στο εργοστάσιο KALE . Εκεί στην αρχή μας αρνήθηκαν αλλά μετά μια καλή κυρία μας πήρε. Εγώ δούλεψα εκεί 25 χρόνια και μετά πήρα πρόωρη σύνταξη. Εκεί το εργοστάσιο έβγαζε έντερα για αλλαντικά.  Στέλναμε σε πολλά κράτη. Αμερική, Ρωσία, Αυστραλία, Ευρώπη. Εγώ είχα καλή θέση και βοήθησα πολύ στη παραγωγή. Μάλιστα σε κάποια φάση βρήκα το αίτιο που το έντερο έβγαινε ελαττωματικό και το εργοστάσιο είχε μεγάλη ζημιά. Το 1997 γύρισα στη πατρίδα"

Οι γονείς σου προσφυγές από τον Πόντο, εσείς πως πήγατε και βρήκατε το σπίτι των παππούδων σας;

"Οι γονείς  μου ήρθαν από τον Πόντο και οι δυο ορφανοί.  Τους γονείς τους  έσφαξαν οι τούρκοι. Ο πατέρας μου όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν 13 χρόνων. Του Πατέρα μου ο Πατέρας ο Παύλος και Πατέρας του ήταν δάσκαλοι στη Τραπεζούντα. Είχαν τριώροφο σπίτι κοντά στη Θάλασσα. Μια μέρα πήγαν οι τούρκοι στο σχολείο και τους είπαν αφού τους μαθαίνατε γράμματα θα σας σφάξουμε. Φοβήθηκαν και έφυγαν και πήγαν στη Φάτσα όπου ήταν ο αδελφός της γιαγιάς μου Αναστασίας, ο Στάθης Μυστακίδης. Ο παππούς μου ο Παύλος βγήκε στο αντάρτικο και σε μια συμπλοκή με τους τούρκους  που είχαν μαζί τους και Κούρδους τραυματίστηκε και κρύφτηκε μέσα σε πυκνό δάσος και οι τούρκοι δεν τον βρήκαν. Όμως το τραύμα του μολύνθηκε και πέθανε. Οι τούρκοι είπαν ψέματα στους Κούρδους ότι αν καθαρίσετε του Ρωμιούς θα πάρετε τις περιούσιες τους…"

Πως  σκεφτήκατε να πάτε στον Πόντο;

"Όταν ήμουν στη Γερμάνια βρέθηκα σε ένα γάμο στη πόλη Βίσπατ . Χορεύαμε ποντιακούς χορούς.  Ήρθε και ένας  που ήταν Πόντιος Λαζός αλλά τούρκεψε. Του είπα την ιστορία των γονιών μου και μου είπε αν θες να πάμε στη Τραπεζούντα και να δεις το σπίτι των παππούδων σου. Ξεκινήσαμε και πήγαμε μαζί. Αυτό έγινε το 1981 Βρήκαμε το σπίτι, ήταν  ένα τριώροφο πολύ ωραίο. Μάθαμε ότι οι τούρκοι το έχουν χαρακτηρίσει Διατηρητέο. Έκανα σκέψη να το διεκδικήσω αλλά μου είπαν ότι θα με σκοτώσουν αν κάνω τέτοια κίνηση. Η καταγωγή της μάνας μου ήταν από το Τερέστεπε και λέγονταν Σωτηρία Καμπερίδου. Στο εργοστάσιο που δούλευα στη Γερμάνια ήταν και ένας τούρκος που ήταν από αυτό το χωριό."

Τι έγινε και άλλαξε το επώνυμο σας. Από Παυλίδης  σε Κωνσταντινίδης;

Όταν ήρθαν οι δικοί μας από τον Πόντο και εγκαταστάθηκαν το 1924 στο Κοκκινοχώρι , μια επιτροπή απογράφης ήρθε στο χωριό. Όταν ήρθε η σειρά του θείου μου του Κώστα (Κωστίκα) τον ρώτησαν πως είναι το όνομα σου τους είπε Κώστα το επώνυμο σου δεν ήξερε να πει Παυλίδης. Τον ρώτησαν τον παππού σου πως τον έλεγαν Κωνσταντίνο τους είπε και εκείνοι έγραψαν Κωνσταντινίδης και έτσι άλλαξε το επώνυμό μας."

Σήμερα ο κ. Βασίλης Κωνσταντινίδης ζει στο χωριό του τη Νυμφόπετρα έχοντας συντρόφια τις αγαπημένες του γάτες και τα σκυλιά του τα οποία υπεραγάπα. Η ευχαρίστησή του είναι ενασχόληση με τον κήπο του τον οποίο φροντίζει καθημερινά. Παρά τα χρόνια του όλα τα έχει σε ευταξία. Ο κυρ Βασίλη πέρασε πολλά, αλλά δεν λύγισε.  Έτσι είναι βέβαιο και τώρα μετά  τα επανωτά κτυπήματα της μοίρας , χάνοντας πριν λίγους μήνες τον γιο του Ανέστη και την σύζυγο του Άννα, θα σταθεί όρθιος χάρης στα παιδιά του και στα εγγόνια του. Ο πόνος μεγάλος , το δάκρυ κιλά, όμως η προσμονή ότι θα έρθουν τα παιδιά του  και τα εγγόνια του  δίνουν θάρρος  και δύναμη να σταθεί όρθιος. Και θα σταθεί.. Ο Θεός να σου δίνει δύναμη και κουράγιο κυρ Βασίλη.

Χρήστος Γιαννακίδης

emvolimanea.blogspot.com