Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους.
Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.
Αφήγηση Καγιογλίδη Ηρακλή Τσάκωνες Αριδαίας
Συνέχεια
Εκεί κοντά στο Σαλιχλί ήταν ένας χότζας που είχε ένα αμπέλι και έκανε σταφίδες. Παντού υπήρχαν πολλά αμπέλια. Ο χότζας με κρατούσε κοντά του και μου έδινε σταφίδες, διότι φοβόταν μην τον σκοτώσουν οι στρατιώτες.
Εγώ δεν κρατούσα όπλο. Μια βραδιά με φώναξε ο φρούραρχος και μου είπε να πάω με κάποιους Τούρκους στην Φιλαδέλφεια, να έπαιρναν ότι τρόφιμα μπορούσαν και να τα έφερναν εκεί, διότι το βράδυ θα φεύγαμε.
Μόνο που το σκέπτομαι ανατριχιάζω.
Έστειλε εμένα, ένα δεκαεπτάχρονο, άοπλο μαζί με 5-10 Τούρκους να πάμε σε μια τουρκική πόλη, στα σπίτια τους για να μαζέψουμε τρόφιμα.
Τελικά πήγαμε, βάλαμε τα τρόφιμα και ότι άλλο μπορούσαμε πάνω στα δίτροχα αμάξια και φύγαμε. Το βράδυ ο ασυρματιστής μου είπε ότι ο στρατός σταμάτησε να έρχεται πλέον και πλησίαζε η ώρα να φύγουμε και εμείς.
Οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες πέρασαν από το Αλά Σεχίρ και σκότωσαν όλους τους Τούρκους ζανταρμάδες της πόλης.
Βάλαμε εμπρός τα κάρα και τα άλογα και φύγαμε για την Σμύρνη. Βλέπαμε τα τραίνα να περνούν αλλά δεν σταματούσε κανένα για να μας πάρει. Κάποτε περάσαμε από ένα Τούρκικο χωριό, όπου ένας πεχλιβάνης μας επιτέθηκε μαζί με την ομάδα του, και εμείς πανικόβλητοι παρατήσαμε τα πάντα που είχαμε και όπου φύγει- φύγει.
Εκεί τραυματίστηκε σοβαρά ένας δικός μας συνταγματάρχης και τον έστειλαν με ένα αμαξάκι στην Σμύρνη.
Παντού μύριζαν καμένα σπαρτά, τα οποία έκαψε ο Ελληνικός στρατός, για να μη μείνει τίποτε στους Τούρκους. Φθάσαμε στο Νύμφιο που δεν απείχε πολύ από την Σμύρνη. Παντού υπήρχαν καλαμιές πολύ ψηλές, και δεν έβλεπες τίποτε.
-- Να ακολουθείτε τις σιδηροδρομικές γραμμές μας έλεγαν αλλιώς θα χαθείτε και θα πεθάντε μέσα στις καλαμιές.
Τα τρένα έρχονταν σφύριζαν δυνατά αλλά δεν σταματούσαν διότι ήταν γεμάτα γυναικόπαιδα. Τους στρατιώτες δεν τους επέτρεπαν να ανέβουν στα τρένα. Σε κάθε σταθμό υπήρχε στρατιωτική φρουρά και τους παραβάτες τους κατέβαζαν κάτω. Παρακαλέσαμε τον σταθμάρχη να μας βάλει πάνω σε ένα τρένο, διότι από την κούραση και τις κακουχίες δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε.
Αυτός μας είπε ότι αυτό δεν επιτρέπεται, και αν τους έβαζε πάνω στο τρένο στην άλλη στάση θα μας κατέβαζαν.
Συνεχίσαμε και φθάσαμε σε ένα άλλο καμένο και εγκαταλελειμμένο χωριό. Μας έκαναν μεγάλη εντύπωση τα πολλά βουβάλια τα οποία έβοσκαν ελεύθερα, όπως επίσης και οι μεγάλες ποσότητες κρεμμυδιών που κρέμονταν πάνω στους φράκτες.
Εκεί σταμάτησε το τρένο αλλά ήταν γεμάτο με γυναικόπαιδα. Οι γυναίκες παρακαλούσαν τον οδηγό να μας πάρει και αυτός μας πρότεινε να μας βάλει κάτω από το τρένο, να κρατιόμασταν από τις αλυσίδες και τα σίδερα να μην πέσουμε.
Έτσι και έγινε. Κρατιόμασταν κρεμασμένοι κάτω από το τραίνο, με κίνδυνο να πέσουμε και να διαμελιστούμε, και κάθε τόσο οι γυναίκες μας έδιναν νερό και φαγητό διότι πεινούσαμε πολύ. Φθάσαμε σε ένα χωριό όπου ήταν μια διασταύρωση που οδηγούσε στην Προύσα και στην Σμύρνη.
--Που πάτε μας ρώτησαν? --Στην Προύσα απαντήσαμε.
---Την Προύσα την πήρε ο Κεμάλς πριν μια βδομάδα, άντε όλοι για την Σμύρνη.
Φθάσαμε στην Σμύρνη, σε ένα σημείο όπου ήταν ένας σκοπός που δεν μας άφηνε να συνεχίσουμε, διότι παντού ήταν γυναικόπαιδα, πρόσφυγες από τα βάθη της Ασίας που έτρεχαν αλαφιασμένοι πάνω κάτω,
---Άχ βάχ βάστα έρμη καρδιά μου. Πόνος παντού και δυστυχία.
Τελικά καταφέραμε να μπούμε. Πολύς κόσμος και οι γυναίκες της Άμυνας μοίραζαν τσιγάρα.
Ήμουνα με τον Ξενοφώντα τον Δεληγιάννη και ψάχναμε να φθάσουμε στην θάλασσα. Όταν πλησιάσαμε, εκείνη την στιγμή ήρθε ένα καράβι που μετέφερε αλεύρι για τους αιχμαλώτους.
Αμέσως οι στρατιώτες μπούκαραν επάνω και το ακινητοποίησαν. Προσπάθησαν και κάποιες κοπέλες να ανεβούν πάνω αλλά έπεσαν στην θάλασσα.
Σκέφτηκα πως μπορούμε να ανεβούμε και εμείς στο πλοίο. Η σκάλα πήγαινε μέσα στην θάλασσα και εκεί ήταν πολλά γαλόνια με γαλέτες.
Ανεβήκαμε εκεί και μετά πηδήξαμε μέσα στο καράβι και πέσαμε πάνω σε αξιωματικούς και στρατιώτες. Τα καταφέραμε, και το καράβι ξεκίνησε για την Μυτιλήνη μέσα σε έναν χαμό διότι πολλοί ήθελαν να πάνε στον Πειραιά. Οι διαταγές όμως ήταν τα καράβια να πηγαίνουν κόσμο στην Λέσβο και στην Χίο για να μπορούν να μεταφέρουν περισσότερο κόσμο.
Εμείς κατεβήκαμε με μια άκατο στην Μυτιλήνη. Συγκεντρωθήκαμε σε ένα μέρος και εκεί ήρθε ένας λοχίας και μας μοίραζε άδειες αορίστου χρόνου.
--Την κλάση σας να την συμπληρώσετε μόνοι σας μας είπε. Έτσι εγώ έβαλα ότι είμαι παλιοσειρά 18 κλάση.
Αφού συνήλθαμε αρχίσαμε να ψάχνουμε τις οικογένειές μας. Πληροφορηθήκαμε ότι οι Έλληνες της Προύσας, έφυγαν μέσω Μουδανιών στην Ραιδεστό.
Αφού πλέον έγινε η καταγραφή των προσφύγων στην Μυτιλήνη, την άλλη μέρα θα φεύγαμε με το πλοίο ΠΑΤΡΙΣ για την Θράκη. Έρχονταν οι μαούνες και μας μετέφεραν στο ΠΑΤΡΙΣ όπου μας περίμεναν οι αξιωματικοί για να κάνουν έλεγχο τα χαρτιά μας.
Οι παλιοσειρές έμπαιναν μέσα στο πλοίο χωρίς κανένα πρόβλημα, έτσι την γλύτωσα και εγώ διότι είχα δηλώσει 18η σειρά. Αυτοί που δήλωσαν ότι ήταν νέες σειρές τους κρατούσαν διότι έπρεπε να συνεχίσουν την θητεία τους σαν χωροφύλακες.
Μαζί μου ήταν και ένα Κουβουκλιωτάκι, δεν θυμάμαι το όνομά του. Παλιότερα ήταν και άλλοι, καμμιά εικοσαριά, αλλά έμειναν στην Σμύρνη να κάνουν πλιάτσικο, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν και να χαθούν.
Έδωσα τα χαρτιά μου και πέρασα μέσα.
Το Κουβουκλιωτάκι όμως το κράτησαν. Φώναζε και έλεγε ο καημένος κλαίγοντας.
…Εγώ ήμουν μαζί με τον Καγιογλίδη, ίδια κλάση και αυτόν τον πήρατε και εμένα με αφήσατε εδώ.
Το πλοίο ήταν σχεδόν έτοιμο να φύγει και ο αξιωματικός μπήκε μέσα και ρωτούσε αν είδαν αυτόν που μπήκε πριν από λίγο. Ψύλλους στα άχυρα ζητούσε, εκατοντάδες είχαν μπει.
Εγώ καθόμουν ξαπλωμένος μπροστά του, μαζί με τον Καραβασίλη και δεν έβγαζα άχνα.
Τελικά δόθηκε η εντολή και φύγαμε για την Ραιδεστό. Μόλις φθάσαμε εκεί, μας έδωσαν να φάμε κριθαρένιο ψωμί και μετά πήγαμε στο γραφείο αναζήτησης των προσφύγων.
Τους είπα τα στοιχεία της οικογένειά μου και αφού το έλεγξαν μου είπαν ότι οι δικοί μας, με την οικογένεια του Πολιτίδη και άλλους Κουβουκλιώτες πήγαν στην Χαριούπολη.
Για να πάει κανείς εκεί μέσο δεν υπήρχε, και η απόσταση ήταν περίπου δυο ώρες με τα πόδια.
Βγήκα έξω και άρχισα να τρέχω με κατεύθυνση την Χαριούπολη, περνώντας μέσα από τεράστιους αμπελώνες.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με κάρα και καταπονημένους πρόσφυγες που πήγαιναν στην Ελλάδα.
Βράδιασε όταν έφθασα στην Χαριούπολη.
Πήγα κατ΄ευθείαν στο γραφείο των προσφύγων, και τους ανέφερα το όνομα των γονιών μου.
---Πριν λίγες μέρες έφυγαν για το Ντοβούτζαλι, ένα μεγάλο και πλούσιο χωριό, κοντά στον Λαχανά, που απέχει δύο ώρες από εδώ. Μη πας μόνος σου όμως διότι ο δρόμος είναι μακρύς, περίπου δυο ώρες, και δύσκολος, διότι πρέπει να περάσεις ένα βουνό.
Αργότερα έμαθα ότι στον Λαχανά πήγε ο Βουτσίδης, ένας συγχωριανός μου.
Εγώ όμως δεν καταλάβαινα τίποτε, νύχτα ξενύχτα ξεκίνησα για το Ντοβούτζαλι τρέχοντας για να προλάβω τους γονείς μου πριν φύγουν και από εκεί. Μετά από ώρα πλησίασα σε ένα τσιφλίκι, όπου με αντιλήφθηκαν τα σκυλιά και άρχισαν να γαυγίζουν.
Προσπάθησα να τα απομακρύνω μέχρι που ήρθαν οι βοσκοί και τα έδιωξαν. Τους ρώτησα που ήταν το χωριό και με πήγαν στην κορυφή από όπου φαίνονταν πολλά φώτα.
---Εκεί θα πας μου είπαν.
Τους ευχαρίστησα και έφυγα τρέχοντας. Πλέον έβλεπα φώτα μπροστά μου και ο δρόμος ήταν κατηφορικός.
Φθάνοντας στο χωριό, πήγα σε ένα καφενείο όπου με μεγάλη μου χαρά συνάντησα τον πατέρα μου που έπινε ρακί με έναν τούρκο, ο οποίος είχε στην αγκαλιά του τον Βασιλάκη τον γιό του Νικόλα και τον νανούριζε…..
…σάλα γιαβρούμ, σάλα τζίτζιμ, μεντιλινιν…
Εκείνη την στιγμή σήκωσε τα μάτια του ο πατέρας μου και με είδε. Έδωσε το παιδί στον Πολιτίδη και με κάλεσε κοντά του συγκινημένος, με φίλησε πολλές φορές και με έσφιξε στην αγκαλιά του.
Αργότερα που ηρέμησαν τα πράγματα, μου εξομολογήθηκε τον θάνατο του αδελφού μου του Νικόλα. Εγώ βέβαια το ήξερα αλλά δεν ανέφερα τίποτε.
Μείναμε εκεί ακόμη τρείς μέρες. Μας άρεσε πολύ διότι φαίνονταν ότι ήταν πολύ πλούσιο μέρος. Ο μπέης με είδε πολύ ζωηρό και ζήτησε από τον πατέρα μου να με αφήσει εκεί να δουλέψω σαν φύλακας στα κτήματά του.
Το τσιφλίκι του ήταν περιτοιχισμένο και εκεί μέσα έκανε αλώνια. Είχε πολλές χήνες και πολύ συχνά έρχονταν ο συγχωρεμένος ο Δημητρός, ο Βουτσίδης, ο Στρατής και Τσερκέζοι και τις έκλεβαν στα κρυφά.
--Θα στον δώσω είπε ο μπαμπάς μου και συμφώνησε με τον μπέη να παραμείνω εκεί.
Μια βραδιά αποκοιμήθηκα έξω στις θυμωνιές και δυστυχώς με είδε ο μπέης και μου έκανε παρατηρήσεις.
----Ηρακλή ογλούμ γιάπμα μη κοιμάσαι διότι το βράδυ έρχονται οι Τσερκέζοι και κλέβουν, αν προσέχεις εσύ, δεν θα μπορέσουν να μπούν για να κλέψουν.
Το έκανε παράπονο και στον πατέρα μου, ο οποίος του είπε… μη φοβάσαι, θα ήταν πολύ κουρασμένος γι΄αυτό αποκοιμήθηκε.
Εν τω μεταξύ σε λίγο καιρό βγήκε η διαταγή να φύγει και η Θράκη.
Μετά από λίγο ήρθε η αστυνομία και έδωσε εντολή επιστράτευσης για όλους τους φύλακες και αγροφύλακες.
Πήγα στον μπέη και του ζήτησα να μου δώσει ένα καλό όπλο και ένα άλογο για να φύγω στο Σουφλί. Μού έδωσε ένα όπλο μάρκα Ραπάν τεσσάρι, που πετούσε. Είχα και την σέλα του συγχωρεμένου του Νικόλα από την πατρίδα και έφυγα.
Πρώτα περάσαμε από το τσιφλίκι που ήταν ο χωριανός μας ο Χατζή Νικόλας με τις δυο αδελφές του, ο Μποσδελέκης και ένας ακόμη.
Είχαν φορτωμένα τα κάρα τους με πράγματα που είχαν κλέψει από τα τσιφλίκια και την άλλη μέρα έφυγαν για την Ελλάδα, αφού πρώτα σκότωσαν 1-2 Τούρκους.
Εμείς μείναμε εκεί ένα βράδυ και μετά φύγαμε για να ειδοποιήσουμε τους Έλληνες ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να φύγουν για την Ελλάδα.
Αυτό διήρκησε 15-20 μέρες.
Εν τω μεταξύ άρχισε να εκκενώνεται και το Ντογούτζαλι. Ο μπέης που ήταν εξαίρετος άνθρωπος μας έδωσε 3 ζευγάρια γερά βόδια μαζί με τα κάρα, όπου φορτώσαμε τις πραμάτειες μας και αναχωρήσαμε για την Ελλάδα.
Εγώ έμπλεξα με ένα παλικάρι από το Πάμπουτζακ Ντερμπέντ αλλά ήταν εσκιάς ο ρουφιάνος. Σε όποιο χωριό πηγαίναμε πήγαινε στα Τούρκικα σπίτια και ζητούσε λίρες.
Μια μέρα σε ένα χωριό συναντήσαμε δυο γριές που είχαν απομείνει εκεί, ενώ οι άλλοι κάτοικοι είχαν καταφύγει στο βουνό. Άρχιζε να τις βασανίζει και να τις απειλεί να τους δώσουν λίρες.
…Σταμάτα ρε Θανάς του είπα, γιατί τις βασανίζεις? Χαζές είναι να κρατήσουν εδώ λίρες!
Φύγαμε για το Ντογούτζαλι και αρχίσαμε να ψάχνουμε τις οικογένειές μας. Συναντήσαμε στο καφενείο τον Μπέη ο οποίος μας υποδέχθηκε εγκάρδια.
Όταν έφυγα δεν με είχε πληρώσει για την δουλειά μου στο τσιφλίκι του και θεώρησε ότι ήρθα να πληρωθώ. Μου πρότεινε να μου δώσει καινούργιο και ξεκούραστο άλογο και να με πληρώσει για τις υπηρεσίες μου, αλλά δεν δέχθηκα.
…Πού πήγε ο μπαμπάς μου τον ρώτησα?
---Έχει δυο μέρες που έφυγε, μου απάντησε. Θα περάσει από τον Λαχανά, μετά από το Καρά Αγάτς, όπου κατέφυγαν πολλοί Πιστικοί και μετά από άλλα δύο χωριά θα τους βρείς.
Έφυγα καλπάζοντας σαν το άνεμο για το Καρά Αγάτς, ενώ ο Παμπουτσακλής δεν με πρόφταινε και ακολουθούσε από μακριά. Μόλις έφθασα εκεί συνάντησα τους Πιστικούς, οι οποίοι μόλις μας είδαν ήρθαν κοντά μας και μας ρώτησαν.
…..Από που είστε παλικάρια? Εμείς είμαστε από το Μπάσκιοι και οι Τουρκαλάδες δεν μας δίνουν κάρα για να φύγουμε, τι θα κάνουμε?
….Φωνάξτε τον πρόεδρο τους είπα, καβάλα πάνω στο άλογό μου. Βγάζω το όπλο που είχα και κοπανάω με αυτό τον πρόεδρο και τον διέταξα να φέρει αμέσως εδώ τα κάρα, και να πεί στον χότζα να έρθει και αυτός εκεί.
Ο Παμπουτσακλής, που είχε έρθει και αυτός στο χωριό, πήγε σε μια αλάνα όπου ήταν 30-40 άλογα και διάλεξε ένα ξεκούραστο.
Τους φώναξα και τους είπα ότι αν δεν φέρουν τα κάρα τους με τα άλογα εμείς δεν θα φεύγαμε από το χωριό.
Τότε άρχισε ο κλητήρας να φωνάζει .... αραμπαλάρ χέπσι μπουρντά.
Πράγματι ήρθαν τα κάρα με τα άλογα, τα πήραν οι Πιστικοί και τους δείξαμε τον δρόμο για την Ελλάδα. Φύγαμε και εμείς, μαζί με τον Θανάση και περάσαμε πρώτα από ένα εγκαταλελειμμένο Τούρκικο χωριό.
Κάτω από ένα δέντρο κάθονταν δυο Τούρκοι παππούδες.
----Που είναι το χωριό τους ρωτήσαμε ?
---Έφυγαν όλοι στο βουνό απάντησαν.
Τους αφήσαμε και φύγαμε. Στο επόμενο, κάτω από ένα πλατάνι συνάντησα τους γονείς και συγχωριανούς μου που ξεκουράζονταν. H χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη που ξανασυναντιόμασταν.
Μετά από λίγη ώρα ζέψαμε τα γελάδια στα κάρα και ξεκινήσαμε για την Ελλάδα, όπου μετά από πολλές περιπέτειες καταλήξαμε στους Τσάκωνες Αριδαίας.
imerisia-ver.gr